«Εκφράζουμε τη βαθιά θλίψη σχετικά με το θάνατο και τον τραυματισμό Ελλήνων ομογενών στην περιοχή του Ντονμπάς» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η πρεσβεία της Ρωσίας στην Ελλάδα.
Στην ανακοίνωσή της προστίθεται επίσης: «Από την πλευρά μας, με την πλήρη υπευθυνότητα διαβεβαιώνουμε ότι οι στόχοι της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας είναι αποκλειστικά και μόνο στρατιωτικές μονάδες και υποδομές. Εμείς δε βομβαρδίζουμε κατοικημένες περιοχές και χωριά, ούτε οποιεσδήποτε πολιτικές ή κοινωνικές υποδομές. Στα περίχωρα του χωριού Σαρτανά οι ρωσικές Αεροπορικές και Διαστημικές Δυνάμεις σήμερα δεν επιχειρούσαν.
«Ταυτόχρονα επισημαίνουμε ότι ο ουκρανικός στρατός και τα εθνικιστικά τάγματα νεοναζί εδώ και πολλά χρόνια είναι γνωστοί για χτυπήματα, ακόμα και με βαρέα όπλα, κατά αμάχων. Αυτό είναι αποδεδειγμένο και επισήμως καταγεγραμμένο.
Προειδοποιούμε ότι το καθεστώς του Κιέβου είναι πιθανό να χρησιμοποιεί την Ελληνική, καθώς και άλλες εθνικές κοινότητες που ζουν στην Ουκρανία, ακριβώς για να προκαλέσει και να φουσκώσει την αντιρωσική αντίδραση από το εξωτερικό», καταλήγει η Πρεσβεία στην ανακοίνωση της.
Ουκρανία: Έξι Έλληνες νεκροί και τραυματίες κοντά στη Μαριούπολη – Πολιορκείται το Κίεβο
Επιβεβαιώθηκε το απόγευμα του Σαββάτου η είδηση ότι έξι Έλληνες ομογενείς σκοτώθηκαν και άλλοι έξι τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια συγκρούσεων κοντά στη Μαριούπολη της Ουκρανίας. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προέβη, για το ζήτημα αυτό, σε έντονο τηλεφωνικό διάβημα. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η Ελλάδα εκφράζει τον αποτροπιασμό της και καταδικάζει απερίφραστα τον βομβαρδισμό αμάχων από ρωσικό αεροσκάφος στα περίχωρα του χωριού Σαρτανά νωρίτερα σήμερα, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο έξι ομογενών, καθώς και τον τραυματισμό άλλων έξι, μεταξύ των οποίων και ενός παιδιού.
Κατά τα λοιπά, την σθεναρή αντίσταση των ουκρανικών δυνάμεων συναντούν τα ρωσικά στρατεύματα που σφυροκοπούν για τρίτη ημέρα την Ουκρανία. Στο Κίεβο μαίνονται οι σφοδρές μάχες με τα ρωσικά στρατεύματα, ενώ σύμφωνα με το ουκρανικό υπουργείο Υγείας, οι νεκροί ανέρχονται πλέον σε περισσότερους από 200, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και παιδιά.