του Σπύρου Ι. Φλογαΐτη
Αν και το σπίτι μας βρίσκεται στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, για κάποιον λόγο που δεν γνωρίζω, η οικογένειά μας ανήκει στην ενορία των Αγίων Αναργύρων. Έτσι, μας έγραψαν στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Λευκάδος. Η πόλη είχε όλα κι’ όλα δυο σχολεία, συστεγαζόμενα, σε ένα κτίσμα με χίλια προβλήματα, στατικά κυρίως, και μια τεράστια αυλή, τουλάχιστον για τα παιδικά μας μάτια. Το πρώτο πράγμα που μαθαίναμε στο σχολείο ήταν η αντισεισμική προστασία, αφού έκανε ασταμάτητα σεισμούς, ενώ υπήρχε φόβος να πέσει το κτίριο στα κεφάλια μας. Πάλι για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω, τα παιδιά του 1ου Σχολείου θεωρούσαν εμάς τους άλλους παρακατιανούς, αλλά και εμείς με τη σειρά μας λέγαμε ότι είχαμε καλλίτερους μαθητές από αυτούς.
Το πρωϊνό ξύπνημα δεν ήταν και το πιο απλό πράγμα του κόσμου, γιατί τα σπίτια δεν θερμαινόντουσαν σωστά και η έξοδος από την θαλπωρή του κρεβατιού στην υγρή ατμόσφαιρα ήθελε έναν ηρωισμό, που δοκιμαζόταν κάθε μέρα στο παραπέντε. Ευτυχώς, που το σχολείο ήταν κοντά και τρέχοντας μόλις προλάβαινα την πρωινή προσευχή. Προηγουμένως, άγρια χαράματα, είχε περάσει η γαλατού, όπως λέγαμε, από το σπίτι και με ένα μπακράτσι η μάνα μου είχε πάρει το γάλα, φρεσκότατο, που άχνιζε μοσχοβολώντας, όπως είχε έλθει από το Ξηρόμερο μπονώρα. Θυμάμαι την παχιά πέτσα από βούτυρο, που τόσο μου άρεσε, αν και συνήθως τα παιδιά θεωρούσαν μαρτύριο την υποχρέωση να πιούν το πρωινό γάλα τους.
Φορούσαμε την ποδιά, αυτό το θαυμαστό φόρεμα που εξασφάλιζε την απαραίτητη για τη σχολική πειθαρχία ισότητα, και επειδή συνήθως έβρεχε ασταμάτητα, από πάνω βάζαμε τον μουσαμά και στα πόδια γαλότσες. Ο πατέρας μου είχε παρακαλέσει την καθαρίστρια του σχολείου, μια καλή γυναίκα που μας αγαπούσε, την κυρία Ελένη, να μας προσέχει με το τέλος του σχολείου, ιδίως τα βράδια, για να μην ξεχνάμε να φοράμε τον μουσαμά και τις γαλότσες.
Μετά την πρωινή προσευχή, ακολουθούσε η υποχρεωτική διανομή γάλακτος. Μπαίναμε στη σειρά, και με το τσίγκινο ή εμαγιέ κύπελο στο χέρι, έπρεπε να πάρουμε γάλα, που είχε φτιαχτεί με σκόνη, και ένα κομμάτι τυρί, γκούντα πρέπει να ήταν. Το δυστύχημα ήταν, ότι εκείνα τα παιδιά που έπρεπε κατ’ εξοχήν να πιούν το γάλα, το χύνανε αμέσως μετά, είτε γιατί δεν είχαν εξοικειωθεί με το γάλα, είτε γιατί έπρεπε να δείξουν ότι ήταν άντρες.
