της Αγγελικής Μπουρσινού
Η περασμένη δεκαετία για τον τρόπο λειτουργίας της δημοσιογραφίας ήταν καθοριστική. Από τα δελτία τύπου, την τηλεφωνική επικοινωνία των δημοσιογράφων με τις πηγές πληροφόρησή τους και τα εκατοντάδες fax που έφταναν καθημερινά στα γραφεία των ΜΜΕ, έχουμε εισέλθει πλέον σε μια νέα πραγματικότητα. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ψηφιακή πραγματικότητα. Σήμερα οι θέσεις και δράσεις των δημοσίων προσώπων είθισται να ανακοινώνονται μέσω των social media, όπως το twitter, ή προσωπικών τους ιστοσελίδων. Είναι άπειρες πλέον οι διαθέσιμες πληροφορίες στο διαδίκτυο. Έτσι λοιπόν ο δημοσιογράφος υποχρεούται, καθημερινώς και αδιαλείπτως, να εκτελεί «χρέη τροχονόμου» ώστε να σταθμίζει και να επιλέγει ποιες από τις πληροφορίες αυτές χρήζουν μετάδοσης από τα επαγγελματικά και αναγνωρισμένα ΜΜΕ.
Η τεχνολογία προχωράει με απίστευτη ταχύτητα. Θα υπάρξουν εξελίξεις που σήμερα δεν είμαστε σε θέση καν να τις διανοηθούμε. Με βάση ωστόσο την τρέχουσα πραγματικότητα μπορούμε να φανταστούμε τον δημοσιογράφο του μέλλοντος ως εξής: Όλος του ο επαγγελματικός εξοπλισμός θα περιορίζεται σε μια μικρή βαλίτσα. Αυτή θα περιλαμβάνει ένα άκρως εξελιγμένο laptop, με το οποίο θα μπορεί να εργάζεται σε τηλεόραση, εφημερίδα και ραδιόφωνο. Από εκεί θα γίνεται η λήψη εικόνας, το σπικάζ, το μοντάζ, η γραφή κειμένων και οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Στούντιο για τηλεοπτικές εκπομπές θα υπάρχουν πάντα, ωστόσο τα σκηνικά θα είναι εικονικά (virtual).
Λόγω της σταδιακής ψηφιοποίησης της δημοσιογραφίας τα προπύργια της παραδοσιακής εκδοχής της καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Η πατροπαράδοτη γραπτή μορφή της εκθρονίστηκε βίαια και τα σκήπτρα έλαβε τελικά η γρήγορη, ευσύνοπτη και άμεση διαδικτυακή δημοσίευση. Βλέπετε η λαίλαπα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο που ασκείται η δημοσιογραφία. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί άραγε μια τέτοια διαδοχή να είναι κατακριτέα; Πρόκειται για μια δυσμενή εξέλιξη ή για φυσική πορεία των πραγμάτων; Μήπως τα επιχειρήματα κατά της ολικής ψηφιοποίησης απηχούν μια εμμονική προσκόλληση μεμονωμένων- παλαιάς κοπής -δημοσιογράφων στο παρελθόν οι οποίοι, παρουσιάζοντας δυσανεξία σε οτιδήποτε νέο, οδηγούνται στην απόρριψή του;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι μία. Το ζήτημα έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και η προσέγγιση του εξαρτάται από τη γενικότερη κοινωνική οπτική του καθενός. Υπάρχουν ωστόσο σημεία ως προς τα οποία δεν χωρά καμιά αμφιβολία. Πρόκειται τρόπον τινά για « καθολικές αλήθειες». Η ταχύτητα είναι εντυπωσιακή, όχι όμως παντοδύναμη. Το αισθητικό αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς και πολυεπίπεδης έρευνας δεν μπορεί επ’ ουδενί να συγκριθεί με αυτό των πολλών -και μοιραία- πρόχειρα επεξεργασμένων κοινότυπων δημοσιεύσεων. Πρόκειται για μια χρονοβόρα και συχνά δαπανηρή διαδικασία αλλά φανταστείτε την καλλιτεχνική αξία και τη διαχρονικότητα του « έργου» αυτού! Η ποιότητα συγκρούεται με την ποσότητα. Το βάθος της μοναδικότητας με τη ρηχότητα της ποσότητας.
Σε πείσμα των καιρών και σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά υψηλού κύρους θα εξακολουθούν να υπάρχουν σε περιορισμένο τιράζ. Ήδη στις Η.Π.Α έχει ξεκινήσει κίνημα επιστροφής στην παλιά ερευνητική έντυπη δημοσιογραφία η οποία αποκαλείται «slow journalism» δηλαδή «αργή δημοσιογραφία», ως απάντηση στην ταχύτητα του διαδικτύου που περιορίζει το εις βάθος ψάξιμο της είδησης. Μιλάμε επί της ουσίας για μια προσπάθεια σύνθεσης ενός δημοσιογραφικού παζλ το οποίο αποτελείται από πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια. Μαρτυρίες εμπλεκομένων ή μη προσώπων, αυτοψία και προσωπική παρατήρηση στον τόπο όπου λαμβάνει χώρα το γεγονός είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία τα οποία καλείται να συνδυάσει ο δημοσιογράφος.
Η «αργή δημοσιογραφία» ουσιαστικά αποτελεί κίνημα αντίστασης ενάντια στο σύγχρονο κυκεώνα αταξινόμητων πληροφοριών και ανεπεξέργαστων δημοσιεύσεων. Στόχος της: O εντοπισμός της αλήθειας, η μετάδοση της, ο ουσιαστικός προβληματισμός του αποδέκτη της είδησης και η ενδυνάμωση της κριτικής του σκέψης.