ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ ο φίλος μου ο Μάνος. Έχασε τον πατέρα του πριν από έναν χρόνο. Ήταν υπάλληλος, ζούσε σε ένα τριάρι. Είχε και ένα κτήμα στο χωριό. Το διαμέρισμα είναι στο νέο Παγκράτι. Πιάνει-δεν πιάνει 70.000 ευρώ. Τα δάνεια για την αποπληρωμή του είναι 105.000 ευρώ, γιατί ο πατέρας του είχε πάρει και δεύτερο δάνειο, επισκευαστικό. Τα κτήμα είναι βοσκοτόπι, ούτε καν γνωρίζει ο Μάνος πού βρίσκονται τα όριά του. Όσο για την αξία του, οι ντόπιοι του είπαν με το ζόρι θα του δώσουν ένα δεκαχίλιαρο. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποποιήθηκε την κληρονομιά. Στη δουλειά του ο φίλος μου έχει να πληρωθεί κανονικά εδώ και έναν χρόνο. Όποτε θυμηθούν τού δίνουν έναντι. Άλλοτε 200, άλλοτε 400, άλλοτε 600 ευρώ. Πάει το σπίτι, πάει και το χωράφι που ανήκε στην οικογένειά του εδώ και 10 γενιές. Τώρα δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο -πλην του σπιτιού της γυναίκας του όπου ζει- και, όπως ο ίδιος λέει, είναι πολύ αργά για να αποκτήσει, γιατί τα χρόνια που έρχονται για εκείνον θα είναι όλο και πιο δύσκολα. Ένας διαρκής αγώνας να βγει το φαγητό της οικογένειας, το ρεύμα και το νερό, μέχρι ο γιος του να πάρει το πτυχίο. Η περίπτωση του Μάνου δεν αποτελεί εξαίρεση στη μνημονιακή Ελλάδα. Είναι ένας από τους 55.000 συμπατριώτες μας που πέρυσι αρνήθηκαν να δεχτούν τα υπάρχοντα των γονιών τους.
ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΟ 2010 το όνειρο του κάθε Έλληνα ήταν να κληρονομήσει τους γονείς του. Αν είχε, μάλιστα, και κανένα θείο ή καμιά θεία χωρίς παιδιά, τότε θεωρούνταν πολύ τυχερός άνθρωπος. «Τι ανάγκη έχει αυτός», έλεγαν όλοι, «έχει πολλούς να κληρονομήσει». Αυτό το όνειρο της κληρονομιάς σήμερα έγινε εφιάλτης. Και επειδή τα ανέκδοτα συχνά προηγούνται της πραγματικότητας, στην αρχή της κρίσης έκανε τον γύρο του διαδικτύου η εξής ατάκα. Ο πατέρας απειλούσε τον άτακτο γιο του με την εξής φράση: «Κάτσε καλά γιατί θα σου γράψω το σπίτι». Μέσα σε λίγα χρόνια το ανέκδοτο έγινε η απόλυτη πραγματικότητα. «Προς Θεού, πατέρα, μη μου γράψεις τίποτα», είναι η απάντηση κάθε νέου ανθρώπου που ξεκινάει τη ζωή του όταν έρθει η ώρα οι γονείς να επισκεφθούν τον συμβολαιογράφο. Ιδιαίτερα εάν το ακίνητο έχει βάρη, ούτε λόγος για κληρονομιά. Η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Η απομείωση της αξίας των ακινήτων που αγοράστηκαν στα χρόνια της ευημερίας πανάκριβα, με τα δάνεια που μοίραζαν οι τράπεζες, καθιστά απαγορευτική την αποδοχή κληρονομιάς. Ουδείς από την επόμενη γενιά επιθυμεί να φορτωθεί στην πλάτη του χρεωμένα ακίνητα. Άλλωστε σήμερα όποιος θέλει να έχει δικό του σπίτι, με 15 χιλιάρικα αποκτά ένα διαμέρισμα στα Πατήσια και με 150 € νοικιάζει ένα δυάρι στην ίδια περιοχή.
ΘΑ ΠΕΙΤΕ, και τι θα γίνουν όλα αυτά τα διαμερίσματα που αρνούνται οι κληρονόμοι να αποκτήσουν. Τα περισσότερα θα γίνουν κουφάρια. Χωρίς αμφιβολία τα λεγόμενα καλά ανίκητα θα πωληθούν στους πλειστηριασμούς. Των υπόλοιπων που βρίσκονται σε υποβαθμισμένες περιοχές για τουλάχιστον 15 χρόνια η αξία τους θα είναι «φραγκοδίφραγκα» και δύσκολα θα τα ξεφορτωθούν οι τράπεζες. Άσε που μόλις οι συμμορίες της νύχτας μυρίζονται την εγκατάλειψη, ξηλώνουν μέχρι και τα παντζούρια. Οι τέσσερις τοίχοι μένουν στο τέλος. Συνέβη αυτό ακόμη και σε μεγάλο ξενοδοχείο της Κρήτης. Μέχρι να καταλάβουν οι περίοικοι τι είχε συμβεί, είχαν κλαπεί μέχρι και τα μάρμαρα από τα μπάνια. Γι’ αυτό ούτε οι τράπεζες ούτε το Δημόσιο δεν θέλουν τα ακίνητα, γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να τα φυλάξουν. Οι ωφελημένοι μακροπρόθεσμα θα είναι όσοι έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σήμερα σε περιοχές του κέντρου, που οι τιμές έχουν πιάσει πάτο, και να περιμένουν όσο χρειαστεί να γίνει ο κύκλος της ανάπτυξης. Όσο για τα κτήματα στα χωριά, εκεί δρουν με άλλο τρόπο οι ντόπιοι καταπατητές. Κάθε μέρα μετακινούν λίγο-λίγο τους φράκτες και αλλάζουν τα σύνορα, έτσι οπότε και όταν εμφανιστεί ο νόμιμος ιδιοκτήτης μετά από χρόνια κανείς δεν είδε και δεν άκουσε πού ήταν το κτήμα που ψάχνει. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην Ελλάδα. Περιουσίες αλλάζουν χέρια σε μια νύχτα και άλλες περνούν στην κυριότητα των καταπατητών. Κάποιοι όταν θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης θα βρεθούν πάμφτωχοι και κάποιοι άλλοι με περιουσίες για τις οποίες δεν κοπίασαν ποτέ. Όπως ακριβώς έγινε και στην Κατοχή.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 15 Απριλίου 2018.