Τώρα μπαίνουμε στον σκληρό πυρήνα. Τώρα αρχίζει η τελευταία τυπική πράξη του εθνικού μας δράματος στο Βορρά, που βασανίζει την χώρα για τρεις δεκαετίες. Η Βουλή των Ελλήνων με οριακή σχετική πλειοψηφία, εκτός απροόπτου, θα αναγνωρίσει στη γειτονική χώρα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί στο όνομα της την λέξη Μακεδονία και το χειρότερο: θα αναγνωρίσει για πάντα τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική υπηκοότητα.
Είναι αργά για κροκοδείλια δάκρυα δεξιών και αριστερών κομμάτων. Όλοι συνέβαλαν με τον τρόπο τους σ´ αυτήν την ήττα της ελληνικής διπλωματίας. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε το πρόβλημα στο προσκήνιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η διαχείριση του έγινε με όρους εσωτερικής πολιτικής. Χρησιμοποιήθηκε για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της Ν.Δ, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Κωσταντίνου Μητσοτάκη απο τον Αντώνη Σαμαρά.
Σ αυτό τον πόλεμο, όπως ήταν αναμενόμενο, έχασαν και οι δύο πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε πρόωρα την εξουσία και επέστρεψε για πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ενώ το νέο εγχείρημα του Αντώνη Σαμαρά, η Πολιτική Άνοιξη, είχε την τύχη όλων των μικρών δεξιών κομμάτων που προέκυψαν απο διασπάσεις της Ν.Δ. Σταδιακά συρρικνώθηκε και εξαφανίστηκε. Ο μεγάλος τυχερός εκείνης της περιόδου ήταν ο Μιλτιάδης Έβερτ που πήρε με ευκολία το κόμμα, άσχετα αν απέτυχε να το οδηγήσει στην νίκη.
Με τους ίδιους όρους εσωτερικής πολιτικής παίζεται το παιχνίδι και σήμερα. Κανείς δεν διδάχθηκε απο το παρελθόν. Ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε να κλείσει την πολυετή εκρεμμότητα, πιστεύοντας οτι θα πετύχει με ένα σμπάρο δυο τριγώνια. Πρώτα θα “έδενε” την σχέση του με τους Αμερικανούς και τους Γερμανούς που θα τον υιοθετούσαν για πάντα και δεύτερον θα διασπούσε τη Ν.Δ, καθώς οι σύμβουλοι του πίστευαν ότι οι μισοί νεοδημοκράτες, με πρώτους τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον έμπιστο αντιπρόεδρο του Κωστή Χατζηδάκη, θα ήταν υπέρ της συμφωνίας. Έτσι θα έβαζαν απέναντι τους αμέσως τον Αντώνη Σαμαρά και τον Άδωνη Γεωργιάδη. Ο εσωκομματικός πόλεμος, ήταν βέβαιοι στο Μαξίμου, ότι θα είχε διάρκεια όση θα χρειαζόταν η κυβέρνηση να περάσει με άνεση την συμφωνία των Πρεσπών. Συνέβη όμως το εντελώς αντίθετο. Ο πρόεδρος της Ν.Δ έκανε δεξια στροφή και συσπείρωσε το κόμμα του όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια.
Μ’ αλλά λόγια η παγίδα Τσίπρα στο Μητσοτάκη αποδείχθηκε δώρο που διασφάλισε την ενότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τουλάχιστον μέχρι τις εθνικές εκλογές. Και επιπλέον διευρύνθηκε το χάσμα του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, με τρόπο που ακόμη κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια θα είναι η τελευταία κίνηση του Πάνου Καμμένου. Από παλιός έμπιστος φίλος ίσως να μετραπεί σε οβίδα έτοιμη να απασφαλίσει κάθε στιγμή, όταν διαπιστώσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και χωρίς αυτόν στα αλήθεια να φθάσει μέχρι τον Οκτώβριο, ενώ το κόμμα του συνεχίζει να είναι μακριά απο το πολυπόθητο 3% που θα τον κρατήσει ζωντανό και στην επόμενη Βουλή.
Όσο για τον πρώτο στόχο του πρωθυπουργού να “δέσει” τις σχέσεις του με Αμερικανούς και Γερμανούς χωρίς αμφιβολία τον πέτυχε. Η επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα είναι αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της επιτυχίας. Μόνο που δεν τον βοηθά εκλογικά. Η καγκελάριος κλείνει τον κύκλο της στην Γερμανία και επιπλέον ποτέ δεν θα γίνει συμπαθής στο ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν βοηθάει την κυβέρνηση. Είναι άδικο γιατί εκείνη, βοήθησε πολύ την σημερινή κυβέρνηση αλλά στην πραγματικότητα θα παραμείνει στη συνείδηση των αριστερόστροφων ψηφοφόρων η σιδηρά κυρία της ευρωπαϊκής δεξιάς που επέβαλε την λιτότητα και τα μνημόνια.
Οι Αμερικάνοι πράγματι είναι φίλοι σήμερα του πρωθυπουργού. Αυτό που ίσως διαφεύγει στην Κουμουνδούρου είναι ότι οι έρωτες της Ουάσιγκτον με τους ηγέτες των χωρών δορυφόρων της δεν ειναι παντοτινοί, αλλάζουν σε μια νύχτα. Το πιο εμφατικό πρόσφατο παράδειγμα είναι η αποκαθήλωση του Γιώργου Παπανδρέου στις Κάννες από τον Σαρκοζί παρουσία του Ομπάμα, ο οποίος παρακολούθησε την μοιραία σκηνή αμίλητος. Όπως και η Μέρκελ. Γιατί είχαν καταλήξει ότι δεν τους ήταν πια χρήσιμος στην Ελλάδα. Είχε αποδυναμωθεί στο κόμμα τους στην κοινοβουλευτική του ομάδα και στην ελληνική κοινωνία.
Επιστρέφουμε στο σήμερα καθώς οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Ο Ζόραν Ζαεφ ξεμπέρδεψε με τις υποχρεώσεις του στους Αμερικανούς. Τώρα η σειρά μας. Η ελληνική Βουλή θα κυρώσει μια συμφωνία υψίστης εθνικής σημασίας άμεσα είτε με 151 είτε με λιγότερους. Το σίγουρο είναι ο διχασμός των Ελλήνων. Ο κίνδυνος να ζήσουμε άγριες καταστάσεις διαγράφεται ορατός. Η κοινή γνώμη, στο μεγαλύτερο τμήμα της, επιμένει να αρνείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι, με τη νέα πραγματικότητα, πίσω από τα βόρεια σύνορά μας θα υπάρχει κράτος με τη λέξη «Μακεδονία», με πολίτες που θα λένε ότι είναι Μακεδόνες και ομιλούν τη μακεδονική γλώσσα. Και αυτό δεν ειναι υποθετικό, το είδαμε: ο πρωθυπουργός Ζάεφ δηλώνει ότι είναι και παραμένει “Μακεδόνας” που θα εξακολουθεί να ομιλεί τη “μακεδονική γλώσσα”.
Ας μην τρέφουμε αυταπάτες λοιπόν. Ανεξαρτήτως τι θα λέει το «χαρτί», οι γείτονες δεν θα πάψουν να δηλώνουν “Μακεδόνες” που ομιλούν τη “μακεδονική γλώσσα”, χωρίς παραπομπές και υποσημειώσεις.
Ένας τρόπος υπήρχε να δοθεί λύση που να ικανοποιεί την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών: η διακομματική εθνική συννενόηση, χωρίς παγίδες και πονηριές με το βλέμμα όλων στραμμένο στην κάλπη.