Ιωάννης Καποδίστριας: Ο Άγιος της Πολιτικής & Θεσμοδότης του Ελληνικού Κράτους (Β’ Μέρος)

Η αρωγή στον Αγώνα του Γένους

*του Χρήστου Γκιάτα

Η Φιλική Εταιρεία – Η αρωγή στον Αγώνα του Γένους

Στην Οδησσό, παράλια πόλη στη σημερινή Ουκρανία και εμπορικό κέντρο της Μαύρης Θάλασσας, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία, μια ελληνική μυστική οργάνωση, τεκτονικής μορφής, κατά τα πρότυπα του Ιταλικού Καρμποναρισμού, προσανατολισμένη στην ηθική και υλική προπαρασκευή του ελληνικού ξεσηκωμού.

Η μυστική συλλογικότητα με πρωτεργάτες, το Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθο, άνδρες μεσαίου κοινωνικού κύρους εντός της ελληνικής εμποροκρατίας και φλογερού επαναστατικού φρονήματος, συνένωσε την πίστη της απελευθέρωσης, μύχια έφεση του Έθνους. Κλιμακωτά, υπό τον αυστηρό συντονισμό της αοράτου και μυστικής «Αρχής», τόσο πολυπρόσωπης μα και τόσο ευρέως επτασφράγιστα ανώνυμης, η παράνομη Εταιρία ανέπτυξε ένα εκτενές συνωμοτικό δίκτυο μυημένων ένορκων μελών συγκροτώντας πυρήνες σε όλο το μήκος και πλάτος του ελληνικού χώρου.

Ασφαλώς, η συνωμοτική δραστηριότητα είχε περιέλθει εις γνώσιν του Καποδίστρια ήδη εκ της συστάσεως της Φιλικής Εταιρίας και σκοπίμως ο Υπουργός Εξωτερικών τη συγκάλυψε παρέχοντας της κρατική υπόθαλψη. Περαιτέρω, το ύπατο χαρτοφυλάκιο στη ρωσική κρατική ιεραρχία ομού με το πολιτικό του εκτόπισμα στην ομόδοξη αυτοκρατορία διέδιδαν τον υπαινιγμό της ρωσικής αιγίδας ευνοώντας το ζηλωτικό οπτιμισμό. Στους κόλπους της εταιρίας είχε προσηλυτιστεί ο αδελφός του Βιάρος Καποδίστριας, γερουσιαστής στην Κέρκυρα, το 1818.

Λόγω αξιώματος ο Καποδίστριας, δεν εδύνατο να ενταχθεί εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμανε ρήξη με τον Τσάρο και αποκάλυψη της εταιρίας στους άγρυπνους φρουρούς της Ιεράς Συμμαχίας. Ας μην λησμονείται ότι οι κινήσεις του Καποδίστρια παρακολουθούνταν στενά από την αυστριακή μυστική αστυνομία, ένας κλοιός που τον οδήγησε να επιπλήξει δριμύτατα τον άσκεπτο Νικόλαο Γαλάτη, άτακτο μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ο οποίος διατυμπάνιζε την ύπαρξη της.

Λίγο αργότερα το Σεπτέμβριο του 1818 όποτε η Εταιρία είχε λίαν ανθίσει, τα μέλη της «Αρχής» στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν να προσφέρουν την ηγεσία, ακριβέστερα τη Γενική Επιτροπεία των Αρχηγών, στον Καποδίστρια και ανέθεσαν στον Ξάνθο την αποστολή να τον συναντήσει.

Ο φιλόδοξος σχεδιασμός της εταιρίας έγκειτο σύμφωνα με τον συλλογισμό των αρχηγών, στη μόχλευση ρωσοτουρκικού πολέμου με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης και την ανάμιξη σε αυτή του Καποδίστρια. Τούτου δοθέντος, με την πάροδο ενός έτους, τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1820, ο Ξάνθος, με συστατική επιστολή του Άνθιμου Γαζή, είχε στην Αγία Πετρούπολη δυο μυστικές συναντήσεις με τον Καποδίστρια, τον ενημέρωσε περι της Εταιρίας και την κατάσταση της και προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει την ηγεσία της. Συνετά ποιών ο κόμης έκρινε τελικά, ότι το συμφέρον του Έθνους επέβαλε να μη δεχθεί.

Ο Υπουργός εξωτερικών εγίγνωσκε φυσικά την ανυπαρξία ρωσικής υποκίνησης όπως επίσης τις δυσμενείς διαθέσεις του Τσάρου προς οποιαδήποτε επανάσταση. Μάντευσε φυσικά τους υποδόριους σκοπούς των Φιλικών, σχετικώς με την εξώθηση ρωσικής εμπλοκής στις Επαναστατικές Επιχειρήσεις, αλλά κατανοούσε την ουτοπική ματαιοπονία. Ευλόγως εφεκτικός, προέτρεπε σε παρελκυστική αναβολή έως ότου ωριμάσει η τοξική διεθνής συγκυρία.

Εν τω μεταξύ στη περίοδο 1815-1818 επήλθε μεταβολή στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων με τη Συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας και την Τετραπλή Συμμαχία. Πενταπλή από το 1818, δημιουργώντας στην Ευρώπη καθεστώς πολέμιο και εχθρικό προς έκαστη επαναστατική κίνηση.

Η εθνεγερσία θα ευρισκόταν αντιμέτωπη ουχί μόνο έναντι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της μανιώδους αντίδρασης των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Έκδηλα λοιπόν, ο λόγος υπαγορεύων τη μη ανάμιξη του Καποδίστρια ήταν η εκ των προτέρων καταδίκη του ελληνικού αγώνα, που θα εμφανίζονταν ως ρωσική επιχείρηση προκαλώντας την εχθρότητα των αντιζήλων της Ρωσίας λοιπών Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Εξ άλλου, θεώρησε ότι επιτάσσονταν να διατηρήσει την υψηλή θέση στη ρωσική κυβέρνηση, ίνα υπηρετήσει το Έθνος εισερχόμενο σε αγώνα κεφαλαιώδη για την ιστορική του ύπαρξη.

