Δίαυλο εκτόνωσης της ελληνοτουρκικής έντασης αναζητεί ο ξένος παράγων - Ο Μητσοτάκης "πυροσβέστης" και ο Ερντογάν "εμπρηστής"
Ισχυρές παραινέσεις προς την Τουρκία από τρίτους «παίκτες» για αποκλιμάκωση της έντασης, ενώ ο Ερντογάν επιμένει στους υψηλούς τόνους
Έντονες και εκτεταμένες προσπάθειες καταβάλλονται στο παρασκήνιο από ισχυρούς διεθνείς παίκτες ώστε «να πέσει η θερμοκρασία» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την κατακόρυφη άνοδο της εμπρηστικής ρητορικής της Άγκυρας με αιχμή το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών και της ευθείας αμφισβήτησης της κυριαρχίας τους.
Κορυφαίος ευρωπαίος διπλωμάτης με τον οποίο συνομίλησε «Το Βήμα» λίγα 24ωρα μετά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο ανάμεσα στους διπλωματικούς συμβούλους Ηνωμένων Πολιτειών, Γερμανίας, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου (Τζέικ Σάλιβαν, Γενς Πλέτνερ, Φιλίπ Ερερά και Στίβεν Λόβγκροουβ αντιστοίχως) με τον εξ απορρήτων σύμβουλο του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Ιμπραχίμ Καλίν, τόνισε – υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας του θέματος – ότι «υπάρχουν συνομιλίες τόσο με την Αθήνα όσο και με την Αγκυρα για να πέσουν οι τόνοι και να επικρατήσει ηρεμία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο». Την ίδια στιγμή, ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι και η αμερικανική πλευρά μετέφερε, διά του κ. Σάλιβαν, την ισχυρή παραίνεση προς την Άγκυρα ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθούν οι εντάσεις.
Πολύ δύσκολη η υποχώρηση
Κατά πόσο αυτό είναι εφικτό θα πρέπει φυσικά να φανεί επί του πεδίου, καθώς η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών έχει δεχθεί συνεχή πλήγματα. Άλλωστε, η κλιμάκωση της τουρκικής ρητορικής έχει φθάσει σε τέτοιον βαθμό που δεν είναι καθόλου εύκολο για την Άγκυρα να εμφανιστεί ότι υποχωρεί από αυτήν χωρίς να έχει αποκομίσει ορισμένα ανταλλάγματα, αλλά και για την Αθήνα να συναινέσει σε οτιδήποτε όταν η άλλη πλευρά αμφισβητεί ευθέως την εθνική της κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα. Μόλις την Παρασκευή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιτέθηκε ξανά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αμφισβητώντας την εντιμότητά του και επαναλαμβάνοντας ότι δεν θα ξανασυναντηθεί μαζί του, την ώρα που ο Έλληνας πρωθυπουργός έλεγε, κατά την επίσκεψή του στην Κύπρου, ότι οι δύο χώρες θα μπορέσουν να επανέλθουν «σύντομα σε πιο ήρεμα νερά, κρατώντας πάντα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας».
Πηγές όμως που γνωρίζουν πολύ καλά τι συζητείται στο βαθύ παρασκήνιο εκτιμούσαν σε συνομιλίες τους με «Το Βήμα» ότι η Αθήνα και η Άγκυρα εξετάζουν το προσεχές διάστημα την ανάληψη ορισμένων πρωτοβουλιών, κυρίως σε στρατιωτικό επίπεδο και με βάση το Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, που θα παρείχαν εκατέρωθεν μία διασφάλιση ότι δεν επιδιώκουν περαιτέρω ένταση, αλλά την αποσυμπίεση αυτής. Ο ορίζοντας των εξελίξεων διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων με βάση την πραγματοποίηση, στις 28-30 Ιουνίου στη Μαδρίτη, της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου και θα παρευρεθούν τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Ερντογάν.
