ΗΤΑΝ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΤΟΥ 1994. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιστρέψει στην πρωθυπουργία και επανεκλέχθηκε πρόεδρος του κόμματός του διά βοής. «Το ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομείται, δεν χαρίζεται και δεν τεμαχίζεται σε τιμάρια», είχε πει στο κατάμεστο στάδιο στο Περιστέρι που δονούνταν από τα χειροκροτήματα. Τότε που το κόμμα του έγραφε ιστορία, συγκινούσε τους οπαδούς του και προκαλούσε δέος στους αντιπάλους. Κάθε φάση του Συνεδρίου, κάθε ατάκα των πρωταγωνιστών ήταν είδηση για έκτακτο δελτίο. Τρέχαμε οι δημοσιογράφοι να προλάβουμε τη στιγμή και να τη μεταδώσουμε στο πανελλήνιο. Τη μάχη για την Κεντρική Επιτροπή κέρδισε άνετα -τότε- ο Γιώργος Γεννηματάς και ακολούθησαν οι Θεόδωρος Πάγκαλος και Δημήτρης Τσοβόλας, με τον Κώστα Σημίτη να περιορίζεται στην 11η θέση. Ποτέ ο διάδοχος του Ανδρέα στη ηγεσία δεν ήταν δημοφιλής στο κόμμα. Όλοι οι φόβοι του για το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης που ξόρκισε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ με εκείνη τη φράση, στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν έγιναν πραγματικότητα. Άλλοτε χαρίστηκε το κόμμα, άλλοτε κληρονομήθηκε και στο τέλος τεμαχίστηκε σε τιμάρια.
ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΑΙΞΕ λίγο και ποιος πολύ, είναι γνωστό. Στο τέλος, όμως, το μεγάλο καράβι το τσάκισαν στα βράχια η κρίση, τα μνημόνια και τα σκάνδαλα. Όχι πως οι καπετάνιοι και το πλήρωμά του δεν είχαν ευθύνες για όλα αυτά. Κάθε άλλο. Πλήρωσε, όμως, δυσανάλογο κόστος από αυτό που του αναλογούσε. Γιατί την Ελλάδα στη Μεταπολίτευση την κυβέρνησαν τρεις δυνάμεις: Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. στο προσκήνιο και η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της στο παρασκήνιο, στους δήμους, στα συνδικάτα, στη Βουλή και στο πεζοδρόμιο.
Τα είπε όλα ο Ανδρέας σε εκείνη την προφητική ομιλία στο Περιστέρι, αλλά ξέχασε μια φράση. Δεν είπε ότι «οι οπαδοί που σας έφερα δεν κληρονομούνται». Ίσως να το θεωρούσε αυτονόητο. Το σίγουρο είναι οι επίγονοί του ούτε που σκέφτηκαν πως θα έρθει η στιγμή που θα παλεύουν να ξαναενώσουν τα τιμάρια που τεμάχισαν οι ίδιοι, για να πάρουν όλοι μαζί πίσω το ¼ της μεγάλης προίκας του κραταιού ΠΑΣΟΚ και αυτό να το θεωρούν μεγάλη νίκη. Γιατί αν καταφέρει το Κίνημα Αλλαγής να πάρει 12% στις εκλογές, θα κάνει πάρτι τρεις μέρες – και δικαίως.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ το στοίχημα, πάντως, για την απόκτηση αυτού του ποσοστού. Τα γκρίζα σύννεφα, η ίντριγκα, οι βυζαντινισμοί, οι βεντετισμοί και όλες οι κακοδαιμονίες του χώρου εμφανίστηκαν πολύ νωρίς. Ετσι, το ιδρυτικό Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής έγινε μέσα σε ένα κλίμα δυσθυμίας και κατήφειας, πριν να έχουν περάσει ούτε τέσσερις μήνες από τις εσωκομματικές εκλογές, οι οποίες προσέλκυσαν στις κάλπες περισσότερους από 200 χιλιάδες πολίτες.
Ο ενθουσιασμός, που προκλήθηκε από αυτό το γεγονός, ήταν βάσιμος, αφού πρώτη φορά από τη μεγάλη εκλογική πτώση του 2012 και τη συντριβή του 2015 ο χώρος της Κεντροαριστεράς έδειχνε ότι μπορούσε να ζωντανέψει ξανά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το φθινόπωρο στη χειρότερη στιγμή του, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου εξακολουθεί να διακατέχεται από σταθερό αντιδεξιό σύνδρομο.
ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ στοιχεία επέτρεπαν την αισιοδοξία για το νεοσύστατο φορέα. Οπως απέδειξε η ζωή, όμως, αυτά δεν ήταν αρκετά, διότι τα πράγματα στράβωσαν. Ο βασικός λόγος της κακής πορείας ήταν ότι δεν δημιουργήθηκε νέο ενιαίο κόμμα, αλλά μια συνομοσπονδία κομμάτων, καθώς οι ηγεσίες και του ΠΑΣΟΚ, και του Ποταμιού, και του ΚΙΔΗΣΟ δεν μπορούσαν να αντέξουν την αυτοδιάλυσή τους. Αν σε αυτό αθροίσει κανείς και τις πολλές φιλοδοξίες για ρόλους και αξιώματα, είναι εύκολο να καταλάβει γιατί μέχρι στιγμής ο νέος φορέας κάνει κύκλους γύρω από την ουρά του. Η Κεντροαριστερά μπορεί πλέον να μην έχει πολλούς ψηφοφόρους, έχει όμως πολλά και καλά στελέχη πρώτης γραμμής. Κανείς από αυτούς δεν έχει την υπομονή να περιμένει. Θέλουν όλοι να γίνουν βουλευτές και πολλοί να βρεθούν σε κυβερνητικούς θώκους, μέσα από μια κυβέρνηση συνεργασίας ή μέσα από ένα μεγάλο συνασπισμό. Ασε που οι μισοί κοιτούν για την επόμενη μέρα προς τον Μητσοτάκη και οι άλλοι μισοί προς τον Τσίπρα.
Το πιο κρίσιμο στοίχημα που έχει να κερδίσει το Κίνημα Αλλαγής είναι να πείσει, στα σοβαρά, ικανό τμήμα ψηφοφόρων ότι αξίζει να είναι αυτόνομο κόμμα και όχι συμπλήρωμα του ενός ή του άλλου μεγαλύτερου κόμματος.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ που πρέπει να σχηματιστεί μετά τις εκλογές θα δείξουν τον δρόμο οι ψηφοφόροι στις κάλπες. Αν από τώρα ανοίξει τα χαρτιά της η ηγεσία του νέου φορέα θα αφανιστεί, καθώς οι μετριοπαθείς δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου θα συνθλιβούν με ευκολία στη μετωπική σύγκρουση Τσίπρα και Μητσοτάκη. Και αν διαπιστώσουν ότι το νέο κόμμα δεν έχει προοπτική, θα κατευθυνθούν σε έναν από τους δύο. Ή θα απέχουν. Δηλαδή, θα λακίσουν. Γιατί, όπως είπαμε, οι ψηφοφόροι δεν κληρονομούνται.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 25 Μαρτίου 2018.