Σκέψη που επαληθεύθηκε αργότερα όταν ως υπουργός εξωτερικών έσωσε τη ζωή της νεοφυούς επανάστασης στο Συνέδριο του Λάυμπαχ. Με πλάγια υπόδειξη του Καποδίστρια, ο Ξάνθος στράφηκε προς άλλον επιφανή Έλληνα στην υπηρεσία της Ρωσίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος αφότου συμβουλεύτηκε τον Κερκυραίο όπως γράφει ο Ι. Φιλήμων, υπέγραψε περιχαρής στις 12 Απρίλιου 1820 το πρακτικό αναλήψεως της Φιλικής Εταιρίας.

Ο Καποδίστριας σώζει την Επανάσταση. Το συνέδριο του Λάυμπαχ

Ο γενναίος μονόχειρας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εκίνησε από το Κισνόβιο, το Φλεβάρη του 1821, εσπευσμένα για το Ιάσιο, με απώτερη στόχευση την κήρυξη της παλιγγενεσίας στη Μολδοβλαχία, περιοχή αποστρατιωτικοποιημένη δίχως δυνατότητα διέλευσης οθωμανικών δυνάμεων, κατά τον στρατηγικό εγχείρημα της Φιλικής Εταιρίας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 διέβη τον ποταμό Προύθο αποβιβάζοντας την φρουρά του στο μολδαβικό έδαφος.

Δυο μέρες αργότερα με την άφιξη του στο Ιάσιο, κυκλοφορεί την περίφημη προκήρυξη «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» διατρανώνοντας τον υπέρ πάντων αγών της ελευθερίας του σκλαβωμένου χριστιανικού έθνους απευθύνοντας κάλεσμα ξεσηκωμού. Σχεδόν αμέσως, ο Υψηλάντης, γνωρίζοντας άριστα ότι ο Αγώνας επιζητούσε διπλωματικό υποστύλωμα, συντάσσει δύο επιστολές μια στον Τσάρο Αλέξανδρο και μια στο Καποδίστρια. Δυστυχώς όμως, οι επιστολές έφθασαν σε χρόνο και χώρο εξαιρετικά δυσμενή και ακατάλληλο.

Στο Λάυμπαχ είχαν συγκληθεί από τον Ιανουάριο 1821 οι Ηγεμόνες της Πενταμελούς Συμμαχίας μεταφέροντας τη Συνδιάσκεψη του Τροππάου. Οι Αυτοκράτορες της Αυστρίας, της Ρωσίας, ο βασιλεύς της Πρωσίας, οι αρμόδιοι υπουργοί τους και αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Βρετανίας. Το αντικείμενο της Διάσκεψης ήταν η εξόντωση του επαναστατικού πνεύματος στην Ευρώπη. Πρωτύτερα είχαν κατασταλεί αιματηρά εξεγέρσεις στην Ισπανία και τη Νάπολη ενώ η στάση του Συντάγματος Συμεωνόφσκη στην Αγία Πετρούπολη θορύβησε τον Τσάρο. Κατά εωσφορική σύμπτωση, την είδηση της Επανάστασης του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες συνοδεύει η πληροφορία περί εξέγερσης στο Πεδεμόντιο.

Ήταν απείρως εύκολο, για τον Μέττερνιχ να επιβάλλει την αντίληψη του παρουσιάζοντας την επανάσταση του Υψηλάντη τμήμα ενιαίου και συντονισμένου τόξου διασάλευσης της ευρωπαϊκής νομιμότητας. Οι σύμμαχοι απαιτούν πειστήρια «φρονημάτων» και προσήλωσης του Τσάρου στην Ιερά Συμμαχία.

Τα βέλη στρέφει ο Μέττερνιχ εναντίον του Καποδίστρια κατηγορώντας τον ως ηθικό αυτουργό. Υπό την ανωτέρω ατμόσφαιρα ο Τσάρος, σαν έτοιμος από καιρό, αποδοκιμάζει τον Υψηλάντη με διάταγμα και ο Υπουργός Εξωτερικών πυροσβεστικά του στέλνει επιστολή. Τούτη η επιστολή, μεστή υπονοούμενων υπέρ του αγώνα, αποτελεί μελέτη πολιτικής επιστήμης, δείγμα ασύλληπτης διπλωματικής ευστροφίας. Με την πολιτική ουδετερότητας της Ρωσίας εξανεμίστηκε κάθε προσδοκία εφαρμογής της ανατολικής πολιτικής που υπολόγιζε η Φιλική Εταιρία.

Οι Αυστριακοί κατευνάζονται. Ταχεία θέτουν ζήτημα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης προς ισοπέδωση της Επανάστασης. Τον Απρίλιο του 1821 και ενώ είχε εκδηλωθεί η Ελληνική Επανάσταση στη Πελοπόννησο, στο περιθώριο της Συνεδρίασης γνωστοποιούνται οι σφαγές και ωμότητες των Τούρκων με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Εθνομάρτυρα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε’ στην Κωνσταντινούπολη προκαλώντας διάχυτο αποτροπιασμό

Ο Κερκυραίος υπουργός πραγματοποίησε διπλωματικό rois mat διασώζοντας τελευταία στιγμή την παρτίδα της ελληνικής επανάστασης καθώς αξιοποίησε το αποκρουστικό γεγονός προς όφελος της. Ο ιδιοφυής πολιτικός (εκμυστηρεύεται αργότερα ο Μέττερνιχ) προέβαλε δύο ακλόνητα επιχειρήματα:

Πρώτον, η ελληνική επανάσταση δεν αποτελούσε μια κοινωνική επανάσταση ιδεολογικά φορτισμένη όπως εκείνες που συντάραξαν την Ευρώπη. Στην εν λόγω περίπτωση, ένα υπόδουλο χριστιανικό έθνος, επαναστατούσε εναντίον αλλόθρησκου, ισλαμικού, κατακτητή.

