ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του ‘70 το καλάθι της νοικοκυράς είχε 25 είδη – το πολύ. Οι παλαιότεροι το θυμούνται: Μακαρόνια, ρύζι, κριθαράκι, ζάχαρη, αλάτι, πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια, όσπρια, ντοματοπελτέ, παστό μπακαλιάρο, ένα εποχικό φρούτο, κρέας μια φορά τη βδομάδα… και αν. Τα χρόνια της ευημερίας, το καλάθι έγινε καρότσι του σούπερ μάρκετ που ξεχείλιζε. Συχνά δεν χωρούσε το ένα και γεμίζαμε και δεύτερο, καθώς φτάσαμε τα 160 είδη: Παντός είδους τρόφιμα και καλούδια, άπειρα είδη τυριών και αλλαντικών εισαγωγής και δεκάδες μικρά αντικείμενα της κουζίνας. Ειδικά καθαριστικά για το τηγάνι, την κατσαρόλα ,τον φούρνο και πάει λέγοντας. Εφευγε η νοικοκυρά από το σούπερ μάρκετ με καμιά τρακοσαριά ευρώ λογαριασμό. Και ακολουθούσε η λαϊκή, που γέμιζαν τα μπαλκόνια με πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, καρπούζια, σε απίστευτες ποσότητες που σχεδόν καμία οικογένεια δεν τις κατανάλωνε στο σύνολό τους μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Ενα μέρος των φρούτων κατέληγε πάντα στα σκουπίδια. Τα ανέκδοτα στις παρέες για τους Γερμανούς που ψωνίζουν δύο μήλα και δύο μπριζόλες, όσα χρειάζονται για την ημερήσια κατανάλωση, έδιναν κι έπαιρναν. Αισθανόμασταν όλοι σπουδαίοι μπροστά στα 30 πιάτα στην ταβέρνα, καθώς λέγαμε πόσο κουβαρντάδες είμαστε έναντι των μίζερων Κεντροευρωπαίων, που παραγγέλνουν στις διακοπές μια χωριάτικη στα δυο. Πράγματα γνωστά, τα έχουμε ζήσει όλοι. Τα έχουμε κάνει και τα έχουμε δει.
Η ΚΡΙΣΗ και η πολυετής χρεοκοπία έκαναν μεγάλες καταστροφές σε όλους, είτε ανήκαν στην περίφημη παλιά μεσαία τάξη, είτε ήταν εργαζόμενοι που ζούσαν αξιοπρεπώς, είτε φτωχοί. Ολοι έχασαν τον παλιό τρόπο ζωής. Κάποιοι τα έχασαν όλα και εξαθλιώθηκαν. Αυτή η περιπέτεια χωρίς τέλος έκανε σε εκείνους που είναι όρθιοι, με τον όποιον τρόπο, ένα μεγάλο καλό: Ακόμη και όσοι συνεχίζουν να διαθέτουν χρήματα για κατανάλωση, είναι προσεκτικοί όταν ψωνίζουν. Εάν καθίσεις ένα Σάββατο πρωί στη γωνία σε ένα σούπερ μάρκετ και παρακολουθήσεις τις συμπεριφορές των ανθρώπων, νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με έναν άλλον κόσμο που δεν σου θυμίζει σε τίποτε την ξιπασιά του παρελθόντος. Τα καρότσια με τα δεκάδες στοιβαγμένα προϊόντα, χρειαζούμενα και άχρηστα, σχεδόν όλα εισαγωγής, τα συναντάς σπάνια πια. Οι περισσότεροι ψωνίζουν με καλαθάκια και διαλέγουν προσεκτικά τα πράγματα που τους είναι απολύτως αναγκαία. Και δεν το κάνουν όλοι από ανέχεια, είναι μια νέα αντίληψη ζωής. Αυτό ήταν εμφανές φέτος και στα νησιά. Τα τσιμπούσια των Ελλήνων, με τις αστακομακαρονάδες μεσημέρι βράδυ και το… «φέρε μια απ’ όλα» είναι παρελθόν. Κάποιοι