Μικροσκοπικές πλαστικές ίνες, που πιστεύεται ότι προέρχονται από ανθρωπογενή υφάσματα, καταλήγουν όλο και περισσότερο στο νερό των ωκεανών και τα ψάρια, σύμφωνα με έρευνα Αμερικανών επιστημόνων.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Ντέιβις στην Καλιφόρνια εξέτασαν ψάρια από την αγορά του Σαν Φρανσίσκο και ανακάλυψαν ότι ένα στα τέσσερα ψάρια για ανθρώπινη κατανάλωση περιείχαν μικροπλαστικά. Το 80 τοις εκατό των πλαστικών ήταν στη μορφή ινών, που πιστεύεται ότι προέρχονται από υφάσματα. Εξάλλου περισσότερα από τα μισά ρούχα που πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι συνθετικά.
Σύμφωνα με τη μελέτη, όπως σημειώνει το naftemporiki.gr, η πλύση ενός μόνου συνθετικού ενδύματος μπορεί να δημιουργήσει περισσότερες από 1.900 μικροΐνες, πολλές εκ των οποίων είναι ορατές μόνο με το μικροσκόπιο. Η πλειοψηφία των μικροπλαστικών προέρχεται από πολυεστέρα, ακρυλικά και άλλα κοινά ανθρωπογενή υφάσματα.
Τα υφάσματα καθώς ξεπλένονται αποβάλλουν τις ίνες, και στη συνέχεια αυτές καταλήγουν στο σύστημα αποχέτευσης. Η επικεφαλής της έρευνας Ρεμπέκα Σάττον και η ομάδα της εξέτασαν επίσης τα λύματα που προέρχονται από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων γύρω από τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και διαπίστωσαν ότι τα συστήματα αυτά δεν είναι σε θέση να φιλτράρουν τις ίνες.
«Οι συνθετικές ίνες είναι πολύ κοινές και με μεγάλη χρησιμότητα. Θα ήταν δύσκολο να τις εγκαταλείψουμε. Ωστόσο δημιουργούν ένα πρόβλημα ρύπανσης που γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητικό», δήλωσε η Σάττον.
Προηγούμενες μελέτες του ίδιου Πανεπιστημίου έχουν δείξει ότι τα ψάρια που τρέφονται με πλαστικό συσσωρεύουν τοξίνες στο σώμα τους.
Ωστόσο χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για το τι ακριβώς συμβαίνει στα ψάρια που τρώνε πλαστικά στη φύση και μετά καταλήγουν στο πιάτο μας. «Αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν οι τοξίνες στο πλαστικό έχουν εισέλθει στη σάρκα των ψαριών, τα φιλέτα, σε αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις ώστε να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία», πρόσθεσε η Σάττον.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι στο μέλλον ίσως χρειαστεί να καθιερωθούν οι έλεγχοι των θαλασσινών για πλαστικά, με τον ίδιο τρόπο που ελέγχονται ήδη για υδράργυρο και μόλυβδο.