Δεύτερον, (επ’ αυτού του επιχειρήματος διαφαίνεται το διπλωματικό δαιμόνιο του Καποδίστρια) μια εξωγενής ευρωπαϊκή συμπλοκή θα υποβίβαζε ατιμωτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εφόσον διέθετε τις δυνάμεις ως κράτος-μεγαθήριο να κανονίσει τα του οίκου της. Έξαφνα από κει που οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν αποφασίσει κατάπνιξη της ελληνικής εξέγερσης αναθεωρούν άρδην. Η στέρεη επιχειρηματολογία του Καποδίστρια αποδόμησε και αντέκρουσε τις ιαχές του Μέττερνιχ, πείθοντας τους συνέδρους να μην επέμβουν συλλογικά.

Πρόκειται περι τεράστιας παρθενικής νίκης του εθνικού αγώνα στα σπάργανα του, η οποία πιστώνεται στον Καποδίστρια και Υψηλάντη, για δύο ουσιώδεις αιτιάσεις. Αφ’ ενός, η Υψηλή Πύλη αφέθηκε μόνη στο στρατιωτικό επίπεδο παλεύοντας σε τρία μέτωπα(απόσχιση Αλή Πασά) και κατ’ αυτόν τον τρόπο παραχωρήθηκε οξυγόνο στην επανάσταση στα Νότια της βαλκανικής, αφ’ ετέρου στο ψυχολογικό-πολιτικό βαρόμετρο όπου παρά την απαγορευτική συγκυρία, το σύστημα της Ιεράς Συμμαχία υπέστη βαθιά ρωγμή, δημιουργώντας ακράδαντο δεδικασμένο.

Η θυσία του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο 1821 και οι διπλωματικοί χειρισμοί του Καποδίστρια διευκόλυναν την άνδρωση της ένοπλης εθνεγερσίας στη Πελοπόννησο. Κοντοστέκομαι εν τάχει και διευκρινίζω ότι η επανάσταση του Υψηλάντη δεν αποτελούσε καταρχήν αντιπερισπασμό αλλά μεγαλεπήβολο σχεδιασμό εξέγερσης απάντων των καθυποταγμένων χριστιανικών λαών.

Εν κατακλείδι η εξονυχιστική και ευέλικτη επιχειρηματολογία του Επτανήσιου αριστοκράτη συγκριτικά με τη φυσιογνωμία της Παλιγγενεσίας ήτοι η αποσαφήνιση ότι πρόκειται περι εθνικής εξέγερσης χριστιανικού προσήμου, μη καθεστωτικής ανατροπής και υποσκέλισης του πολιτεύεσθαι της μοναρχικής παλινόρθωσης αναπαρηχθεί αυτούσια από όλους του εκπροσώπους ανεξαιρέτως της Επανάστασης. Σύγκορμο το έθνος πάλλονταν στην ωδή της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η Παραίτηση από το Υπουργείο Εξωτερικών και ο Φιλελληνισμός στην Ελβετία

Ανήμπορος να επιφέρει ρωσική συνέργεια στον ελληνικό ξεσηκωμό, προσανατολίστηκε στο να καρπωθεί την επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας εκβιάζοντας ρωσοτουρκικό πόλεμο, αλλά ο Ρώσος Αυτοκράτορας, άβουλος και επηρεασμένος από τον αυστριακό καγκελάριο που διόγκωνε υπογείως την ανασφάλεια του λόγω μιας επαναστατικής κίνησης στην Πολωνία, απέκλινε προς την πολιτική διαμεσολάβηση της Αυστρίας προς διευθέτηση των ρωσοοθωμανικών διαφορών.

Η τελμάτωση των διαπραγματεύσεων το χειμώνα του 1822, πρόσφερε μια ύστατη ευκαιρία στον Καποδίστρια να υποδείξει την ανάγκη αναγκαστικών μέτρων έναντι της Υψηλής Πύλης, κάτι που δεν συνέβη.

Σε μυστική συζήτηση ερήμην του Κερκυραίου, ο Μέττερνιχ συμβουλεύει το Τσάρο να αποπέμψει τάχιστα τον υπουργό του. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Καποδίστριας κρίνοντας ηθικά ασυμβίβαστη και εθνικά επαίσχυντη την παραμονή του στον υπουργικό θώκο παραιτείται. Αλήθεια ποιος θα είχε εγκαταλείψει παρεμφερή εξουσία χάριν ηθικής, πατριωτικών ιδανικών και εθνικής ευθιξίας; Το έπραξε εκείνος. Έτσι, τον Αύγουστο του 1822, τερματίστηκε η σταδιοδρομία του Καποδίστρια ως εμπνευστή και χειριστή κατ΄εξοχήν της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής επί μια επταετία, ταυτόχρονα έληγε ο διπλωματικός ανταγωνισμός εκείνου και του Μέττερνιχ. Ο τελευταίος στο άκουσμα της παραίτησης πανηγύριζε ότι «ενταφίασε τον Καποδίστρια και δεν φοβάται πλέον τους νεκρούς».

Τύποις, ο Καποδίστριας αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία δεν απολύθηκε από την ρωσική διοίκηση. Αποσύρθηκε στην Ελβετία στο καντόνι της Γενεύης όπου στα χρόνια 1822 ως 1827 δεν έπαυσε να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα του μαχόμενου Έθνους. Συνέταξε υπόμνημα προς τους Έλληνες και απαλλαγμένος των βαριδιών του αξιώματος του εκφράστηκε ανοιχτά, δεδηλωμένα και ασυγκράτητα υπέρ του Αγώνα λιθοβολώντας την οπισθοδρομικότητα της Ιεράς Συμμαχίας.

Στην Ελβετία δώρισε όλο το μισθό του προς χρηματοδότηση της Εθνεγερσίας, κίνησε αοράτως τα νήματα του φιλελληνικού πλέγματος συγκεντρώνοντας τεράστια ποσά. Τότε γνωρίζει τον Ευνάρδο, τον μετέπειτα ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας και ευεργέτη του Ελληνικού Κράτους.