Στην πρώτη τάξη είχαμε για δασκάλα την κυρία Ελπίδα. Μια όμορφη γυναίκα, αφοσιωμένη στη δουλειά της, όπως όλοι άλλωστε οι δάσκαλοί μας οφείλω να υπενθυμίσω, αλλά που μας τσάκιζε κυριολεκτικά στο ξύλο. Η έδρα ήταν από κάτω σωστό οπλοστάσιο με βέργες, βίτσες, καδινέλλες, όλων των ειδών και διαστάσεων. Όταν η βέργα έσπαγε επάνω σου, είχες υποχρέωση την άλλη μέρα να την αντικαταστήσεις. Εκείνη τη χρονιά απέκτησα τους πρώτους φίλους μου, και, αν και ο παλαιότερος φίλος μου είναι ο Τάκης Σταματέλλος, θέλω σ’ αυτό το σημείο να θυμηθώ τον Κοκοβιό, το τόσο καλό παιδί που όλοι αγαπούσαμε, και ο οποίος δεν μπορούσε να περάσει την τάξη. Με το καλό του διάβα στη ζωή απέδειξε αργότερα, ότι δεν έφταιγε αυτός αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η κυρία Ελπίδα με αγαπούσε πολύ, αλλά με τον τρόπο της. Μια μέρα, με άρπαξε από το αυτί και με κρατούσε κυριολεκτικά κρεμασμένο στον αέρα. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό μου δημιούργησε απόστημα στο αυτί, και, παρ’ ότι, όπως αργότερα κατάλαβα, ήταν οικογενειακοί φίλοι του πατέρα μου, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί.
Πρέπει να πω ότι εκείνη τη χρονιά, κυρίως στο πρώτο μέρος της, πέρασα πολύ καλά, γιατί η μάνα μου είχε πάει στην Αθήνα να κάνει μιαν εγχείρηση. Είχε έλθει στο σπίτι μας λοιπόν η γιαγιά μας Σπυριδούλα από τη Ζαβέρδα, να βοηθήσει γενικά την κατάσταση. Ο πατέρας μου όμως με έπαιρνε, όπως του άρεσε, από το χέρι και με γύρναγε στα καφενεία, πράγμα που, όσο και αν μου έμεινε αξέχαστο και μου προσέφερε μοναδικές εμπειρίες και αναμνήσεις, είχε ως αποτέλεσμα να μένω αδιάβαστος. Θυμάμαι λοιπόν ότι κάθε βράδυ, για να σωθεί η κατάσταση, η γιαγιά μου και η ανεψιά της, η θεία Σοφία, του Τάκη Καλού, πέφτανε επάνω καταπάνω να γράψουμε τις αναρίθμητες σελίδες που μας βάζανε να γράφουμε με το α, το β, κλπ., για να μάθουμε καλλιγραφία! Όταν ήλθε η μάνα μου, έπεσε κυριολεκτικά να πεθάνει από την κατάσταση που βρήκε.
Στην Δευτέρα είχαμε δάσκαλο τον Ροντογιάννη. ‘Όταν επέστρεψα σπίτι από το πρώτο μάθημα και με ρώτησε η μάνα μου για τον δάσκαλο, το μόνο που ήξερα να της πω ήταν ότι είχε πολύ μεγάλα μουστάκια. Με αγαπούσε πολύ και με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα, κυρίως γιατί είπε στον πατέρα μου πως μια μέρα θα γίνω σπουδαίος και να με στηρίζει στο δρόμο μου. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα να ηχεί αυτή φράση στ’ αυτιά μου, και δεν ξέρω αν έγινα ή αν θα γίνω σπουδαίος, κατάλαβα όμως αργότερα τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί για να στηρίζουμε τα παιδιά.
Από αυτή τη χρονιά θυμάμαι έντονα το νέο φίλο που απόκτησα, τον Στάθη Χαμοσφακίδη, που είχε έλθει από την Αθήνα και του άρεσε να είναι και λίγο μαγκάκι, μια έννοια που ήταν πρωτόγνωρη για μας τα λευκαδιτόπουλα. Έχω και μια χαρακτηριστική φωτογραφία, την οποία κράτησα σαν φυλαχτό, αν και ο ίδιος δεν απεικονίζομαι σ’ αυτήν. Σήμερα είναι μαζύ με άλλες μου φωτογραφίες αναρτημένη στην προσωπική μου ιστοσελίδα της Νομικής Σχολής του Καίμπριτζ, για να γνωρίζει η οικουμένη εκείνη την παρέα στο λησμονημένο νησί της Λευκάδας, που έβγαλε παρ’ όλες τις δυσκολίες καλούς ανθρώπους, και που πρόκοψαν όλοι, ο καθένας στον δρόμο που διάλεξε ή τον έφερε η ζωή. Είναι εκεί ο Χρίστος Φίλιππας, ο Νίκος Φαγωγένης, ο Σπύρος Κουτρόπουλος, ο Αντώνης Κατωπόδης, ο επιλεγόμενος Σκουράτζος, ο Λουκάς Νησιώτης, ο επιλεγόμενος Μουτρούκαλης, ο Κώστας Αργύρης και οι άλλοι που αναφέρω στο ξετύλιγμα αυτής της εποχής.
Στην Τρίτη και την Τετάρτη, είχαμε για δασκάλα την κυρία Γιωργία. Ήταν ευτραφής, και σε ό,τι με αφορά, το πρόβλημά μου ήταν ότι έπρεπε να κάνω χειροτεχνία, που, για κάποιο λόγο που μου παραμένει ανεξήγητος, αρνούμουν να κάνω. Θυμάμαι ακόμα την ημέρα της εξέτασης, στο τέλος του χρόνου, που είχα μόνο πενιχρά αποτελέσματα να παρουσιάσω, χωρίς όμως και να θέλω να διορθωθώ. Από αυτή την περίοδο θέλω να θυμηθώ τον φίλο μου τον Πάνο Ζαβιτσάνο, που είμαστε μαζύ στο μαθητικό προεδρείο, εγώ πρόεδρος και αυτός ταμίας!
Ο πατέρας μου είχε μανία με τα γράμματα. Δεν έπαυε να μας λέει ότι υπήρξαμε πάντοτε οικογένεια των γραμμάτων και για να μας το βάλει καλά στο μυαλό, είχε κάνει συμφωνία με τον φίλο του, μαραντοχωρίτη κι’ αυτόν στην καταγωγή, βιβλιοπώλη Γιάννη Κονιδάρη που ήταν στην αγορά κοντά στον Άη Νικόλα, εκεί που έψενε μεζέδες ο Φαγωγένης, να αγοράζουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς κανένα περιορισμό, και αυτός θα περνούσε κάποια στιγμή να τα πληρώσει. Ποτέ δεν μας ξίπασε σε άλλους τομείς, αλλ’ αντιθέτως μας μετέδωσε την αγάπη του για τους βιοπαλαιστές, τους απλούς ανθρώπους και τους ξωμάχους της ζωής. Τώρα που μεγαλώσαμε, ο παλιός μου καλός φίλος από το Γυμνάσιο, ο Κώστας Χόρτης, ο επιλεγόμενος Κένεντυ, μια μέρα μου είπε κάτι που δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είμαι βέβαιος, πόσο γλυκά το άκουγα στ’ αυτιά μου, μου είπε δηλαδή ότι όταν είμασταν συμμαθητές, νέα παιδιά, κανείς δεν είχε φανταστεί ότι καταγόμουν από παλιά οικογένεια που είχε τη δική της διαδρομή.
