Γιατί το ΠΑΣΟΚ έχει περισσότερα σημεία επαφής με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ του αριστερού λαϊκισμού
Ενώ το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ εξελίσσεται και ολοκληρώνεται το βράδυ, αναδεικνύεται και πάλι, στην Κοινή Γνώμη, το ζήτημα των μετεκλογικών συνεργασιών, αν η Νέα Δημοκρατία δεν πετύχει την αυτοδυναμία που επιδιώκει.
του Θοδωρή Καλούδη
Θεωρούμε πως το ΠΑΣΟΚ έχει περισσότερα σημεία επαφής με τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη παρά με τον αριστερόστροφο ΣΥΡΙΖΑ του λαϊκισμού και των πολλών καπετανάτων. Αλλά και η βάση του, στην πλειοψηφία της όπως δείχνουν τα γκάλοπ, συμφωνεί περισσότερο με τις βασικές πολιτικές του πρωθυπουργού και λιγότερο με τις αμφιλεγόμενες διακηρύξεις του κ. Τσίπρα.
Οι σχέσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν περάσει από «σαράντα κύματα». Υπήρξαν στο παρελθόν, εκρηκτικές, «επιθετικές» και κραυγαλέα πολωτικές σχέσεις. Αλλά όταν η χώρα βρέθηκε ένα βήμα πριν την καταστροφή, οι ηγεσίες των δύο κομμάτων επέλεξαν – με ευθύνη, τόλμη αλλά και πολιτικό κόστος – την εθνική συνεννόηση και τη συγκυβέρνηση, θάβοντας έκτοτε οριστικά τα «τσεκούρια του πολέμου» και μπαίνοντας πλέον σε ένα ανταγωνισμό στον οποίο επικρατεί ο πολιτικός πολιτισμός.
Οι καιροί έχουν αλλάξει. Σήμερα το Κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ παραμένει σταθερά αντίπαλος της Κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας, επιδιώκοντας την εφαρμογή ενός καθαρού σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου στη χώρα. Αλλά και τα δύο κόμματα βρίσκονται στην ίδια όχθη της εθνικής προοπτικής. Απέναντι είναι ο λαϊκισμός και η περιπέτεια.
Το έδειξε άλλωστε η βάση της «Δημοκρατικής Παράταξης»: Πολλοί κεντρώοι ψηφοφόροι στις εκλογές του 2019, μπροστά στις κάλπες, προσπέρασαν το ΠΑΣΟΚ και επέλεξαν τα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ταυτίστηκαν με το παρελθόν της Δεξιάς. Στήριξαν συνειδητά την ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα, μετά τη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ. Και εξέφρασαν, με την επιλογή τους, την ελπίδα μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής στο πρόσωπο ενός πολιτικού περισσότερο «κεντρώου» και λιγότερο «κλασσικού δεξιού», του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μην ξεχνάμε: Οι κεντρώοι που στήριξαν τη ΝΔ, στις εκλογές του 2019, ήταν οι καθοριστικοί ψηφοφόροι στη συγκρότηση του μετώπου του αυτονόητου, που αποκαθήλωσε ένα ανερμάτιστο σύστημα, το οποίο ταλαιπώρησε και δίχασε τη χώρα, για σχεδόν πέντε χρόνια. Και ενίσχυσαν έτσι τη, κυβερνητική δυναμική που ανάπτυξε για τη ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός με τη σειρά του, έχοντας πλήρη αίσθηση της ιστορικής συγκυρίας, συγκρότησε ένα κυβερνητικό σχήμα στο οποίο συμπεριέλαβε πολιτικά και κοινωνικά στελέχη της παράταξης που εκπροσωπεί παραδοσιακά το ΠΑΣΟΚ. Στο Συνέδριο της ΝΔ, ο πρωθυπουργός έκανε μάλιστα σαφές ότι αυτήν την κοινωνική συμμαχία, που συγκροτήθηκε το 2019, τη θέλει δίπλα του και θεωρεί ότι μαζί της θα κερδίσει ξανά τις εκλογές.
Αλλά και ο Νίκος Ανδρουλάκης επιθυμεί να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους της παράταξής του, που τώρα βρίσκονται στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Όπως επίσης και εκείνους που υπέκυψαν στις σειρήνες του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι μόνο θα ανεβάσει τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και θα κάνει το κόμμα του ουσιώδη παράγοντα εξελίξεων.
Αυτό τον οδηγεί σε ένα δύσκολο «διμέτωπο» αγώνα, η αποτελεσματικότητα του οποίου θα φανεί όχι από ασκήσεις πολιτικής ισορροπίας, αλλά κυρίως από το πως θα συνθέσει το νέο «αφήγημα της Δημοκρατικής Παράταξης» που θα προτείνει στο εκλογικό σώμα ως το σύγχρονο εθνικό αφήγημα της επόμενης περιόδου.
Ποιόν δρόμο λοιπόν θα επιλέξει το ΠΑΣΟΚ μετά τις διπλές εκλογές, αν ο λαός δεν δώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και πιθανότατα πρώτο κόμμα θα είναι η Νέα Δημοκρατία; Προφανώς αυτό δεν θα μας το πει σήμερα ο κ. Ανδρουλάκης. Και είναι λογικό.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προχώρησε όμως στο Συνέδριο σε μια «Δελφική Χρησμοδοσία» που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Τα κόμματα,είπε, οφείλουν και δικαιούνται να έχουν τις εκλογικές τους φιλοδοξίες και στοχεύσεις. Αυτό προφανώς ισχύει και για το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ που δικαιούται το καλύτερο. Κανένα κόμμα δεν έχει υποχρέωση να διευκολύνει τα αλλά». Για να προσθέσει με νόημα: «Η δημοκρατία κινείται πάντα μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας. Τα πράγματα κρίνονται καταρχάς εκλογικά. Αργότερα όμως κρίνονται ιστορικά (…) Εύχομαι, λοιπόν, στην Παράταξη να κερδίσει και τη μάχη της συγκυρίας και τον πόλεμο της Ιστορίας».
Πηγή: economico.gr