Ανταλλάσσει επιστολές με τον Γκαίτε, του ενσταλάζει τον παλμό της ελληνικής ψυχής κερδίζοντας την εκτίμηση και το σεβασμό του μεγάλου Γερμανού. Συντόνισε και συμμετείχε στην δράση των Φιλελληνικών Κομιτάτων στη Γενεύη, στην Ζυρίχη και αλλού. Πρωταγωνίστησε στην ευαισθητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Έγραφε ακατάπαυστα καθοδηγητικά υπομνήματα προς τους επαναστάτες και ενθάρρυνε τις προσπάθειες των Ευρωπαίων πολιτικών υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης.

Η διπλωματική λείανση του Αγώνα εκ μέρους του δεν έπαψε. Παρότι δεν συμβαδίζει με τη χρονολογική γραμμικότητα της αφήγησης εντούτοις εμπίπτει στην αξιολογική. Ο Ιωάννης Καποδίστριας από κοινού με τον μετέπειτα Φιλικό Άνθιμο Γαζή, ιερωμένο και λόγιο με πανελλήνια ακτινοβολία, σύστησαν τη Φιλόμουσο Εταιρία το 1814 έχουσα σκοποθεσία την ηθικοπνευματική διαπαιδαγώγηση του σκλαβωμένου έθνους, εγχείρημα που πέραν των υπολοίπων σύσφιξε τη διανοητική σχέση και συνάφεια του με τον Αδαμάντιο Κοραή.

‘‘Αι δειναί περιστάσεις…’’ Ο Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδος

Στις 19 Μαρτίου το 1827, κατόπιν διαμεσολαβητικών πιέσεων των στρατηγών Κόχραν, Τζώρζ και Χάμιλτον και όχι άνευ πολύμηνων εμφύλιων συρράξεων μεταξύ των διχοτομημένων παρατάξεων της Επανάστασης, οι πληρεξούσιοι συνήλθαν στη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Η συνέλευση ανέδειξε τον Ιωάννη Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος για επταετή θητεία. Αποτελούσε ο μοναδικός κοσμοξάκουστος Έλληνας και Ευρωπαίος πολιτικός που μόνο με το όνομα του προσέδιδε μέγα κύρος στην καταρρέουσα Επανάσταση.

Η ανασύσταση του έθνους προϋπέθετε ηγέτη πάγκοινης αποδοχής(εσωτερικής-εξωτερικής) άριστο γνώστη των διπλωματικών ισορροπιών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων όπως εκμεταλλευτεί τις διάφορες τάσεις για αίσια έκβαση του Αγώνα.

Αλλά και εγνωσμένης πολιτικής και διοικητικής αρτιότητας προς συγκρότηση ευρωπαϊκού τύπου Κράτους. Μονήρης λοιπόν ο Καποδίστριας. Ορίζεται τριμελής αντικυβερνητική επιτροπή που θα παραδώσει την εξουσία στον Κυβερνήτη.

Στις 8 Ιανουαρίου 1828, ο δυτικότροπος και ευπατρίδης Κερκυραίος αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Ναυπλίου από βρετανικό πλοίο. Στην πόλη του επιφυλάχθηκε πάνδημη αποθεωτική υποδοχή, ιδίως από τον λαό που τον αντίκριζε ως λυτρωτή από τα εσωτερικά δεινά και ως απελευθερωτή από τον εχθρό.

Γρήγορα εφάνει η ανωτερότητα του όταν συμφιλιώθηκαν ενώπιον του οι φρουράρχες του Παλαμηδίου και Ακροναυπλίας οι οποίοι την προηγούμενη ημέρα είχαν επιδοθεί σε αψιμαχίες αιχμαλωτίζοντας συμπολίτες τους(!). Το γόητρο και η προσωπικότητα του Καποδίστρια έκαμπταν και τους πιο δυσχείριστους ανθρώπους. Σε ομοειδές κλίμα η άφιξη στην πρωτεύουσα, την Αίγινα στις 11 Σεπτεμβρίου ήταν πανηγυρική αλλά και σπαρακτική. Όλοι γνωρίζουμε τις ρακένδυτες «αναμαλλιάρες γυναίκες, τα γυμνά ορφανά, τους ανάπηρους» στα απόλογα του Τερτσέτη…

Βάσει του ψηφισθέντος συντάγματος, του πιο ρηξικέλευθου, δημοκρατικού και φιλελεύθερου πλανητικώς (πλειάδα κατοχυρώσεων ατομικών δικαιωμάτων-αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κ.α), η εκτελεστική εξουσία υπάγεται σε μονοπρόσωπο όργανο επταετούς θητείας, τον Κυβερνήτη διορίζοντος μετ’ αυτού τους γραμματείς της επικράτειας.

Ενώ η νομοτελεστική άνηκε στην τριετούς θητείας βουλή ανανεωμένη κατά το 1/3 ετησίως.

Η σχέση Βουλής – Κυβέρνησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του «Πολιτικού Συντάγματος» έτεινε παραλυτικά ετεροβαρής υπέρ της πρώτης. Εν τοις πράγμασοιν πρόκειται για πνιγηρή χειραγώγηση του κυβερνητικού έργου. Ο Καποδίστριας αντιλήφθηκε το ναρκοπέδιο και έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν προτίθεται να αναλάβει την εξουσία υπό τέτοιο καθεστώς.

Λειτουργικά πρώτο καθήκον ήταν η προσπέλαση του κυβερνητικού ζητήματος όπερ και δήλωσε ότι ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος, το ελληνικό ζήτημα(επανάσταση) βρισκόταν εν εκκρεμοδικία αλλά και η οικτρά κατάσταση απαιτούσε αποφασιστική αρμοδιότητα και απρόσκοπτη εξουσία.

