Εκλογές, ασυγκίνητες

Οταν η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση από «μητέρα των μαχών» μετατρέπεται σε έκφραση του αδιεξόδου των πολιτών

του Παύλου Τσίμα

Οσοι έχουμε το επαχθές προνόμιο μιας κάποιας ηλικίας θυμόμαστε εποχές όπου οι εκλογές ήταν μια υπόθεση πάθους. Πλησίαζε η ώρα της κάλπης και η αγωνία σ’ έπιανε από τον λαιμό. Λίγοι κατάφερναν να μείνουν ασυγκίνητοι, αδιάφοροι. Λίγοι ήταν κι εκείνοι που δίσταζαν, ταλαντεύονταν, δεν ταυτίζονταν ψυχή τε και σώματι με την πολιτική τους επιλογή.
Εχω μια προσωπική ανάμνηση, την πρώτη εκλογική μου εμπειρία. Ηταν οι διπλές εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964, ήμουν μαθητής του δημοτικού και μου επέτρεψαν να ξενυχτήσω κι εγώ δίπλα στο ραδιόφωνο, να ακούω τη βαριά, κάπως ένρινη φωνή του εκφωνητή να αναγγέλλει «έλαβον» και να ξεκουράζω πότε πότε το χέρι του οικογενειακού μας Ηλία Νικολακόπουλου, που κατέγραφε σε κόλλες αναφοράς, σε προσεκτικά προετοιμασμένες στήλες, τα αποτελέσματα κάθε εκλογικού τμήματος, ώστε να μαντέψει εγκαίρως τον νικητή. Θυμάμαι τους μεγάλους, μαζεμένους γύρω από το ραδιόφωνο, αμίλητους, σαν να περιμέναν τη Δευτέρα Παρουσία.
Ζήσαμε εκλογές πάθους και συγκίνησης και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αλλά όπως λένε οι πολιτικοί επιστήμονες, από τη δεκαετία του ’90, μετά το anno mirabilis 1989, όπου συνέπεσε η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου με το πρώτο ρήγμα της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα στην Αθήνα, το κλίμα άλλαξε. Τα κομματικά πάθη ξενέρωσαν, οι πολιτικές ταυτίσεις έγιναν πιο δύσκολες και οι εκλογές έγιναν, για όλο και περισσότερους, από υπόθεση πάθους, υπόθεση δύσθυμης επιλογής του μικρότερου, κάθε φορά, κακού.
Η μεγάλη κρίση προς την οποία πορευόμασταν ανέμελοι από το 2007 τουλάχιστον, μέχρι να ξεσπάσει με κρότο πάνω στο κεφάλι μας το 2010, δεν άλλαξε αυτό το κλίμα. Ισα ίσα. Το έκανε χειρότερο. Στις πρώτες εκλογές, τον Μάιο του 2012, ψηφίσαμε με θυμό Αργεντινής, αλλά δώσαμε στα κόμματα ποσοστά Βελγίου. Περί το 18% στο πρώτο κόμμα, περί το 16% στο δεύτερο. Κι έπειτα, στις εκλογές του Ιουνίου, το εκλογικό σώμα ψήφισε «με τα πόδια», πριν καν πάει στις κάλπες. Με τις καταθέσεις που αποσύρονταν από τις τράπεζες, με ρυθμό καταιγίδας, όσο πλησίαζε η Κυριακή.
Καθώς, λοιπόν, φτάνουμε στο νέο εκλογικό ραντεβού, που είχε διαφημιστεί ως «η μητέρα των μαχών», το «ή ταν ή επί τας» της ζωής μας, ένα αληθινό «δημοψήφισμα», κάθε μέρα που περνά επιβεβαιώνει και περισσότερο ότι αντί πάθους και αγωνίας μάς τριγυρίζει η αμηχανία, η δυσθυμία, η απογοήτευση που μεταμφιέζεται σε αδιαφορία ενός εκλογικού σώματος που δυσκολεύεται να διαλέξει. Και που αποστρέφεται αυτό το φθηνό σίκουελ της παλιάς υπερπαραγωγής του δικομματισμού.
Απόδειξη πως τα δύο «μεγαλύτερα» κόμματα κινούνται στις δημοσκοπήσεις (με όση επιφύλαξη κι αν πρέπει να διαβάζει κανείς δημοσκοπήσεις) σε ποσοστά Μαΐου 2012, με αντεστραμμένη, απλώς, την σειρά του πρώτου και του δεύτερου. Απόδειξη, επίσης, πως δεν πρόλαβε να ξεμυτίσει ένα νέο πολιτικό σχήμα, που προβάλλει ως αρετή του την απόσταση που το χωρίζει από ολόκληρο το υπαρκτό κομματικό σύστημα, και οι ίδιες δημοσκοπήσεις το ραίνουν με ποσοστά έως και διψήφια. Απόδειξη πως (στις δημοσκοπήσεις και πάλι) την εμπιστοσύνη φαίνεται να κερδίζουν όχι οι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες που εκφωνούν πολιτικά συνθήματα, αλλά χαμηλών τόνων και όσο γίνεται μακράν κομμάτων υποψήφιοι που έχουν δώσει κάποιο διαχειριστικό δείγμα γραφής.
Ούτε οι ηγέτες που διεκδικούν την εμπιστοσύνη μας ούτε οι ιδέες που μας προτείνουν μάς συγκινούν τόσο ώστε να ξεχυθούμε στις πλατείες ζητωκραυγάζοντας. Ούτε και η Ευρώπη, η οποία, όπως λέει ο Σόρος, έχει μετατραπεί «από εθελοντική ένωση ισότιμων κρατών σε μια σχέση πιστωτών – οφειλετών, που δεν είναι ούτε εθελοντική ούτε ισότιμη» και πολιορκείται από έναν ακροδεξιό αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό καταφέρνει να μας ξεσηκώσει σε μια μάχη να την υπερασπιστούμε.
Κι αν αυτό το κλίμα ήταν προϊόν ωριμότητας μιας κοινωνίας πολιτών που έχει αρκετή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και στην αυτοοργάνωσή της ώστε να απομυθοποιεί και να εξορθολογίζει τη διαδικασία επιλογής πολιτικών εκπροσώπων θα μπορούσαμε να νιώθουμε περήφανοι που ενηλικιωθήκαμε πια. Μα, δυστυχώς, νομίζω πως το κλίμα αυτό μυρίζει λιγότερο ενηλικίωση και περισσότερο ορφάνια…