Η συνάντηση των δύο υπουργών
Σε αυτό το πλαίσιο, η σύντομη συνομιλία του Νίκου Παναγιωτόπουλου (που βρίσκεται σε διαρκή και άμεσο συντονισμό με τον Πρωθυπουργό) με τον Χουλουσί Ακάρ στο περιθώριο της Συνόδου των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ την περασμένη Πέμπτη 16 Ιουνίου στις Βρυξέλλες θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη κίνηση σε μία προσεκτικά σχεδιασμένη «χορογραφία» με σκοπό τη διαχείριση της έντασης των τελευταίων εβδομάδων. Οι δύο άνδρες φέρεται να συμφώνησαν – σε ένα πρώτο επίπεδο – να διατηρήσουν ανοικτό τον δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ τους. Το μείζον ερώτημα είναι όμως ποια θα μπορούσαν να είναι τα πρακτικά βήματα που θα επέτρεπαν να μειωθεί η «υψηλή θερμοκρασία» στις διμερείς σχέσεις.
Σύμφωνα με τις αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», το κλειδί φαίνεται ότι εντοπίζεται στην αξιοποίηση των προβλέψεων που εμπεριέχονται στα δύο βασικά κείμενα αναφοράς για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ των δύο χωρών. Το πρώτο είναι το περίφημο «Μνημόνιο Κατανόησης» των Κάρολου Παπούλια και Μεσούτ Γιλμάζ που οι τότε υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος και Τουρκίας είχαν υπογράψει στις 27 Μαΐου 1988 στη Βουλιαγμένη. Το δεύτερο – και λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό – είναι οι «Οδηγίες (Guidelines) για την Αποτροπή Ατυχημάτων και Επεισοδίων στην Ανοιχτή Θάλασσα και στον Διεθνή Εναέριο Χώρο» που οι δύο άνδρες συνυπέγραψαν στις 8 Σεπτεμβρίου 1988 στην Κωνσταντινούπολη. Καλά πληροφορημένες πηγές ανέφεραν μάλιστα ότι η περίοδος ισχύος του Μνημονίου ξεκίνησε επισήμως στις 15 Ιουνίου, μία ημέρα πριν από τη συνάντηση Παναγιωτόπουλου – Ακάρ, στοιχείο που έχει και συμβολική σημασία. Παράλληλα, η δημόσια χειραψία των υπουργών Εξωτερικών Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αχρίδα, στο περιθώριο του «Φόρουμ Διαλόγου των Πρεσπών», εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο «λιωσίματος των πάγων» – έστω προσωρινά.
Τα κρίσιμα σημεία του Μνημονίου
Σημείο-κλειδί των παρασκηνιακών συζητήσεων ίσως να είναι τα σημεία 3α και 3β του Μνημονίου Παπούλια – Γιλμάζ. Σε αυτά αναφέρεται ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει κατά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων όταν και απαιτούνται NOTAM ή άλλες αγγελίες (π.χ. NAVTEX) να αποφεύγουν, όσο αυτό είναι εφικτό, «την απομόνωση συγκεκριμένων περιοχών» και «τη δέσμευση των περιοχών ασκήσεων για μεγάλες χρονικές περιόδους». Με δεδομένο ότι ένα από τα «αγκάθια» στις συνομιλίες επί των ΜΟΕ μεταξύ των δύο πλευρών είναι το ζήτημα των Πεδίων Βολής, με την Αγκυρα να διαμαρτύρεται για τη δέσμευση των περιοχών αυτών από την Ελλάδα σχεδόν για όλο τον χρόνο και την Αθήνα να καταγγέλλει, από την πλευρά της, την απόπειρα της Τουρκίας να δημιουργήσει δικά της τετελεσμένα μέσα από τη δέσμευση περιοχών για δικά της πεδία βολής απέναντι από τα ελληνικά, μία αμοιβαία κίνηση σε αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να συμβάλει σε αποκλιμάκωση της έντασης.