Στην Πέμπτη Δημοτικού, τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί η τάξη ήταν κομβικής σημασίας στο τότε σύστημα εκπαίδευσης, αλλά και γιατί είχαμε τον πιο δύσκολο, έτσι λέγανε τότε, δάσκαλο, τον κύριο Τιμολέοντα, τον επιλεγόμενο Μολιό. Επιπλέον, ο Μολιός θεωρούσε τίτλο υπερηφάνειας ότι δεν έβαλε ποτέ 10 σε κανένα μαθητή και εγώ σ’ αυτό το σημείο ήμουν κακομαθημένος, αφού μου άρεσαν τα γράμματα, αλλά και οι δάσκαλοι με πρόσεχαν και με στήριζαν. Ίσως ο μεγαλύτερος τίτλος τιμής της ακαδημαϊκής μου διαδρομής είναι ότι ο κύριος Τιμολέων εκείνη τη χρονιά μου έδωσε ενδεικτικό με 10.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω πόσο μύθος ήταν η γενική αντίληψη ότι διάβαζα πολύ. Μου άρεσαν τα γράμματα, αλλά μου άρεσε να διαβάζω στην τραπεζαρία, εκεί που δεν υπήρχε ποτέ πράγματι ησυχία. Μου άρεσε, γιατί ερχόταν διάφοροι άνθρωποι να μας επισκεφθούν, έτσι απλά, όπως γινόταν τότε, περνούσαν από το σπίτι, ανεβαίνανε στον τρίτο όροφο που μέναμε και συζητούσανε με τη μάνα μου τα ζητήματα της ζωής, αφού εθεωρείτο ότι ως γυναίκα δικηγόρου, κάτι παραπάνω θα ήξερε. Η τραπεζαρία εκείνη υπήρξε για μένα μεγαλύτερο σχολείο από το πραγματικό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνες τις συζητήσεις που παρακολουθούσα ενώ διάβαζα, από απλές ή λιγότερο απλές, σοφές γυναίκες μιας άλλης εποχής, που όταν ο άντρας τους δεν έπινε και δεν κάπνιζε πολύ τους αρκούσε για να είναι ευτυχισμένες, γιατί όταν έπινε τις χτυπούσε και όταν κάπνιζε πολύ δεν μένανε λεφτά για το σπίτι. Μπορεί, αν και ποιος ξέρει, αυτές οι γυναίκες να μην ήταν οι ηρωίδες του μεγάλου έρωτα, ήταν όμως οι ηρωίδες της ζωής, που κράτησαν τα σπίτια τους μέσα σε χίλιες δυσκολίες, με ανέχεια, και ήταν ευτυχισμένες να αναθρέφουν καλά και προκομένα παιδιά.
Η Έκτη ήταν λίγο πολύ αυτό που λέγαμε πράγματι τότε ξεσκόλισμα. Δάσκαλός μου ήταν ο κύριος Γουρζής. Εκείνο όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ από αυτή τη χρονιά ήταν μια συζήτηση που είχα με τον παιδικό μου φίλο Σπύρο Μαλακάση, που αργότερα τον είπανε Λοσάντα. Έχοντας τα γράμματα ως μια αυτονόητη διαδικασία, όπως με μεγάλωσαν στο σπίτι μου, συζητούσα μαζύ του για το μέλλον, θεωρώντας αυτονόητο ότι θα πήγαινε για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο, όπως γινόταν τότε, καθόσον μάλιστα ήταν ένας πολύ σοβαρός και καλός μαθητής. «-Σπύρο, μου είπε προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν θα πάω στο Γυμνάσιο. Είναι καλλίτερα για μένα να μάθω μια τέχνη και να ζήσω μ’ αυτήν». Ο Σπύρος δεν ήξερε ότι μιλώντας μου τόσο ώριμα, με ωρίμαζε και μένα σε μονοπάτια της ζωής που μου ήταν άγνωστα, και το θυμάμαι πάντα, τιμώντας ένα παιδί που είχε τα πνευματικά φόντα, τουλάχιστον αυτό θυμάμαι, να γίνει ό,τι θα ήθελε.
Θέλω να κλείσω αυτό το χρονικό, ενθυμούμενος τον συμμαθητή μου που με αγαπούσε ίσως περισσότερο από όλους, αγαπούσε άλλωστε και όλο τον κόσμο, το λαμπρό παιδί με το μεγάλο ανάστημα, τον άκακο άνθρωπο, που έτρεχε πάντα να με βοηθήσει όταν άλλα παιδιά μου φέρονταν άσχημα, και έβαζε τον εαυτό του ως αυτόκλητη προστασία στο αδύνατο και αδύναμο παιδί που ήμουνα, χωρίς να του το ζητάω, αλλά μόνο και μόνο γιατί έτσι θεωρούσε πως ήταν σωστό στο δικό του σύστημα αξιών: τον Πλάτωνα, το καλό παιδί που πήγε χαμένο στο άνθος της νιότης του, από ένα ποδοσφαιρικό ατύχημα. Αν αυτό είναι παρηγοριά, τουλάχιστον μου επέτρεψε η ζωή να είμαι στην κηδεία του και να του ανταποδώσω την παιδική του αγάπη με την οδύνη μου, του πιο αδικοχαμένου από τους παιδικούς μου φίλους.