Ως «μορατόριουμ» εκλαμβάνει, σύμφωνα με κύκλους του, το Υπουργείο Οικονομικών την συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup, εκτιμώντας ότι πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών στο οποίο αποφεύγεται η επιβολή υφεσιακών, όπως τονίζεται, μέτρων ενώ, ταυτόχρονα, όμως, μπλοκάρεται και κάθε λήψη αναπτυξιακών μέτρων. Αυτό είναι κατά τις ίδιες πηγές και το μεγαλύτερο «κέρδος» της συγκεκριμένης συμφωνίας καθώς, όπως παραδέχονται, η ελληνική πλευρά βρίσκεται, πλέον, σε «αχαρτογράφητα νερά» με δεδομένο ότι μέχρι τα τέλη Απριλίου, καταρχήν, και στη συνέχεια στα τέλη Ιουνίου, θα πρέπει να εφαρμόσει τα όσα πρότεινε και να μπορέσει με τα έσοδα που θα έχει να ασκήσει πολιτική, έτσι ώστε να μην επαναθέσουν οι πιστωτές επί τάπητος ζήτημα λήψης σκληρών μέτρων. Κατά τις ίδιες πηγές, αυτό που κερδήθηκε, και αυτός ήταν, όπως σημειώνεται, και ο βασικός στόχος, είναι χρόνος, μερικές εβδομάδες δηλαδή, προκειμένου μια σειρά από ζητήματα που θέλει η κυβέρνηση να προωθήσει να σχεδιαστούν με προσοχή και λεπτομέρεια και στη συνέχεια να παρουσιαστούν και να λάβουν το «οκ» και από τους εταίρους. Τα πεπραγμένα της ελληνικής κυβέρνηση προφανώς θα περάσουν από αξιολόγηση μόνο που ο τρόπος που αυτή θα γίνει δεν έχει αποσαφηνιστεί με το μόνο βέβαιο να είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή κλιμακίου της τρόικας στην Αθήνα.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει, όπως διαρρέεται από τους ίδιους κύκλους, να υπάρξει «ρεσιτάλ αποτελεσματικότητας» όσον αφορά στο τμήμα εκείνων των μεταρρυθμίσεων που σχετίζεται με την πάταξη της διαφθοράς και την δημιουργία ενός νέου δίκαιου φορολογικού συστήματος, το οποίο θα πρέπει να συνδυάζεται και με την προώθηση σοβαρών τομών στο δημόσιο τομέα. Όσον αφορά συγκεκριμένα, δε, τον ΕΝΦΙΑ η κατάσταση παραμένει «ρευστή» καθώς θα πρέπει να αντικατασταθεί με τρόπο τέτοιο που να μπορεί καλύψει τα έσοδα που αυτός θα φέρει ως προς τους πιστωτές και ταυτόχρονα να είναι πιο δίκαιος και αναλογικός ως προς τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Στον «αέρα» παραμένει και η ρύθμιση για υιοθέτηση αφορολόγητου 12.000 ευρώ. Ενδεικτικό είναι ότι και τα δύο αυτά θέματα δεν θίγονται καθόλου ονομαστικά στην λίστα μεταρρυθμίσεων που έστειλε η Αθήνα και ενέκρινε το Eurogroup.
Επιπλέον, όσον αφορά δε το χρηματοδοτικό κενό και πώς αυτό θα καλυφθεί έως το τέλος Απριλίου σε πρώτη φάση και έως το τέλος Ιουλίου σε επόμενη αρχίζει, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, διαβούλευση με τους εταίρους ήδη από το βράδυ της Τρίτης. Η ελληνική πλευρά, για το συγκεκριμένο θέμα, έχει θέσει επί τάπητος πρόταση για αύξηση του του stock εντόκων γραμματίων κατά κάποια 5 δισεκατομμύρια ενώ επιμένει για την καταβολή του 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα απευθείας από το ΔΝΓ. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι ίδιοι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών υποστήριζαν ότι δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι η κυβέρνηση πέτυχε το στόχο της διασφάλισης περισσότερου χρόνου και ότι επίσης πέτυχε να γίνει διαχωρισμός της δανειακής σύμβασης από συγκεκριμένους όρους του μνημονίιου.
