Άμεση Ανάλυση (Eurogroup): “Σε δημοσιονομική… γυάλα”
Του Κωνσταντίνου Γκράβα*
Όσο μεγάλη κυριολεκτικά ήταν η χθεσινή ημέρα, λόγω του θερινού ηλιοστασίου, άλλο τόσο μεγάλη ήταν και η νύχτα. Μεγάλη σε διάρκεια καθώς μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις η Ευρωομάδα των υπουργών Οικονομικών της Ζώνης του Ευρώ κατέληξε σε συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Αλλά και μεγάλη συμβολικά για την Ευρωζώνη και τη θεσμική αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος. Με την ολοκλήρωση του τρίτου διαδοχικού προγράμματος διάσωσης για τη χώρα μας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) κλείνει το κεφάλαιο των κλασικών μνημονίων που περιλάμβανε μαζί με την Ελλάδα χώρες όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Στον βαθμό που η οικονομική ένωση των χωρών που μοιράζονται το ευρώ ήταν ατελής καθώς η Ευρωζώνη δεν διέθετε θεσμούς και μηχανισμούς κατάλληλους για την αντιμετώπιση της μεγάλης κρίσης, δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας αποτελεί μια “ιστορία επιτυχίας” στη σύγχρονη οικονομική ιστορία.
Ωστόσο η συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου σε ότι αφορά τη χώρα μας δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς. Βεβαίως πρόκειται για θετική εξέλιξη το γεγονός και μόνον ότι απεφεύχθη ένα αδιέξοδο που θα μετέθετε τη συζήτηση για το χρέος στην επόμενη προγραμματισμένη συνάντηση του Ιουλίου. Η πρόσφατη ιστορία άλλωστε έχει διδάξει ότι κάθε καθυστέρηση κοστίζει στη χώρα μας και επιβαρύνει τη μετέπειτα συμφωνία. Στην προκειμένη περίπτωση το δημοσιονομικό βάρος για την ελληνική οικονομία ήταν ρητά προσδιορισμένο από την απόφαση του Eurogroup (Ιούνιος 2017), όταν η καθυστερημένη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνοδεύθηκε από δεσμεύσεις που εν συνεχεία νομοθετήθηκαν και αφορούν σε παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό και το φορολογικό προγραμματισμένες για τη διετία 2019-20.
Απολύτως εντός των ευρωπαϊκών γραμμών, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στην απόφαση του Eurogroup (Μάιος 2016), κινήθηκε και η χθεσινοβραδινή συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν να εφαρμοσθούν, σε συνέχεια των χαρακτηριζόμενων ως “βραχυπρόθεσμων” μέτρων που βρίσκονται ήδη σε εφαρμογή, τα λεγόμενα “μεσοπρόθεσμα” και “μακροπρόθεσμα” μέτρα. Το ανακοινωθέν παραθέτει αναλυτικά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Ξεχωρίζουν, πρώτον, η σταδιακή επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα του 2014, και δεύτερον, η δεκαετής παράταση της περιόδου χάριτος και η δεκαετής επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξεως για τα δάνεια του EFSF.
Επομένως η ρύθμιση του χρέους, πρώτον, εκπληρώνει την επί της αρχής δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων, ήδη από τον Νοέμβριο του 2012, για περαιτέρω παρεμβάσεις στον επίσημο τομέα μετά την αναδιάρθρωση του χρέους που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας, δεύτερον, επαναφέρει στο τραπέζι την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών που χάθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015 εξαιτίας εκτροχιασμού του προγράμματος με το αχρείαστο δημοψήφισμα, και τρίτον, διευθετεί τη σχετική βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μόνον μέχρι το 2032.
Πρόκειται αναμφίβολα για μεσοβέζικη λύση, γεγονός που πιστοποιείται από την αμετάκλητη απόφαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να μην ενεργοποιήσει το εν αναμονή χρηματοδοτικό πρόγραμμα για τη χώρα μας. Με βάση τη χθεσινή απόφαση ‘βελτιώνεται η βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα’, όπως επεσήμανε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, καθώς ‘αμβλύνονται οι κίνδυνοι για την εξυπηρέτηση του χρέους μεσοπρόθεσμα’, όπως ανέφερε η επικεφαλής του ΔΝΤ. Τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διατυπώνουν στο ίδιο μήκος κύματος ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη. Το Eurogroup δεσμεύθηκε αορίστως για περαιτέρω reprofiling εάν κριθεί απαραίτητο για μετά το 2032.
Όμως ‘μακροπρόθεσμα, είμαστε όλοι νεκροί’, όπως είπε ο Κέυνς. Αυτό που καθορίσθηκε ρητά και κατηγορηματικά είναι το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Πρώτον, η Ελλάδα παραμένει με το στίγμα της “ειδικής περίπτωσης” σε σχέση με τις άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα και συνεπώς η μεταμνημονιακή παρακολούθηση ουσιαστικά διαφέρει ελάχιστα από εκείνη της περιόδου των μνημονίων. Δεύτερον, η χώρα μας δεσμεύεται να διατηρήσει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 και επομένως παραμένει εγκλωβισμένη σε παγίδα χαμηλής ανάπτυξης∙ η μακροχρόνια δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην περίοδο 2023-60 είναι πέραν κάθε οικονομικής λογικής και πραγματικότητας. Τρίτον, το “μαξιλάρι” ρευστότητας θεωρείται ότι εξασφαλίζει τη χώρα έναντι των διεθνών αγορών μέχρι περίπου την άνοιξη του 2020∙ δεν είναι τυχαίο ότι ο πολιτικός χάρτης στην Ελλάδα περιλαμβάνει βουλευτικές εκλογές μέχρι το φθινόπωρο του 2019 και προεδρική εκλογή στις αρχές του 2020, με τον ψηφισμένο νόμο για απλή αναλογική να ναρκοθετεί το εκλογικό σκηνικό.
Το δια ταύτα: η χώρα μας μπαίνει σε “δημοσιονομική γυάλα”. Οι αγορές θα κρίνουν αν βλέπουν καθαρά ή θολά την πορεία της οικονομίας σε βάθος χρόνου ώστε να εμπιστευθούν το “χαρτί” (ομόλογα) της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου, ουδέν…
*Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος – αναλυτής διεθνών αγορών, επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Διοικήσεως και Επιτελών (ΣΔΙΕΠ/ΠΑ) της Πολεμικής Αεροπορίας.
Πηγή: capital.gr