Η Τουρκία έχει αρχίσει να… ενοχλεί
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η εκκρεμότητα του Ουκρανικού Ζητήματος διαμορφώνει συγκεκριμένους γεωπολιτικούς περιορισμούς και το εκ νέου άνοιγμα της «ελληνοτουρκικής πληγής» στη νοτιοανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ θεωρείται αχρείαστος περισπασμός – σε μία στιγμή μάλιστα που ήδη η αρχική συμπαγής ενότητα σε ευρωατλαντικό επίπεδο έναντι της Μόσχας έχει αρχίσει να παρουσιάζει όλο και εμφανέστερες ρωγμές. Η δε επιλογή της Άγκυρας υπέρ ενός «μοναχικού δρόμου» που θεωρεί ότι αναδεικνύει τον ηγεμονικό της ρόλο, έστω σε περιφερειακό επίπεδο, την ώρα που η Αθήνα επιδιώκει να καρπωθεί τα οφέλη του πολυμερούς ανοίγματός της προς σειρά χωρών, φαίνεται ότι συρρικνώνει τους μοχλούς πίεσης που διαθέτει η Τουρκία έναντι της Δύσης, καθώς ακόμη και χώρες όπως η Γερμανία μοιάζουν να σκέφτονται, έστω διστακτικά, μία αναπροσαρμογή της στάσης τους έναντι της Άγκυρας.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξέφραζαν τις τελευταίες ημέρες, μιλώντας στο «Βήμα», την ενόχλησή τους για τη συνεχή προσπάθεια της Άγκυρας «να φορτώνει την ατζέντα με κάθε λογής ζητήματα», όπως χαρακτηριστικά σημείωναν. Και παραδέχονταν ότι αυτή η «συναλλακτική διπλωματία» (transactional diplomacy) αποτελεί μεν παραδοσιακή τακτική της τουρκικής πλευράς, αλλά ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και οι παρελκόμενες συνέπειές του δεν μπορούν να θεωρούνται ως μία ευκαιρία για «γεωπολιτικά παζάρια» με πλήρη αδιαφορία επί θεμάτων διεθνούς δικαίου. Στην Ουάσιγκτον μάλιστα δεν λείπουν πια όσοι έχουν αρχίσει να απελπίζονται από τη συμπεριφορά της Άγκυρας, σημειώνοντας ότι ακόμη και κινήσεις όπως π.χ. η προσπάθεια διαμεσολάβησής της μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δεν πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεών της.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις στη σκιά του Ουκρανικού
Η διαπραγμάτευση μεταξύ κομβικών κρατών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία με την Τουρκία εστιάζεται στην τρέχουσα φάση στην απεμπλοκή από το διαφαινόμενο αδιέξοδο που έχει εμφανιστεί σε σχέση με τις τουρκικές αντιρρήσεις για την ταχεία πρόσκληση ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η πρόσφατη συνάντηση στο Βερολίνο δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη και τα περί «μυστικών συναντήσεων» συνιστούν υπερβολές. Μία ανάλογη συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο του 2019 μεταξύ των τότε διπλωματικών συμβούλων Γαλλίας, Γερμανίας, Ηνωμένου Βασιλείου (Γιαν Χέκερ, Κλεμάν Μπον, Ντέιβιντ Κουέιρι), πάλι με τον κ. Καλίν, εν όψει της τότε Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, όπου ο κ. Ερντογάν είχε συναντηθεί με τους Εμανουέλ Μακρόν, Ανγκελα Μέρκελ και Μπόρις Τζόνσον.