Την αίσθηση αυτή του «μορατόριουμ» ενισχύουν, ουσιαστικά, και οι δηλώσεις που έγιναν από τους ίδιους τους πιστωτές κατά την ανακοίνωση της έγκρισης των ελληνικών προτάσεων. Ο Μάριο Ντράγκι, Διοικητής της ΕΚΤ, στην επιστολή του προς το Eurogroup υποστηρίζει ότι οι ελληνικές προτάσεις «καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων και υπό την έννοια αυτή είναι αρκετά περιεκτική ώστε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης» προσθέτοντας ότι «όπως ήταν αναμενόμενο δεν ήταν δυνατό για τις ελληνικές αρχές να επεξεργαστούν συγκεκριμένες προτάσεις και δεσμεύσεις για την ανάπτυξη, τα δημόσια οικονομικά και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος. Για τον Μάριο Ντράγκι, δηλαδή την ΕΚΤ, «είναι σαφές πως η βάση ολοκλήρωσης της τρέχουσας αναθεώρησης και πιθανών μελλοντικών συμφωνιών θα είναι οι υφιστάμενες δεσμεύσεις στο τρέχον MoU και στο Memorandum of Economic and Financial Policies (ΜΕFP). Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζουμε ότι οι δεσμεύσεις που περιγράφουν οι αρχές διαφέρουν από τις δεσμεύσεις στο υφιστάμενο πρόγραμμα σε μια σειρά τομέων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης ποια μέτρα που δεν είναι αποδεκτά από τις ελληνικές αρχές αντικαθίστανται με μέτρα ίσης ή καλύτερης ποιότητας, σε όρους επίτευξης των στόχων του προγράμματος». Και προειδοποιεί κατά των μονομερών ενεργειών.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, από την πλευρά της, επισημαίνει, επίσης, στην επιστολή που έστειλε προς το Eurogroup ότι οι ελληνικές προτάσεις είναι «καλή εκκίνηση» αλλά δεν αρκούν για να υπάρξει επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος. Όπως σημειώνει δεν περιλαμβάνουν ξεκάθαρες δεσμεύσεις για μερικά από τα «πιο σημαντικά ζητήματα» που προβλέπει το Μνημόνιο και αναφέρεται συγκεκριμένα στην «καυτή πατάτα» των μειζόνων θεμάτων των μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά, στο ασφαλιστικό, στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, στις ιδιωτικοποιήσεις, στις αλλαγές στην δημόσια διοίκηση και στις τροποποιήσεις του ΦΠΑ. Κατά την κ. Λαγκάρντ, οι εν λόγω δεσμεύσεις είναι «κρίσιμες για την ικανότητα της Ελλάδας να πετύχει τους βασικούς στόχους» του προγράμματος που στηρίζει το ΔΝΤ.
Έχει ενδιαφέρον ότι τόσο ο κ. Ντράγκι όσο και η κ. Λαγκάρντ κάνουν λόγο για «Μνημόνιο» και αξιολόγηση των δεσμεύσεων που έχουν, ήδη, αναληφθεί στο πλαίσιο αυτού. Τον όρο Μνημόνιο αποφεύγει να χρησιμοποιήσει στην ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία, όμως, επίσης υπογραμμίζει την αναγκαιότητα επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και κάνει λόγο για «καλή εκκίνηση».
Για «σημείο καμπής» για Ελλάδα και Ευρώπη κάνουν λόγο από την πλευρά τους, κυβερνητικοί κύκλοι επισημαίνοντας ότι σε μια διαπραγμάτευση καμία πλευρά δεν μπορεί να επιβάλλει το 100% των θέσεών της και σημειώνοντας ότι θα αξιοποιηθεί το τετράμηνο αυτό για να καταβληθούν προσπάθειες βελτίωσης της ελληνικής θέσης ενώ τονίζεται η μείωση του απαιτούμενου πλεονάσματος του προϋπολογισμού που μπορεί να γίνει εφαλτήριο για επανεκκίνηση της οικονομίας και ότι έγινε ένα πρώτο βήμα σε έναν «μακρύ και δύσκολο» δρόμο. Επισημαίνει ότι επιτεύχθηκε η σωτηρία της χώρας από την «παγίδα θανάτου της ακραίας λιτότητας», ότι δεν έγινε δεκτός ο όρος «current program» κάτι που σήμαινε παράταση του Μνημονίου, ότι επιτεύχθηκε ο διαχωρισμός δανειακής σύμβασης και μνημονίου και ότι αυτό δεν είναι παιχνίδι λέξεων, ότι οι μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν είναι στην βάση της ατζέντας της κυβέρνησης, δηλαδή ότι διαχρονικό πρόβλημα της οικονομίας είναι η φοροδιαφυγή των πλουσίων, ότι ενταφιάζεται το email Χαρδούβελη-Σαμαρά για σκληρές νέες περικοπές και μέτρα, ότι στην συμφωνία εμπεριέχεται το μεγάλο μέρος του προγράμματος της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ανθρωπιστική κρίση, σημειώνοντας ότι «θα πρέπει να επισημανθούν τα μέτρα για τις συλλογικές συμβάσεις και την αύξηση του κατώτατου μισθού, που ανοίγουν το δρόμο για την ρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, μετά από πέντε χρόνια άγριας, “τριτοκοσμικού” χαρακτήρα, απορρύθμισης».