Το πλήρες μήνυμα του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ως εξής:
Εμείς, οι Έλληνες, που κατ’ αμάχητο ιστορικό τεκμήριο κατέχουμε κορυφαία θέση μεταξύ των εμπνευστών και των δημιουργών της Δημοκρατίας και των θεσμών της αλλά και που με βάση την ιστορική μας διαδρομή γνωρίζουμε καλά το βαρύ τίμημα της καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατάλυσής τους, έχουμε χρέος, και δη στο διηνεκές, να μην επιτρέψουμε την επικράτηση της λήθης ως προς τις αιτίες και τις συνέπειες της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Όταν μάλιστα η εγκληματική αυτή εκτροπή έχει στοιχίσει βαθειά -και ως τώρα, δυστυχώς, ανεπούλωτα όπως καταδεικνύει το δράμα της μαρτυρικής Κύπρου- τραύματα στον εθνικό μας κορμό.
Συνακόλουθο χρέος μας, ιδίως κατ’ αυτή την καθοριστική για το μέλλον του Τόπου και του Λαού μας συγκυρία, είναι να θωρακίσουμε και το κεκτημένο, το οποίο προήλθε από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και από την μετέπειτα, πλήρως σύμφυτη με τις δημοκρατικές και πολιτισμικές μας ρίζες, συμπόρευσή μας με άλλους δημοκρατικούς Ευρωπαϊκούς Λαούς στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.
Ενωμένοι τότε, στην συντριπτική μας πλειοψηφία, οι Έλληνες, λόγω και της συνεκτικής και διορατικής ηγεσίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή -χωρίς βεβαίως να υποτιμάται η άκρως θετική συμβολή των λοιπών μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων της εποχής εκείνης- εδραιώσαμε τους δημοκρατικούς θεσμούς πάνω στο στέρεο θεμέλιο του Συντάγματος του 1975. Και έως τώρα όλες οι Κυβερνήσεις, πέρα κι έξω από επιμέρους πολιτικές διαφορές ή και λάθη, μεγαλύτερα ή μικρότερα, γενικότερης στρατηγικής, πιστές στην λαϊκή ετυμηγορία εργάσθηκαν και εργάζονται για την ουσιαστική ενσωμάτωση της Ελλάδας στην μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικογένεια.
Γεγονός το οποίο συνέτεινε, αποφασιστικώς, όχι μόνο στην κοινωνική και οικονομική πρόοδο της Χώρας αλλά και στην εθνική μας ασφάλεια, μεσ’ από την αποτελεσματική άμυνα έναντι υπαρκτών κι επικίνδυνων εξωτερικών απειλών, την οποία ενίσχυσε η δύναμη αποτροπής της ευρωπαϊκής μας υπόστασης.
Σήμερα, μέσα στη δίνη μιας πρωτόγνωρης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης και με το βλέμμα στραμμένο πάντα στα πολύτιμα διδάγματα της κορυφαίας ιστορικής επετείου της 24ης Ιουλίου 1974, καλούμαστε, και πάλιν ενωμένοι στον μέγιστο βαθμό, ν’ αγωνισθούμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, δηλαδή για την συνέχιση της φυσικής και αυτονόητης εθνικής μας πορείας.
Δοθέντος ότι όχι μόνον αυτή είναι η σαφής εντολή όλων των πρόσφατων λαϊκών ετυμηγοριών, αλλά και κάθε αντίθετη επιλογή θ’ απέβαινε, οφθαλμοφανώς, καταστροφική κοινωνικώς, οικονομικώς αλλά και εθνικώς. Και ως προς αυτό το ιστορικό συμπέρασμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις άγνοιας. Τουλάχιστον για όλους εκείνους -που συνθέτουν πάντα, ευτυχώς, την συντριπτική πλειοψηφία- οι οποίοι σέβονται την Ιστορία μας, την Δημοκρατία και την αγωνία και τους αγώνες του Λαού μας.
Ας μου επιτραπεί μια τελευταία, άκρως όμως αναγκαία, επισήμανση: Προς όλους τους συμπολίτες μας που, καλόπιστα, προβληματίζονται ως προς το μέλλον και την ουσία της ευρωπαϊκής ενοποίησης πρέπει να διευκρινισθεί τούτο: Είναι απείρως προτιμότερο, μένοντας σταθερά και αποφασιστικά στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ν’ αγωνισθούμε με τους Λαούς της προκειμένου κι εκείνη να διορθώσει τα λάθη της και να ξαναβρεί τις ιδρυτικές της θεμελιώδεις αρχές και αξίες, ιδίως δε αυτές του ανθρωπισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που πρέπει να καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της οικονομικής σύγκλισης υπό όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Εν πάση δε περιπτώσει είναι αδιανόητο να επιλέξουμε τον μοναχικό, και προδήλως αδιέξοδο, δρόμο της κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης και της άκρως διαβρωτικής, έως ολέθριας, εθνικής περιπέτειας.
Την συνεπή τήρηση αυτής της στάσης την οφείλουμε στην Ιστορία μας, την οφείλουμε στα ιερά θύματα και τους μεγάλους αγωνιστές της αντιδικτατορικής πάλης, την οφείλουμε στον εαυτό μας ως σύγχρονων Ελλήνων αλλά και Ευρωπαίων, την οφείλουμε όμως πρωτίστως στις επόμενες γενιές. Τα δικά μας, εκούσια ή ακούσια, λάθη, ιδίως δε λάθη οφειλόμενα στο ότι δεν αντισταθήκαμε, όσο και όταν έπρεπε, στις σειρήνες του λαϊκισμού, δεν επιτρέπεται, επ’ ουδενί, να υποθηκεύουν άλλο πια το μέλλον τους και την προοπτική τους. Καιρός λοιπόν ν’ αναλάβουμε τις ιστορικές ευθύνες που αναλογούν σε καθένα και καθεμιά και, επέκεινα, ν’ αρθούμε συλλογικώς στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων που βιώνουμε.