Έτσι στις 18 Ιανουαρίου η Βουλή με ψήφισμά της αυτοκαταργήθηκε, συστάθηκε το Πανελλήνιο(συμβουλευτικό όργανο) και ο Καποδίστριας συγκέντρωσε τις εξουσίες στα χέρια του επικαλούμενος ότι «αι δειναί περιστάσεις δεν εσυγχωρούσι..» με την υπόσχεση σύγκλησης Δ’ Εθνοσυνέλευσης τον Απρίλιο του 1828. Υποκρυπτόταν κακόβουλος σφετερισμός ή αυταρχικός βολονταρισμός; Και μόνο το ήθος του κερκυραίου δεν επιτρέπει τέτοιες αμφιβολίες.

Αλλά ας εξετάσουμε επιγραμματικά τις δεινές περιστάσεις:

α) η επανάσταση ήταν κατεσταλμένη σχεδόν ο Κιουταχής ήλεγχε όλη τη Στερεά(Αθήνας συμπεριλαμβανομένης) και ο Ιμπραήμ όλη τη Πελοπόννησο, β) ανυπολόγιστο πληθυσμιακό έλλειμα λόγω πολέμου, γ) ερήμωση των κατεκτημένων περιοχών και πόλεων, δ) διαλυμένοι οικισμοί, ερείπια παντού, ε) γεωργία, κτηνοτροφία και βιοτεχνίες κατεστραμμένες μηδενική παραγωγική βάση, αποχερσωμένες εκτάσεις και λεηλασίες προσόδων, ζ) επιδημίες που αποδεκάτιζαν, η) γενικευμένη αναρχία και αυθαιρεσία, θ) ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο και πειρατές τις θάλασσες, ι) υπερχρέωση, κ) άδειο κυριολεκτικώς δημόσιο ταμείο, λ) ανυπαρξία διοίκησης, μ) εμφύλιες συγκρούσεις κ.α. Το χάος θαρρώ έφερε περισσότερη ευταξία από την Ελλάδα της περιόδου.

Δυστυχώς όσο προοδευτικό και αν ήταν το Σύνταγμα της Τροιζήνας έβαινε εκτός τόπου και χρόνου. Ένα άρτιο Σύνταγμα δίχως ύλη. Η επίκληση στην ανυπέρβλητη ανάγκη εν ονόματι του «salus publica suprema lex esto» τεκμαίρονταν αδιαπραγμάτευτα. Το κράτος ήταν εντελώς ανυπόστατο ενώ η έκταση της διοίκησης του μετα βίας έγγιζε το Ναύπλιο και την Αίγινα. Είχε δίκιο ο Καποδίστριας έπρεπε πρώτα να κτιστεί και μετά να εκδημοκρατιστεί. Και θα το έπραττε αν δεν είχε δολοφονηθεί. Λόγω καθολικού λαϊκού ερείσματος του Καποδίστρια το προσωρινό πολίτευμα του απεκλήθη Δημοκρατικός Καισαρισμός.

Το Θαύμα:  Η Δημιουργία Κράτους

Ευάριθμες περιπτώσεις κυβερνητικής διαχείρισης στο ιστορικό διάβα διεκδικούν τον τίτλο της θαυματοποιίας. Μια εξ αυτών απονέμεται στο ηράκλειο ανδραγάθημα του ευπατρίδη κερκυραίου της γέννησης εκ του μη όντος και εκ των τρομακτικών ερειπίων ευσταλούς κρατικής οντότητας γοργοκίνητα εντός 3 ετών. Ως προς το ύφος της εξουσίας και του ανιδιοτελούς του διαμετρήματος επισημαίνεται ότι απαρνήθηκε τις απολαβές του αξιώματος σε συστοιχία με τα προνόμια αυτού καθώς και κατήργησε τις μισθοδοσίες όλου του υπουργικού σχήματος.

Το θεωρούσε ηθικά ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο. Παρά τους ζοφερούς φραγμούς ο πρώτος κυβερνήτης προέβη σε ακαριαίες δημόσιες πολιτικές και εισήγαγε αθρόες μεταρρυθμίσεις πρωτοφανούς αποτελεσματικότητας.

Ο Καποδίστριας οικοδόμησε σταθερή κεντρική και περιφερειακή διοίκηση αδιάκοπα σεβόμενος τη ρήτρα της αξιοκρατίας προς λυσιτελή στελέχωση και ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού. Επιπρόσθετα, συνέστησε μηχανισμό περιφρούρησης του νόμου με το πρώτο «Σώμα Τάξεως και Ασφάλειας» εκδίδοντας το σχετικό «Κανονισμόν της Αστυνομίας και των καθηκόντων της». Αντικατέστησε τους έκτακτους επιτρόπους της επικράτειας με πολιτικές διοικήσεις. Οργάνωσε το κυβερνητικό έργο κατά τομείς ή κλάδους δημόσιας δραστηριότητας.

Οριστικοποίησε τη διαφάνεια και δημοσιονομική χρηστότητα ιδρύοντας το Λογιστικό και Ελεγκτικό Συμβούλιο το 1829 την οποία έθεσε υπό κρατική επιμελητεία. Αφού λοιπόν, συγκροτήθηκε γεροδεμένη συγκεντρωτική διοίκηση κατά πρότυπα του νεωτερικού κράτους, ο Καποδίστριας απέδωσε έμφασή στη ισόρροπη-ισοβαρή κατανομή της τοπικής αυτοδιοίκησης ενισχύοντας τον κοινοτισμό και όχι τον τοπικισμό με τους θεσμούς των δημογεροντιών και τη διαίρεση της επικράτειας. Στο πεδίο της δικαιοσύνης κατήρτισε τον πρώτα κώδικα πολιτικής δικονομίας και συστηματοποίησε την απονομή της δικαιοσύνης αναθέτοντας την σε τέσσερα τακτικά δικαστήρια.

