της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Κάθε που φτάνει ένα καινούργιο βιβλίο και ψηλώνουν γύρω μου οι πυργίσκοι απ’ τ’ αδιάβαστα, παθαίνω πανικό. Πού βρίσκεται ο κόσμος; Μπροστά ή πίσω από τα οχυρωματικά έργα του γραφείου μου; Αλλοτε πέφτω μαχόμενη κι άλλοτε υψώνω λευκή σημαία. H περίπτωση του Κουφοντίνα-συγγραφέα με πάει όμως αλλού γι’ αλλού και συγκεκριμένα στα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα, που τα ‘ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι, στη θάλασσα εκεί τη ρηχή, τη ρηχότατη, τότε που έκανα editing σε δημοσιογραφικά κείμενα άλλων. Πώς να εξηγήσεις σε πρωτοεμφανιζόμενο γραφιά ότι άλλο το ρεπορτάζ κι άλλο το γουέστερν σπαγγέτι, άλλο η συνέντευξη κι άλλο το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;». Είναι πασιφανές. Δεν έκανα καθόλου καλά τη δουλειά μου, ήρθε όμως η ώρα να επανορθώσω. Οχι, κύριέ μου, δεν είναι αυτοβιογραφία ή χρονικό το «Βουτήξαμε πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ανταλλάξαμε πυροβολισμούς. Ο καουμπόης καλύφθηκε. Νομίζω τον πήρε μια σφαίρα». Αμα είναι έτσι, προτιμώ χίλιες φορές το «Τολμώ» της αείμνηστης Σπεράντζας Βρανά. «Στην αρχή μού έκανε τον πολύ ερωτευμένο. Οσο η σχέση μας έδενε πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. Ολα αυτά τα μικροκαυγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια, μέχρι και ξύλο έπεσε στον πρώτο μας καυγά». Αυτό κι αν είναι ένοπλος αγώνας, μάγκα μου.