Η τιμωρία των απελπισμένων

sisitio

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ του χειμώνα, στο χωριό που μεγάλωσα, ήταν ατέλειωτες. Μόλις έπεφτε το σούρουπο, το σπίτι μας γινόταν τέσσερα τετραγωνικά. Οσα μπορούσε να ζεστάνει η φωτιά. Στρώναμε ένα χαμηλό τραπέζι μπροστά στο τζάκι, «αγκαλιά» με τις φλόγες. Ανάβαμε τη λάμπα πετρελαίου και μέναμε εκεί, με τις ώρες, μέχρι να καεί πλήρως το φιτίλι. Μόλις ο πατέρας έδινε το σύνθημα ότι η βραδιά τέλειωσε, ρωτούσα με λυπημένο ύφος:

– Εγώ μπορώ να κοιμηθώ μπροστά στο τζάκι; Παγώνω στο κρεβάτι.

– Δίπλα στα κάρβουνα, παιδί μου, δεν θα κοιμάσαι ποτέ.

Αυτή ήταν η εκπαίδευση της επιβίωσης στη φτώχεια. Χρόνια αργότερα, οι νέοι της γενιάς μου φύγαμε από το σκοτεινό, χωρίς ρεύμα, χωριό, με πείσμα και μια εσωτερική υπόσχεση να μην ξαναγίνουμε ποτέ φτωχοί. Κανείς μας δεν είχε λογαριάσει ότι πενήντα χρόνια μετά, κοντά στα 30% των Ελλήνων θα ζήσουν ξανά τον εφιάλτη, στη χειρότερή του όμως εκδοχή. Τότε, τα πιάτα μπροστά στο τζάκι ήταν πάντα γεμάτα, με το φαγητό που οι γονείς μας εξασφάλιζαν σκάβοντας νυχθημερόν τη γη.

Τώρα, η Ελλάδα αθροίζει πόνο και δυστυχία στις ατέλειωτες ουρές των συσσιτίων. Και η Ιρλανδία πέρασε τη στενωπό, αλλά αναίμακτα. Γιατί το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να απλώσει δίχτυ προστασίας στους εξαθλιωμένους. Στην Ελλάδα του κ. Τόμσεν, η λεγόμενη εξυγίανση περιλαμβάνει προφανώς την τιμωρία των απελπισμένων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Real News” την Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου 2013