Ως το 1829 με αρωγή του Μιαούλη και έτερων πλοιοκτητών και καπεταναίων εξόντωσε εύκολα τη ληστρική πειρατεία στο Αιγαίο μετατρέποντας το εκ νέου σε κυψέλη διακίνησης αγαθών ακμάζοντας το εμπόριο. Η Ελλάδα είναι θαλάσσια κράτος και ο Καποδίστριας το ασπάζεται, παρότι υπουργός χερσαίας δύναμης, πλην όμως νησιώτης και πραγματιστής.

Τα σώματα ασφαλείας σε ελάχιστους μήνες επέβαλλαν την έννομη τάξη διαλύοντας τη ληστοκρατία. Επιτέλους ευνομούμενη πολιτεία. Στην εκπαίδευση υιοθετώντας τις προτάσεις του Χρυσόγελου (1829) συγκρότησε πολλά αλληλοδιδακτικά (πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης) και ελληνικών (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) σχολείων. Αντιστάθμιζε το έλλειμμα διδακτικού προσωπικού θεσμοποιώντας την αλληλοδιδακτική καινοτόμα μέθοδος έως σήμερα.

Καθιέρωσε υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση. Συγκρότησε επιτροπή προς εκπόνηση σχεδίου μαθημάτων και συγγραφή εγχειριδίων. Επεδίωξε ομοιόμορφη διάρθρωση της παιδείας. Ίδρυσε μια πρώιμη σχολή Ευελπίδων στο Ναύπλιο το 1828. Θέσπισε δημόσια πρόνοια για τα θύματα πολέμου, για την αποκατάσταση των προσφύγων και των ορφανών ιδρύοντας το 1828 Ορφανοτροφείο στην Αίγινα. Προκειμένου να αντιμετωπίσει ο Κυβερνήτης την οικονομική ανόρθωση της χώρας επεδίωξε να συγκεντρώσει τα ανενεργά κεφάλαια πλούσιων ιδιωτών.

Γι’ αυτό, στις 2 Φεβρουαρίου 1828, δημιούργησε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα με τη βοήθεια του Ευνάρδου, παρθενική ελληνική Τράπεζα, με διευθύνοντα σύμβουλο τον πρόβουλο της Οικονομίας Γ. Κουντουριώτη και σύμβουλους τους Γ. Σταύρου και Κοντόσταυλο.

Η άρνηση και απροθυμία των προκρίτων/προυχόντων/γαιοκτημόνων να καταθέσουν τις αποταμιεύσεις τους προς απόκτηση ρευστότητας και φερεγγυότητας οδήγησε τον Καποδίστρια στο να δωρίσει το πλειοψηφικό τμήμα της εγχρήματης περιουσίας του στο ελληνικό κράτος. Εξέδωσε και κυκλοφόρησε νόμισμα, το περιβόητο φοίνικα, αποσύροντας τα γρόσια και επιτυγχάνοντας εξαιρετική ισοτιμία.

Αποπειράθηκε να απαλύνει δια επαναδιαπραγμάτευσης, τους εξωτερικούς δανειακούς όρους επιζητώντας γενναία χρηματοδότηση. Δημιούργησε υγειονομική περίθαλψη συστήνοντας νοσοκομειακές μονάδες. Αναδιοργάνωσε το τακτικό στρατό.

Έτσι κατά τον Δραγούμη το ανείπωτο χάος «έλαβεν όψη κράτους…» εφόσον ο Καποδίστριας άοκνα «μεριμνών μόνος επί πάντων» εργαζόταν «νυχθημερόν». Τον κινητροδοτούσε ο πατριωτισμός και αισθανόταν υπόλογος και υπόχρεος έναντι της λαϊκής εμπιστοσύνης και του εθνικού καθήκοντος.

Η δεύτερη διάσωση της Επανάστασης και το ζήτημα των Συνόρων

Η έλευση του Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη συνάπτεται με την τέταρτη φάση της επανάστασης, από τον Ιανουάριο του 1828 μέχρις τον Φεβρουάριο του 1830, εκείνη δηλαδή της εκ νέου ισχυροποιήσεως και αισίας απόληξης της.

Αρχικώς η εμμονική άρνηση αποχωρήσεως του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο παρά την ήττα στο Ναβαρίνο(1827) και η συνέχεια του σφαγιασμού δρομολόγησε μια ευρύτατη διπλωματική πρωτοβουλία του Καποδίστρια προκειμένου να την ανακτήσει αμαχητί κάτι που εν τέλει επετεύχθη με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας όπου αποβιβάστηκαν γαλλικά στρατεύματα στη Πελοπόννησο τον Οκτώβριο του 1828.

Παράλληλα διαθέτοντας αξιόμαχο στράτευμα (χιλιαρχίες) αποδύεται σε συστηματικές και εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την ολοσχερή απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας(Θέρος 1828-Φθινόπωρο 1829). Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου του 1827 προέβλεπε μεν τη σύσταση ελληνικού κράτους, αοριστολογικά όμως άνευ αυστηρής χάραξης της κυριαρχικής γεωγραφικής του περιβολής.

Η δημιουργία του πρώτου αυτεξούσιου κράτους στην νοτιοανατολική Ευρώπη συνιστούσε ευνόητα μέγα διεθνές γεγονός. Πλην όμως η πορεία του αρτισύστατου κράτους έμελλε να προσδιοριστεί από τον παράγοντα της χωρικής του διάστασης. Η επέκταση των συνόρων της νεογενούς επικράτειας ομού με το νομικό της καθεστώς πρόβαλλε όχι μόνο ως προϋπόθεση για την διεθνή ακτινοβολία και αίγλη αλλά και γι αυτήν την επιβίωση του.

