Η επιστροφή στην κανονικότητα και το παιχνίδι της συνεννόησης

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε σε αυτές τις διπλές εκλογές την πιο επαγγελματική καμπάνια που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα: μόνον οι αναρτήσεις στον λογαριασμό του, στο TikTok – με τα παραλειπόμενα και τα «κομμένα» που τελικά «ανέβαιναν» – αρκούσαν για να εξαλείψουν κάθε «αντιμητσοτακικό» σύνδρομο στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Του Στέφανου Τζανάκη

Βεβαίως, οι καμπάνιες, όσο επαγγελματικές κι αν είναι, δεν αρκούν για να καλύψουν ένα πολιτικό αφήγημα που «μπάζει». Και η αλήθεια είναι ότι ζητώντας την αυτοδυναμία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έτυχε σε μία ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία: δεν ήταν μόνον το γεγονός ότι είχε να πει κάτι χειροπιαστό για το μέλλον – ζητούσε μία δεύτερη ευκαιρία στη διακυβέρνηση. Ήταν και το γεγονός ότι απέναντί του είχε πολιτικές δυνάμεις με αφηγήματα εσωστρεφή και θολά.

Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ για έναν ολόκληρο μήνα στριφογύριζε γύρω από σενάρια κυβέρνησης των ηττημένων αποδεχόμενος ότι ήταν δεύτερο κόμμα με αποτέλεσμα να έχει απευθείας διαρροές προς τη ΝΔ, το δε ΠΑΣΟΚ απλώς προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συγκυβερνήσει με τον Μητσοτάκη, προκειμένου να «απελευθερώσει» ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της καμπάνιας Μητσοτάκη – πέρα του ότι αποενοχοποίησε την «μητσοτακική» ψήφο – ήταν ότι κατάφερε να συνδυάσει την εκστρατεία προς την αυτοδυναμία με το αίτημα της εποχής, που δεν είναι άλλο από την επιστροφή στην «κανονικότητα».

Ένα μεγάλο κομμάτι των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο γεγονός ότι ενόψει ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας, εξακολουθούσε να έχει την ρητορική της κρίσης. Τα στελέχη του είχαν πιστέψει ότι ένα πλειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ένιωθε ό,τι και στα χρόνια των μνημονίων και ζητούσε «απαλλαγή» από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με όρους 2012 και 2015 – κάτι που ήταν μία ψευδαίσθηση.

Το αποτέλεσμα ήταν το εξής: τα στρώματα που ωφελήθηκαν από την πολιτική των διαφόρων pass δεν είχαν αρνητικά συναισθήματα για την κυβέρνηση, ενώ εκείνα που λόγω των εισοδηματικών κριτηρίων έμειναν εκτός της πολιτικής των επιδομάτων, φοβήθηκαν ότι υπήρχε περίπτωση να επανέλθει μέσω της απλής αναλογικής ο ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση.

Το ίδιο και το ΠΑΣΟΚ: Ενώ είχε – και έχει – σοβαρές προτάσεις για την οικονομία, την ενέργεια και τους νέους, κατάφερε να εγκλωβιστεί για ημέρες στην φορολόγηση των μερισμάτων, ένα θέμα που δεν αφορά παρά ελαχίστους, χωρίς κανένα χειροπιαστό όφελος για τους περισσοτέρους.

Αλλά για το ΠΑΣΟΚ, τα πάντα ξεκινούν τώρα: από τη στιγμή που αποφάσισε να «παραμερίσει» ο πρόεδρός του, είναι προφανές ότι το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο «σκοτεινό». Στην πραγματικότητα, ήταν ένα προαναγγελθέν αδιέξοδο – αν παρέμενε ο Αλέξης Τσίπρας, θα ήταν ένας σάκος του μποξ για φίλους και αντιπάλους χωρίς ελπίδες ανάκαμψης. Με την απόσυρσή του, ωστόσο, αφήνει ένα κόμμα στα πρόθυρα της διάσπασης.

Ωστόσο, ακόμα και μία διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει ότι θα ευνοήσει ευθέως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν έχει κανένα λόγο «να στρίψει αριστερά» προκειμένου να γίνει «φιλικό» στους πρώην Πασόκους που είχαν στραφεί στον Αλέξη Τσίπρα.

Αυτοί οι ψηφοφόροι δεν ψάχνουν ένα υποκατάστατο του Αλέξη Τσίπρα. Και εκείνοι – εκτός από ένα μικρό κομμάτι – θέλουν μία επιστροφή στην κανονικότητα. Άλλωστε, οι δημοσκοπήσεις – που δεν πέφτουν σε όλα έξω – είχαν εδώ και χρόνια διακρίνει ότι ένας στους τρεις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 31,5% «επικοινωνούσε» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως και ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, στον χώρο της κεντροαριστεράς ο νικητής θα είναι εκείνος που θα συνδυάσει την αντιπολίτευση με προσπάθειες πολιτικής συνεννόησης επί συγκεκριμένων θεμάτων με το κυβερνών κόμμα. Τελικά, το «όχι σε όλα» μόνον τον Κυριάκο Μητσοτάκη συμφέρει…