Δικαιούται ένας πρωθυπουργός να θυμώνει;

Δικαιούται ένας πρωθυπουργός να θυμώνει, να αισθάνεται ότι αδικείται, να επιτίθεται φραστικά σε τμήμα της κοινωνίας και να αντιπαρατίθεται;

Επειδή είμαι της άποψης ότι ο λαός, δεν μου αρέσει η λέξη, αλλά θα την χρησιμοποιήσω σήμερα, επειδή λοιπόν πιστεύω ότι ο λαός δεν έχει πάντα δίκιο, θα πω ότι ναι, δικαιούται ένας πρωθυπουργός να θυμώνει δημόσια. Υπό δύο προϋποθέσεις όμως: ότι δεν θα έχει με την μέχρι τώρα παρουσία του, εκπαιδεύσει μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, σε λογική αμεσο-δημοκρατίας και δεν θα έχει πατήσει με τον πολιτικό του λόγο, εκείνο το όριο, δυσδιάκριτο αρκετές φορές, για την μετατροπή και με ευθύνη του, ενός λαού σε μάζα.

Σε μάζα άλογη και άρα εύπλαστη σε πολλά, μα πάρα πολλά ερεθίσματα.

Υπάρχει και μία άλλη προϋπόθεση: ότι και στην εκδήλωση ή στην ρητορική της έκφρασης του θυμού, θα τηρούνται και ορισμένα φραστικά όρια. Πολύ απλά γιατί όταν πάνω στον θυμό του ένας πρωθυπουργός λέει : «Όχι σε εμένα αυτά», η απάντηση που πιθανότατα θα δεχτεί, θα είναι «και γιατί όχι σε εσένα αυτά;»

Μερικές σκέψεις κάνω, για την χθεσινή εικόνα του πρωθυπουργού, από την Κρήτη και την αντιπαράθεσή του με αγρότες. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ορισμένες εικόνες, είναι πολύ δυνατές, τόσο δυνατές που υπερβαίνουν και τον λόγο και που τελικά επιδέχονται και ερμηνειών και συμπερασμάτων.

Ο κ. Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος, είμαι βέβαιη ούτε ο τελευταίος πρωθυπουργός, που βλέπει, αισθάνεται, το άστρο του να δύει, την αποδοχή του να ελαχιστοποιείται, τον λόγο του να κατεβαίνει δύσκολα πια, στο εκλογικό σώμα. Έχει συμβεί και σε προκατόχους του, θα συμβεί και σε διαδόχους του, έτσι είναι η πολιτική, έχει γυρίσματα.

Υπάρχει όμως μια διαφορά. Ο τρόπος που μεταβολίζει ένας πρωθυπουργός την ήττα. Την επερχόμενη για να συνεννοηθούμε. Και αυτό γιατί πέρα από το γεγονός ότι κάνει την ποιοτική διαφορά, αποκαλύπτει και το εύρος της προσωπικής πολιτικής συγκρότησης.

Κακά τα ψέματα, όλα πολιτική είναι. Και είναι υψηλού επιπέδου πολιτική, η εικόνα ενός ηγέτη συντετριμμένου, αμήχανου, θλιμμένου, χωρίς απαντήσεις σε δραματικά ερωτήματα, έπειτα από μια τραγωδία. Στην Καγκελάριο Μέρκελ, αναφέρομαι και στη φράση κλειδί, στο χθεσινό της διάγγελμα. «Αναρωτιέμαι κι εγώ» είπε. Τίποτα πιο δυνατό, πιο καταιγιστικό, πιο σπουδαίο. Ο αρχηγός ενός κράτους, να μοιράζεται με τον λαό του την οδύνη του και να θυμώνει με την αδυναμία του να δώσει απαντήσεις.

της Νόνης Καραγιάννη