λίγοι διατήρησαν την παλιά συνήθεια στους κοσμικούς προορισμούς. Επιδειξίες, όμως, θα υπάρχουν πάντα. Το σημαντικότερο είναι ότι όλο και περισσότεροι καταναλωτές ψάχνουν τις ετικέτες και ζητούν ελληνικά προϊόντα χωρίς να έχει γίνει καμιά σπουδαία καμπάνια. Τους οδηγεί στην επιλογή το ένστικτο της επιβίωσης. Εγινε πια κατανοητό σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, μέσα από τα χιλιάδες πράγματα που έχουν ακουστεί όλα αυτά τα χρόνια ότι η χώρα για να επιβιώσει πρέπει να παράξει δικά της προϊόντα. Ετσι, χωρίς αμφιβολία, όταν το ελληνικό προϊόν έχει τιμή όμοια ή κοντινή με εκείνη του εισαγόμενου, οι περισσότεροι το προτιμούν. Αυτό δεν είναι μία εικασία, αποτυπώνεται σε έρευνες, των οποίων τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά για την αλλαγή συμπεριφοράς των πολιτών.
ΤΟ 82,3% των καταναλωτών βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα και τα προτιμά από τα εισαγωγής. Και το 90,7% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας. Ετσι, από τη συμφορά που ζούμε 8 χρόνια, κρατάμε ένα καλό. Η στροφή των πολιτών στα ελληνικά προϊόντα και η συνειδητοποίηση ότι αυτό αποτελεί πράξη ευθύνης, είναι σπουδαία αφετηρία για ένα νέο ξεκίνημα, που τα οφέλη του θα ορατά σε όλους όταν η χώρα επιστρέψει στην κανονικότητα.
ΘΑ ΠΕΙΤΕ, μα τι μας λες τώρα. Αυτά είναι ψιλή βροχή σήμερα. Η μείωση κατανάλωσης είναι κυρίως αποτέλεσμα της ακραίας φτώχειας. Δίκιο έχετε. Τα στοιχεία το μαρτυρούν. Δυστυχώς η επιστροφή στα ελληνικά προϊόντα και ο περιορισμός της ξιπασιάς, που δείχνουν ωριμότητα και πολιτισμό, δεν ισοσκελίζουν ως γεγονότα την καταστροφή της οικονομίας. Για να επιστρέψει η κατανάλωση στα λογικά πλαίσια, προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη, η οποία όλο και απομακρύνεται. Οι επενδυτές, αντί να συνωστίζονται στα σύνορα και εμείς να κάνουμε τους τροχονόμους, όπως περίμενε ο Τσακαλώτος, κοιτούν από μακριά, ενώ η χώρα διασύρεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης και χαρακτηρίζεται απαγορευτική επιλογή για επενδύσεις. Τι στην ευχή συμβαίνει; Ενώ ο πρωθυπουργός, μετά από ιδεολογικές περιπλανήσεις, είδε το φως το αληθινό και τώρα όπου δει πετυχημένη εταιρεία τρέχει και τη λιβανίζει, το κόμμα και το κράτος είναι αλλού για αλλού. Περιμένουν τα χρήματα να φυτρώσουν στα δένδρα. Αν υπήρχε τρίτος δρόμος για τον σοσιαλισμό, θα τον είχε βρει ο Ανδρέας πριν από 35 χρόνια, δεν θα περιμέναμε τους μετά Χριστόν προφήτες, ιδεοληπτικούς αξιωματούχους και εμμονικούς γραφειοκράτες-κρατικούς λειτουργούς. Στον ελεύθερο κόσμο, πλούτο φέρνει μόνο η αγορά. Και μόνον ο πλούτος διώχνει τη φτώχεια.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 08 Οκτωβρίου 2017.