Ο φιλότιμος πρώτος κυβερνήτης κατέβαλλε ακατάληπτες διπλωματικές προσπάθειες για να αντεπεξέλθει στην αποστολή του.  Πράγματι, έπειτα από αριστοτεχνικούς και κοπιώδης διπλωματικούς χειρισμούς και στρατηγικές ενέργειες ( επί παραδείγματι απειθαρχία του Καποδίστρια στην εντολή των Μ. Δυνάμεων για αποχώρηση των στρατευμάτων από τη Δυτική Στερεά, πλάθοντας η απείθεια του αυτή ζωτικό στρατιωτικό τετελεσμένο κ.α.) υπερπηδήσαμε τη βρετανική αγκύλωση για αυτονομία της Πελοποννήσου υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και μεταβήκαμε στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 και την αναγνώριση πλήρους ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με υπερδιπλάσιο έδαφος συνεπεία και της μεταστροφής της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ελέω ρωσοτουρκικού πολέμου το 1830, στα σύνορα Αχελώου-Σπερχειού. Δυσαρεστημένος όν εξ υπαρχής από τον εδαφικό διακανονισμό πάλεψε σθεναρά για την ανατροπή της εν λόγω οριοθετικής γραμμής κάτι που δεν ευτύχησε να αντικρίσει ως δικό του έργο εξαιτίας του αδόκητου θανάτου του.

«Παύω να είμαι φιλέλλην». Η δολοφονία του Καποδίστρια

Παρά την συμπερίληψη όλων των προεστών στη νομή της εξουσίας των κυβερνητικών αξιωμάτων σταδιακά η οικοδόμηση νεωτερικού δυτικότροπου συγκεντρωτικού κράτους τους αποστερούσε τα ολιγαρχικά προνόμια συμπτύσσοντας έτσι ένα αβυσσαλέο, λυσσώδες και εν πολλοίς χυδαίο, (η βδελυρή εφημερίδα Απόλλων της Ύδρας) αντιπολιτευτικό μέτωπο κατά του κυβερνήτη.

Μετά τη γαλλική μεταπολίτευση του 30 με την άνοδο του Καρόλου Ι και την παραίτηση του Λεοπόλδου από το θρόνο της Ελλάδος, ο καταπονημένος Καποδίστριας βρέθηκε άνευ άλλων ερεισμάτων πλην του λαϊκού. Η αντιπολίτευση φουντώνει εξαιτίας σχηματικά και ολίγων αυθαίρετα, τεσσάρων παραγόντων.

Το πρώτο αφορά την απόρριψη από τον Κυβερνήτη του εισηγμένου σχεδίου εκλογικού νόμου του Πανελληνίου και η επαναπροώθηση νέου εκλογικού νόμου από τον Καποδίστρια που καθιέρωνε, άκουσον-άκουσον, καθολική ψηφοφορία στους ετερόχθονες και ακτήμονες, πλειοψηφικά στρώματα μη ελεγχόμενα από τους κοτζαμπάσηδες.

Το δεύτερο σχετίζεται με την απόσπαση από τους προεστούς του απαράβατου προνομιακού δικαιώματος είσπραξης φόρων και προσόδων και άλλων καταχρηστικών εξουσιών σε βάρος της δίκαιης κατανομής και κρατικής συνοχής καθώς και με τη πρωτοβουλία του Καποδίστρια προς εξίσωση και αναλογική επιβάρυνση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των πολιτών(αρχή της ισότητας προβλέπονταν και το Σύνταγμα της Τροιζήνας).

Τρίτον σχετίζεται με την αγροτική μεταρρύθμιση με την προϊούσα κατάτμηση της έγγειας ιδιοκτησίας προς όφελος των ακτημόνων χάριν γεωργικής ολβιότητας.

Τέταρτον εστί η διοικητική διαίρεση του κράτους. Επιπλέον, η μη απάλυνση του συγκεντρωτισμού εξουσίας( μη σύγκληση Δ’ Εθνοσυνέλευσης ως είχε συμφωνηθεί παρά μόνο το 1829, επίσης οι κοτζαμπάσηδες ουχί συνεργάζονταν αλλά ούτε και ο Καποδίστριας προθυμοποιούνταν έπειτα από ένα σημείο) του οδήγησε σε στασιασμό της Ύδρας και αυτονόμηση της Μάνης, των δύο αντικυβερνητικών πυρήνων δηλαδή, επιφέροντας κρατικά αντίποινα όπως ναυτικός αποκλεισμός της πρώτης και σύλληψη του επιφανούς Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη της δεύτερης.

Συγχρόνως ο Μιαούλης με γαλλοβρετανική υπόδειξη πυρπολεί τον εθνικό στόλο στο Πόρο. Η κατάσταση εκτραχύνεται. Οι στασιαστές ζητούν υπέρογκες αποζημιώσεις. Ο Καποδίστριας δέχεται να τους τις δώσει μόλις βελτιωθούν οι δημοσιονομικές συνθήκες.

Το δράμα κορυφώνεται στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, όταν ο «αμνός» της πολιτικής, ο ανιδιοτελής, φιλόπατρις και ευσεβής κυβερνήτης πορεύεται για τον καθιερωμένο όρθρο, την κυριακάτικη θεία λειτουργία στον πολιούχο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Άγιο Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, εν πλήρη συνείδηση και γνώση του επερχόμενου τέλους του, δίχως συνοδεία(δεν καταδέχονταν έμμισθους φρουρούς εκ των χρημάτων του έθνους(!) ) και στα πρόθυρα τις εκκλησίας πυροβολείται και μαχαιρώνεται από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.

Ο πρώτος φονεύθηκε επί τόπου εκ του μανιασμένου πλήθους, ο δεύτερος αφότου εξεύρει άσυλο στη Γαλλική Πρεσβεία παραδόθηκε στις αρχές και εκτελέστηκε. Η εφημερίδα Απόλλων της Ύδρας θριαμβολογεί ότι «επέτυχε το σκοπόν της… τελείωσε ο τύραννος της Ελλάδος». Σε αντιπαραβολή ο Γκαίτε πληροφορούμενος τη δολοφονία Καποδίστρια αναφωνεί περίλυπος «από σήμερον παύω να είμαι φιλέλλην»… Αργότερα επί ελέω θεού μοναρχίας Όθωνα, πολλοί εκ των πολεμίων του λησμόνησαν τα φιλελεύθερα ιδανικά…

Επίμετρο: Το ρολόι και η σφαίρα

Ολοκληρώνοντας την ανωτέρω συνοπτική φιλοτέχνηση της προσωπογραφίας του Καποδίστρια, ας μου συγχωρεθούν τυχόν ατοπήματα ή παραλείψεις, θα εκθέσω το κίνητρο αυτής, καθώς εμείς όντας έθνος δαψιλούς και μακραίωνης κληρονομιάς και ιστορίας διαθέτουμε το προνόμιο της άφθονης διαλογής μεγάλων φυσιογνωμιών. Συμπληρώνονται δυο αιώνες από την ένοπλη έναρξη της εθνεγερσίας το 1821.