Παρά τη… γενναία προσπάθεια του γενικού γραμματέα της Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ να λειτουργήσει κατευναστικά, αναγνωρίζοντας τις «νόμιμες ανησυχίες» της Αγκυρας και να γεφυρώσει το χάσμα, η Άγκυρα δεν δείχνει προς το παρόν διατεθειμένη να υποχωρήσει στα αιτήματά της σε σχέση με την έκδοση κούρδων μαχητών και γκιουλενιστών ή για την άρση του εμπάργκο όπλων στις συζητήσεις της με το Ελσίνκι και τη Στοκχόλμη, με τη δεύτερη να έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών λόγω των πολιτικών ισορροπιών και της εκλογικής αναμέτρησης που προβλέπεται για το φθινόπωρο. Πλέον, μία θετική εξέλιξη στη Μαδρίτη τίθεται εν αμφιβόλω, με την Άγκυρα να επιμένει για γραπτές εγγυήσεις και να αρνείται μια τριμερή συνάντηση με τις δύο σκανδιναβικές χώρες προς εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης.
Ωστόσο, ο φάκελος «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος» εξακολουθεί να φιγουράρει ψηλά στην τουρκική ατζέντα. Η ρητορική που έχει υιοθετήσει η τουρκική ηγεσία αλλά και σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση δυσχεραίνει μία κατανόηση μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας. Προφανώς θορυβημένη και από την πρόσφατη οργανωμένη επικοινωνιακή αντεπίθεση της Αθήνας, που εκφράστηκε μέσα από την παρουσίαση του πακέτου των 16 χαρτών με τις τουρκικές διεκδικήσεις των τελευταίων πέντε δεκαετιών, αλλά και του εγγράφου αντίκρουσης των τουρκικών ισχυρισμών περί αποστρατιωτικοποίησης (εκτενή σημεία του οποίου είχε παρουσιάσει «Το Βήμα» πριν από δύο εβδομάδες), η Άγκυρα αποφάσισε να μοιράσει non-paper σε πολλές ξένες πρεσβείες (μεταξύ των οποίων και στον Έλληνα πρεσβευτή στην τουρκική πρωτεύουσα Χριστόδουλο Λάζαρη), που όμως δεν αποτελεί παρά μία συρραφή των καταγγελιών – σε ορισμένα σημεία προφανώς αστήρικτων και εξόφθαλμα πολιτικοποιημένων – κατά της Ελλάδος που σειρά τούρκων αξιωματούχων, με προεξάρχοντα τον κ. Ερντογάν, έχουν εσχάτως εκτοξεύσει.
Τα επόμενα βήματα της εμμονής με την αποστρατιωτικοποίηση
Ακόμη και μία εκατέρωθεν κίνηση από την Αθήνα και την Αγκυρα με σκοπό την αποκατάσταση κάποιου ίχνους εμπιστοσύνης, δεν θα είναι επαρκής, σημείωναν διπλωματικοί κύκλοι, αν συνεχιστούν οι καθημερινές επιθέσεις για την αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών και η αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους. Όσοι παρακολουθούν στενά τις κινήσεις της Άγκυρας προσπαθούν να μαντέψουν τις επόμενες κινήσεις της σε νομικό ή και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το πρώτο, έμπειροι νομικοί διεθνολόγοι δεν κρύβουν μία ανησυχία ότι η Άγκυρα ίσως επιδιώξει να στηριχθεί σε προβλέψεις όπως π.χ. ο όρος της «ουσιώδους παραβίασης» (material breach) του Αρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών – στοιχείο που είχε αναφέρει στην πρώτη εκ των επιστολών του περί σύνδεσης αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ Φεριντούν Σινιρλίογλου. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, αν ένα μέρος μιας πολυμερούς συνθήκης κρίνει ότι υπάρχει παραβίαση κάποιου όρου αυτής, τότε μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή μέρους ή ολόκληρης της συνθήκης έναντι εκείνου του μέρους που την παραβιάζει. Σε πρόσφατες μάλιστα αναλύσεις Τούρκων καθηγητών επισημαίνεται ότι η Άγκυρα ίσως εστιάσει τις προσπάθειές της σε παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδος των όρων αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης, στην οποία άλλωστε η Τουρκία είναι μέρος (σε αντίθεση με τη Συνθήκη των Παρισίων για τα Δωδεκάνησα), για να την κατηγορήσει για παραβίαση των υποχρεώσεών της.