Η οικονομία στη σκιά του πολέμου: Επίφοβο περιβάλλον περιγράφει το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης
Με διάχυτη αμφιθυμία και επιφύλαξη στη σκιά του πολέμου τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου περιγράφουν το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να σχεδιάσουν την οικονομική πολιτική του επόμενου διαστήματος και τα ενδεχόμενα μέτρα στήριξης των ευάλωτων και της οικονομίας συνολικά.
Απολύτως επισφαλής οποιαδήποτε πρόβλεψη
Οι αβεβαιότητες ως προς τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, όπως εξηγούν, καθιστούν οποιαδήποτε πρόβλεψη απολύτως επισφαλή και αυτή τη στιγμή όλα τα σενάρια βρίσκονται στο τραπέζι: από το «καλό», με κατάπαυση του πυρός και αποκλιμάκωση των κυρώσεων σε ορίζοντα ενός μήνα, έως το «πολύ κακό», με διακοπή των ενεργειακών πηγών της Ρωσίας, όπου οι ζημιές «δεν έχουν όρια», σύμφωνα με τις περιγραφές τους.
Με το σκεπτικό αυτό, στο υπουργείο Οικονομικών αναφέρουν ότι θα λαμβάνουν τα απολύτως αναγκαία μέτρα κάθε φορά, όπως το πλαφόν στην κερδοφορία των καυσίμων και η συνέχιση της στήριξης των τιμολογίων ρεύματος, περιμένοντας να ξεκαθαρίσει το τοπίο για πιο δραστικές παρεμβάσεις.
Άτυχη για μία ακόμη φορά η Ελλάδα
Ατυχη για μια ακόμη φορά η Ελλάδα, δεν βρίσκει σκαλοπάτι να πατήσει για να αφήσει οριστικά πίσω της την κληρονομιά των μνημονίων.
Μετά την πανδημία, ήρθε τώρα και ο πόλεμος στην Ουκρανία να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας της, να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της με νέες δαπάνες για τη στήριξη των νοικοκυριών, να καθυστερήσει ίσως την αναβάθμισή της από τους οίκους αξιολόγησης, να επιβαρύνει το κόστος δανεισμού της και να επιδεινώσει το ισοζύγιο πληρωμών της, επαναφέροντας το καθεστώς των διπλών ελλειμμάτων, από το οποίο τόσα χρόνια, με τα μνημόνια, πάλευε να ξεφύγει.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για τους προϋπολογισμούς του 2023, που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα η Κομισιόν, δεν φώτισαν την εικόνα.
Ο σχεδιασμός για άρση της ρήτρας γενικής διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας δεν αλλάζει, αλλά δεν αποκλείεται να αλλάξει τον Μάιο, μετά τη δημοσίευση των εαρινών προβλέψεων της Κομισιόν, όπως είπε ο επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι.
Τί ξεκαθαρίστηκε και τί όχι
Προς το παρόν, απλώς έγινε ξεκάθαρο ότι δεν θα ισχύσει ο κανόνας της μείωσης του χρέους κατά 1/20 του υπερβάλλοντος ποσοστού από το 60% του ΑΕΠ, κάτι που ούτως ή άλλως ήταν μη ρεαλιστικό, αν όχι εξοντωτικό για την Ελλάδα.
Αυτό που τονίστηκε ωστόσο, παράλληλα, ήταν ότι οι χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, πρέπει να ξεκινήσουν το 2023 μία «σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή» που θα «σταθεροποιήσει και στη συνέχεια θα μειώσει τους δείκτες χρέους».
Κάτι που δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε πρωτογενή πλεονάσματα, όπως διευκρινίσθηκε.
Λογικά, αναμένεται μια συνέχιση της χαλάρωσης το 2023, αλλά με προσεκτικό τρόπο και με προστασία των επενδυτικών δαπανών, για να μην υποστεί πλήγμα η ανάπτυξη.
Επίσης, δεν είναι σαφές αν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης της εργαλειοθήκης για την ελάφρυνση των ενεργειακών λογαριασμών των καταναλωτών, που θα εισηγηθεί, κατόπιν υπόδειξης των υπουργών Ενέργειας, θα περιλάβει μέτρα για τη μετάθεση του βάρους εκτός εθνικών προϋπολογισμών, όπως θα επιθυμούσε η ελληνική πλευρά.
Στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων η στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών
Προς το παρόν, η στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων, είναι στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων, με το σκεπτικό ότι για φέτος δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το έλλειμμα.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, υπάρχει ο περιορισμός των αγορών, που ανεβάζουν τα επιτόκια δανεισμού, καθώς είναι υπερχρεωμένη και εκτός επενδυτικής βαθμίδας, σημειώνουν πηγές του οικονομικού επιτελείου.
Τα καλά και τα κακά σενάρια
Το μόνο βέβαιο, στα «καλά» και τα «κακά» σενάρια για την εξέλιξη του πολέμου, είναι ότι οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο είχε προβλεφθεί και κατά συνέπεια η ανάγκη στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα συνεχιστεί.
Σε έκθεσή του, ο επενδυτικός όμιλος AXIA την περασμένη εβδομάδα εκτιμούσε ότι το κόστος στήριξης για όλο το έτος θα κυμαίνεται μεταξύ 3 και 4,5 δισ. ευρώ, ενώ η δυνατότητα χρηματοδότησης από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης θα είναι 3-3,5 δισ. ευρώ, επομένως ίσως απαιτηθεί επιπλέον 1 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό.
Επιπροσθέτως, ο όμιλος σημειώνει ότι αν προστεθεί και το κόστος στο ΑΕΠ από την άνοδο των τιμών ενέργειας, το πλήγμα στον προϋπολογισμό θα μπορούσε να φτάσει τα 500 εκατ. ευρώ έως 2 δισ. ευρώ (0,3%-1% του ΑΕΠ). Ενα μέρος του εκτιμά ότι θα μπορούσε να καλυφθεί με ευρωπαϊκούς πόρους.
Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν διαφέρουν από της κυβέρνησης, στο «καλό» σενάριο.
Σύμφωνα με αυτές, το ΑΕΠ αναμένεται να δεχθεί ένα πλήγμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ και ο προϋπολογισμός 1,5-2 δισ. ευρώ (περίπου 1% του ΑΕΠ), ανάλογα με την εξέλιξη της τιμής της ενέργειας. Για τον πληθωρισμό, προς το παρόν, σύμφωνα με πληροφορίες (Καθημερινή της Κυριακής), ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας συντονίζεται με τις προβλέψεις της Κομισιόν (3,1% εναρμονισμένος δείκτης, που μεταφράζεται σε 3,5%-4% στον εθνικό δείκτη).
Αυτό, όμως, μπορεί να αλλάξει προς το χειρότερο, καθώς οι ανατιμήσεις στο μέτωπο όχι μόνο της ενέργειας, αλλά και των σιτηρών και των τροφίμων είναι αλματώδεις.
«Τουλάχιστον, δεν θα μας βάλει σε ύφεση ο πόλεμος», καθησυχάζουν στο υπουργείο Οικονομικών, που βλέπουν ότι στο «κακό» σενάριο ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 2,5% αντί για 4,5%.