Διερχόμαστε μια βαρυσήμαντη καμπή για τον ελληνισμό στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου και η σημαδιακή επέτειος, μας καθίζει στο ειδώλιο της ώριμης περισυλλογής, της ευθύκριτης ενδοσκόπησης ενώπιον της δικαστικής ολομέλειας της ιστορικής συνείδησης.

Ο Καποδίστριας αποτελεί μια πληθωρική σταθερά αυτογνωσίας και αυτοαναφοράς που συγκαταλέγεται επάξια στο εθνικό πάνθεο των πολιτικών ηγετών. Ο ανεπανάληπτος Κερκυραίος, παρότι συνήθως οι ηγέτες καταγράφουν μεικτό μητρώο κατά μια προσφιλή έκφραση, εκείνος είναι ακηλίδωτος, άσπιλος, αθώος.

Δεν εμφιαλώνεται σε εργαστηριακού χαρακτήρα δοκιμαστικούς θεωρητικούς σωλήνες. Δεν ταξινομείται ανάμεσα στο λευκό ή μελανό. Είναι ιδανικός ακροβάτης, αποστρέφεται τις ακρότητες, τη διχόνοια, εναρμονίζει τα αντίρροπα, ένας γνήσιος Αριστοτελιστής της πολιτικής, οπαδός της μεσότητας, του ρεαλισμού με φάρο το εθνικό συμφέρον υπεράνω πάντων. Στοιχειοθέτησε κράτος εκ του μηδενός.

Αυτό το αδάμαστο, αδιάφθορο και ανυστερόβουλο ήθος του, η αλτρουιστική προσήλωση στο υψηλό πατριωτικό χρέος, η φιλαλληλία και η στοργή στο κόσμο, η αδαμάντινη και κρυστάλλινη αρετή του τον καθιστούν πρωτοφανές παράδειγμα στην Πολιτική.

Δεν αγιοποιούμε τον Καποδίστρια (ο οποίος απαρνήθηκε τον τίτλο κόμη άμα τη άφιξη του στην Ελλάδα) αλλά εκείνος ηθικοποιεί το περιεχόμενο της πολιτικής δείχνοντας ότι υφίσταται παρά το πλειοψηφικό μακιαβελισμό. Δυσεύρετο το αληθινό και ανυπόκριτο ήθος.

Ο Καποδίστριας απέδειξε ότι η Ελλάς δύναται να μεγαλουργήσει χωρίς τη μοιρολατρία «των βαρβάρων» του Καβάφη. «Μπορούμε να γένωμε και χωρίς βαρβάρους» δείχνει ο Καποδίστριας στον Καβάφη έστω και με χρονική απώτητα ενός αιώνα. Ο Καποδίστριας αποδεικνύει και κάτι άλλο περίτρανα ότι στη διοίκηση το εφικτό συμπορεύεται κατεξοχήν με τη βούληση.

Εσκεμμένα παρασιώπησα, την ευγνωμοσύνη που επέδειξαν οι Ελβετοί έναντι στον Κερκυραίο ιδρυτή τους, οι οποίοι τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη χαρίζοντας του ένα εύρυθμο χρυσοποίκιλτο ρολόι, κειμήλιο αριστείας, λειτουργικότητας και ηθικής αθανασίας, ενώ οι κοτζαμπάσηδες του χάρισαν μια μολυβένια σφαίρα.

Επ’ αυτού βρίσκεται η διαφορά, ο ελληνικός λαός που ένιωσε προστασία και τον αντιμετώπιζε σαν Μεσσία είμαι πεπεισμένος ότι με το πέρας του έργο του, ένα αντίδωρο ευγνωμοσύνης αντίστοιχο των Ελβετών θα του έδινε(συνέβη αργότερα φυσικά όταν το ελληνικό κράτος αναγνώρισε με πολλές τιμές τον κτίστη του).

Ο ελληνικός λαός τον ήθελε, δεν συμμεριζόταν τα λιβελογραφήματα. Κάτι τελευταίο, σε μια εποχή ηθικής καταβαράθρωσης και πολιτικής κρίσης, επιτάσσεται να χαρτογραφούμε τέτοια σύμβολα και όχι να τα λοιδορούμε. Όπως προέτρεψε ευφυώς ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος «Τους Μεγάλους ανθρώπους αυτού του έθνους πρέπει να τους τιμούμε…όχι να είμαστε άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες».

Χρόνια Πολλά Ζήτω η Ελλάδα

Βιβλιογραφία

Anon., 1975. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ’. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Clogg, R., 2012. Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Αθήνα : Καρδαμίτσα .
Αλιβιζάτος, Ν., 2011. Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010. Αθήνα: Πόλις.
Βενετσανοπούλου, Μ. Γ., 2002. Η θεσμική διαδρομή της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Πασπαλιάρης, Π., 2014. Ο Ιωάννης πίσω από τον Καποδίστρια. Αθήνα: Καθημερινή.
Σβολοπουλος, Κ., 2014. Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

*Ο Χρήστος Γκιάτας είναι πτυχιούχος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκηση ΕΚΠΑ, καθώς και μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης και Γεωστρατηγικής Σύνθεσης του ΕΚΠΑ.

 

  • Ένα ακόμα, παλαιότερο άρθρο στο PolitisOnline, για τη Δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννου Καποδίστρια, ΕΔΩ.