Έρευνα της Eurostat έδειξε ότι 3 στα 10 νοικοκυριά στην Ελλάδα δαπανούν πάνω από το 40% του μηνιαίου τους εισοδήματος για το κόστος στέγασης, κι αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την Ευρώπη.
Πέρα από τους λογαριασμούς για νερό, θέρμανση, ρεύμα, αναμφίβολα μεγάλο μερίδιο αυτού του κόστους έχει η δαπάνη για ενοίκια. Κι όπως προκύπτει από τα στοιχεία της αγοράς, η δαπάνη αυτή βαίνει αυξανόμενη, στριμώχνοντας τα νοικοκυριά με μικρομεσαία εισοδήματα.
Η ierax analytix μαζί με την εφαρμογή MyRoomie ζήτησαν από 1.509 άτομα άνω των 18 ετών να μιλήσουν για τις δικές τους γνώμες και εμπειρίες από τη συγκατοίκηση, που πολλές φορές αναδεικνύεται ως μονόδρομος για τους νέους. Βασικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το 59% έχουν συγκατοικήσει με άτομο εκτός οικογένειας, με τους μισούς να το έκαναν με ερωτικό σύντροφο, 43% με φίλο/η, 15% με κοινό γνωστό και 14% με άγνωστο/η.
Yψηλό το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα
Περίπου οι 3 στους 4 συμφωνούν ότι τα ακριβά ενοίκια αποτελούν το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ενοικίαση σπιτιού και μάλιστα το 43% δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσουν ένα σπίτι μόνοι τους αυτή την περίοδο.
Με φόντο τα στοιχεία, που δείχνουν ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα παραμένει υψηλό (73%) αλλά έχει υποχωρήσει από τα προ μνημονίων επίπεδα (γύρω στο 77%), πρόσφατη έρευνα της REMAX έδειξε ότι, συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, στην επιλογή του ενοικίου μακροπρόθεσμης διάρκειας καταφεύγουν δύο φορές περισσότερο οι Έλληνες, και μόνο το 20% ενδιαφέρεται για αγορά σπιτιού σε σύγκριση με το 34% των Ευρωπαίων. Κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η ζήτηση για κατοικίες θα ανέβει, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη προσφορά, ανατροφοδοτώντας έτσι τον «χορό» της αύξησης των ενοικίων.
Συμβουλές γι’ αυτούς που πιέζονται με το κόστος στέγασης
Το spitogatos συγκέντρωσε μερικά tips για όσους σκέπτονται να νοικιάσουν σπίτι ή ήδη νοικιάζουν και πιέζονται από το μίσθωμα.
Με βάση τη νομοθεσία, το minimum διάστημα ενοικίασης ακινήτου είναι η 3ετία ακόμα και αν το μισθωτήριο αναφέρει μικρότερη διάρκεια από αυτήν. Εάν όμως συντρέχει σοβαρός λόγος όπως είναι η μη καταβολή του ενοικίου ή η αλλαγή χρήσης του χώρου, ίσως να υπάρξει πιθανότητα έξωσης του ενοικιαστή.
Ακόμη και εάν ο ιδιοκτήτης θέλει να χρησιμοποιήσει τον χώρο για ιδιοκατοίκηση, η υφιστάμενη νομοθεσία είναι πολύ αυστηρή και προβλέπει ότι τέτοια απαίτηση μπορεί να προβάλλει μόνο εάν θέλει να χρησιμοποιήσει το ακίνητο για επαγγελματική στέγη δική του ή μέλους της οικογένειάς του και να μην έχουν αυτοί ιδιόκτητο χώρο στην ίδια πόλη ή σε προάστιό της, που να καλύπτει τις ανάγκες στέγασης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Μάλιστα, σε αυτή την περίπτωση μπορεί να χρειαστεί να δώσει στον ενοικιαστή ένα ποσό ως αποζημίωση. Επίσης, εάν ο ιδιοκτήτης ζητήσει το ακίνητο για ιδιοκατοίκηση και εν τέλει δεν το χρησιμοποιήσει για τον λόγο αυτόν, είναι πιθανό να πληρώσει επιπλέον αποζημίωση.
Το «σπάσιμο» συμβολαίου από τον ενοικιαστή είναι ερώτημα που απασχολεί τόσο το σύνολο των ενοικιαστών όσο και τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Κανονικά ένας ενοικιαστής δεν έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από το ενοικιαζόμενο ακίνητο πριν τη λήξη του συμβολαίου του. Σε περίπτωση που πάρει μια τέτοια απόφαση, συνήθως υποχρεούται να καταβάλλει τα υπολειπόμενα ενοίκια (μετά από απαίτηση του ιδιοκτήτη).
Βέβαια, αυτό δεν γίνεται αυτοβούλως από τον ενοικιαστή, και γι’ αυτό ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να απευθυνθεί στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ώστε να μπορέσει να λάβει τα ενοίκιά του. Βασική προϋπόθεση για τη «δικαίωση» του ιδιοκτήτη είναι να αποδείξει πως στο διάστημα που μεσολάβησε το ακίνητο του δεν νοικιάστηκε και παρέμεινε ανεκμετάλλευτο.
Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί πως η διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρονοβόρα. Κι αυτό γιατί απαιτείται άνω του έτους για εκδίκαση σε πρώτο βαθμό και άλλο τόσο για έκδοση πρωτόδικης απόφασης και άλλο τόσο περίπου εάν ασκηθεί έφεση. Οι υποθέσεις αυτές οδηγούνται στα δικαστήρια μόνο εάν ο χώρος μείνει χωρίς να ενοικιαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, διάστημα που βάσει του συμβολαίου θα χρησιμοποιούσε τον χώρο ο ενοικιαστής που αποχώρησε.
Για να αποφευχθούν τέτοιου είδους προβλήματα, καλό θα ήταν ο ενοικιαστής να ενημερώσει έγκαιρα (ακόμα και ένα 6μηνο πριν) και εγγράφως τον ιδιοκτήτη ότι επιθυμεί να «σπάσει» το συμβόλαιο και να αποχωρήσει νωρίτερα απ’ το σπίτι. Το παραπάνω εξασφαλίζει την καλύτερη συνεννόηση των δύο μεριών, ενημερώνει τον ιδιοκτήτη ώστε να μπορεί να κινηθεί αναλόγως και να αναζητήσει νέο ενοικιαστή εγκαίρως, και φυσικά, βοηθά τον ενοικιαστή να φύγει δίχως να αναγκαστεί να πληρώσει τα υπόλοιπα ενοίκια.
Συνήθως στα μισθωτήρια συμβόλαια υπάρχει όρος που απαγορεύει τη σιωπηρή ανανέωση της ενοικίασης του ακινήτου. Επομένως, αν ο ενοικιαστής παραμείνει στο σπίτι, ακόμα και μετά τη λήξη της ενοικίασης αυτό δεν συνεπάγεται ανανέωση της μίσθωσης και δεν του εξασφαλίζει το δικαίωμά του να παραμείνει. Να σημειωθεί, βέβαια, πως σε περίπτωση απουσίας αυτού ή παρεμφερούς όρου, εάν ο ενοικιαστής παραμείνει μετά τη λήξη της μίσθωσης στο ακίνητο και ο ιδιοκτήτης δεν εναντιωθεί, τότε η μίσθωση μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου.