Μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμιστές

Toν μακρινό Απρίλη του 2000, το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη νικούσε τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή με μία διαφορά μικρότερη των 75.000 ψήφων και εξασφάλιζε ακόμα μια κυβερνητική θητεία, που θα έληγε τον Μάρτιο του 2004, λίγους μήνες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Του Στέφανου Τζανάκη

Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη εξασφάλισε στις εκλογές του Ιουνίου μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντίστοιχη με εκείνη του Κώστα Σημίτη. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι το δεύτερο κόμμα – ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συγκεκριμένη περίπτωση – είναι πολύ πίσω. Αλλά αυτά συμβαίνουν στην σύγχρονη πολιτική – η ψήφος των πολλών δεν είναι πλέον δεδομένη για κανέναν, είτε προς τα δεξιά, είτε προς τα αριστερά.

Ο Σημίτης είχε καταφέρει να επανεκλεγεί υποσχόμενος ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και των μικρομεσαίων, σε μία στιγμή που τα επιτόκια έπεφταν λόγω της δημοσιονομικής βελτίωσης και της – τότε – επερχόμενης ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη.

Τι δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του; Δεν κατάφερε να ελέγξει τις ανατιμήσεις που έφερε η έλευση του ευρώ. Η μείωση των επιτοκίων δανεισμού στα στεγαστικά εξανεμίστηκε από την αύξηση των τιμών των ακινήτων, ενώ για βασικά αγαθά, όπως το εμφιαλωμένο νερό, η περίφημη «στρογγυλοποίηση» έφερε ανατίμηση 180%. Την ίδια στιγμή, οι μισθοί σε δραχμές απλώς διαιρούνταν δια 340 και έτσι προέκυπταν οι ευρωμισθοί. Στην πραγματικότητα, ήταν η πρώτη «εσωτερική υποτίμηση» που έζησε η χώρα μας – αλλά όχι στο σύνολο της οικονομίας, δηλαδή όχι στο επίπεδο των κερδών.

H κυβέρνηση Σημίτη επιχείρησε να απαντήσει σε όλο αυτό μέσω μεταρρυθμίσεων που είχαν ιδεολογικό πρόσημο – όπως η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που κόστισε μία πολύμηνη διαμάχη με την Εκκλησία. Παράλληλα, σχεδίασε μία τομή στο ασφαλιστικό σύστημα – χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει τη συναίνεση του κομματικού συστήματος του ΠΑΣΟΚ και χωρίς να ενημερώσει την κοινωνία για τα μεσομακροπρόθεσμα οφέλη για τους ίδιους τους ασφαλισμένους. Κάπου εκεί, το παιχνίδι άρχισε να χάνεται…

Από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη, περάσαμε στην μεταρρύθμιση του Μητσοτάκη, ο οποίος ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του, όπως είχε πραναγγείλει, με τη νομοθέτηση άνω του 50% των στοχευμένων παροχών που είχε εξαγγείλει προεκλογικά. Όμως, το πρόβλημα έγκειται – για άλλη μία φορά – στην ακρίβεια που πλήττει κυρίως τους μισθωτούς. Ξεκινώντας από τα – αναγκατικά – πολύ υψηλότερα επιτόκια και φτάνοντας ως τα ράφια.

Αυτή τη φορά δεν είναι οι «στρογγυλοποιήσεις» με το ευρώ – δεν είναι δηλαδή εγχώριο το πρόβλημα, αλλά διεθνές, εξ ου και τα περί «πληθωρισμού Μητσοτάκη» που ανέφερε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας δεν έγιναν πιστευτά από τους ψηφοφόρους. Ωστόσο, οι έλεγχοι στην αγορά δεν μπορεί να εξαντλούνται στην κατάληψη παραλιών από διάφορους «επιχειρηματίες» της συμφοράς – πρέπει να επεκταθούν στο σύνολο της αγοράς.

Μία ματιά στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων θα μπορούσε να είναι πολύ διαφωτιστική: Για παράδειγμα, τα πουλερικά έχουν υποχωρήσει κοντά στο 20% σε ετήσια βάση, όπως και το σιτάρι, παρά τις κάποιες ανατιμήσεις του τελευταίου διαστήματος με ευθύνη της Ρωσίας. Από την στιγμή που είναι σε όλους γνωστό τι συμβαίνει στα ράφια, είναι προφανές ότι υπάρχει έδαφος για ελέγχους στα ποσοστά κέρδους.

Η δεύτερη τετραετία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη εξαρτάται – όπως ισχύει για όλες τις κυβερνήσεις – κυρίως από την πορεία της οικονομίας της χώρας, όπως και των οικονομικών των νοικοκυριών. Οι μεταρρυθμίσεις με ιδεολογικό πρόσημο είναι καλοδεχούμενες, αλλά δεν γεμίζουν το καλάθι.