Η ΝΕΡΙΤ ως πολιτικό πρόβλημα

Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς, ότι η ελληνική κοινωνία ως πολιτική κοινωνία δε διαθέτει δημόσια σφαίρα επικοινωνίας, ενημέρωσης και πληροφόρησης. Και εάν κάποιος αντιτείνει ότι λειτουργεί η ΝΕΡΙΤ ως τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός σταθμός αυτός δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα στο διοικητικό – γραφειοκρατικό μηχανισμό και τον επικοινωνιακό θεσμό. Πρόκειται για μία θεμελιώδη διαφορά, την οποία γνωρίζει στοιχειωδώς κάθε πεφωτισμένος ακροατής ραδιοφωνικού σταθμού ή θεατής τηλεοπτικού καναλιού και οπωσδήποτε κάθε πρωτοετής φοιτητής των πολιτικών επιστημών.

Ας συνοψίσουμε όμως πρώτα τα εμπειρικά δεδομένα και στη συνέχεια να αναπτύξουμε την επιχειρηματολογία μας, η οποία θα μας οδηγήσει στο τελικό κριτικό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κοινωνία στερείται πολιτικής δημόσιας σφαίρας. Η 11η Ιουνίου του 2013 έχει καταγραφεί ως η «μαύρη μέρα» στην ιστορία της ελληνικής δημοκρατίας. Τότε με απολυταρχική μέθοδο και ολοκληρωτικό τρόπο η συγκυβέρνηση των Σαμαρά – Βενιζέλου έλαβε την πολιτική απόφαση να καταργήσει την ΕΡΤ. Τότε ήταν που αποχώρησε από το κυβερνητικό σχήμα η ΔΗΜ.ΑΡ. Μέχρι να ιδρυθεί ο νέος φορέας με το όνομα: ΝΕΡΙΤ μεσολάβησε ένα χρονικό διάστημα που λειτούργησε υποτυπωδώς το υβρίδιο: ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ (ΔΤ). Στο διοικητικό γραφειοκρατικό επίπεδο τέθηκε σε εφαρμογή το νέο νομικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπει τη λειτουργία εποπτικού συμβουλίου, διοικητικού συμβουλίου, διοικητικής οργάνωση και στελέχωσης. Στο ίδιο νομικό πλαίσιο η ΝΕΡΙΤ ρυθμίζεται και ως επικοινωνιακός θεσμός. Όχι μόνο ως διοικητικός μηχανισμός. Στην πρόσφατη κρίση (με την παραίτηση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου Αντ. Μακρυδημήτρη και του αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου Ρ. Μορώνη) αυτό που «αποδομήθηκε» δεν είναι μόνον η διοικητική υπόσταση της ΝΕΡΙΤ αλλά και η ίδια η επικοινωνιακή ύπαρξή της. Με άλλα λόγια, η δυνατότητά της να παίζει το ρόλο της ως «μέσο μαζικής επικοινωνίας» (ΜΑΕ).

Αλλά ας εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά: όταν λέμε ότι ένας τηλεοπτικός σταθμός είναι πρωτίστως επικοινωνιακός θεσμός εννοούμε, ότι επιτελεί τρία πολιτικά έργα (τρεις πολιτικές εργασίες): πρώτον, μετατρέπει τα γεγονότα (τα συμβάντα) σε ειδήσεις. Εάν ακολουθήσει κανείς μία κατασκευαστικής εμπνεύσεως πολιτική φιλοσοφία θα μπορούσε να μιλήσει ακόμη και για «κατασκευή των ειδήσεων». Δεύτερον, μετασχηματίζει την κοινωνική συνείδηση σε κοινή γνώμη και τρίτον οι διακινούμενες ιδέες και τα περιεχόμενα μέσω των σταθμών και των καναλιών και των δικτύων ασκούν κριτική στην πολιτική εξουσία.

Συνοψίζοντας ως καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας ισχυρίζομαι ότι η πρόσφατη κρίση στη ΝΕΡΙΤ δεν είναι διοικητική. Είναι επικοινωνιακή. Είναι θεσμική. Είναι πολιτική. Οι ιθύνοντες εμποδίσθηκαν να εκτελέσουν τα τρία πολιτικά έργα που από το ίδιο το πράγμα που ονομάζεται: δημόσια σφαίρα και τη φύση του προκύπτουν και μπορούμε όλοι μας ως πολίτες να προχωρήσουμε πιο πέρα: να σκεφθούμε, ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως αυτοποιητικό σύστημα (κατά τον Luhmann) δεν είναι ένα μεταφυσικό κατασκεύασμα, αλλά είναι πράγματα στα οποία εμείς οι ίδιοι συμμετέχουμε, εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε, εμείς οι ίδιοι βλέπουμε (τηλεόραση), εμείς οι ίδιοι ακούμε (ραδιόφωνο), εμείς οι ίδιοι ανακατασκευάζουμε στο μυαλό μας ότι ακούμε ή βλέπουμε (που άραγε;).

Από τις τρεις πολιτικές εργασίες που επιτελούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην ελληνική δημόσια σφαίρα καμία δεν εντάσσεται σε καθεστώς ορθολογικής καθαρότητας. Θα περίμενε όμως κανείς έστω για την περιώνυμη κρατική τηλεόραση να είχε απαλλαγή από το «σύνδρομο του ολοκληρωτισμού». Ο έλεγχος, η λογοκρισία, η επιτήρηση, ο «ολοκληρωτισμός» αναβίωσαν στην πρόσφατη κρίση στη ΝΕΡΙΤ και όλοι εμείς οι πεφωτισμένοι τηλεθεατές υπεστήκαμε μία ακόμη ταπείνωση! Από τη δεκαετία του ’70 ζούμε σε καθεστώς τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού, επειδή κανείς σ’ αυτή την κοινωνία δεν κατάλαβε τη διαφορά ανάμεσα στο μηχανισμό της προπαγάνδας και στον επικοινωνιακό θεσμό. Και όσο η ελληνική κοινωνία δε θα μπορεί να «κατασκευάσει» ελεύθερα, ανεξάρτητα, αυτόνομα μέσα ενημέρωσης, τόσο θα παραμένει καθηλωμένη κάτω από δεσμά ολιγαρχικά και φεουδαρχικά.

Οι ίδιοι οι συγκυβερνήτες νομοθέτησαν ένα τέλειο διοικητικό πλαίσιο για τη δημόσια τηλεόραση και οι ίδιοι αυτοί ήταν που δεν άντεξαν να αναπνεύσουν τον αέρα της αστικής νεωτερικής δημιουργικής ελευθερίας και πνίγηκαν στον ωκεανό του ολοκληρωτισμού. Από την άλλη όσον αφορά την επικοινωνιακή διάσταση επιμένουν στην κλασική εκδοχή της αντικειμενικότητας και αυτή η εκδοχή μετατρέπεται στην πραγματολογική παγίδα τους. Έφτιαξαν ένα μόρφωμα επικοινωνιακού ολοκληρωτισμού, το οποίο δε συναντάει κανείς πουθενά. Δεν το έβλεπε κανείς ούτε στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Και όλοι οι έλληνες πολίτες αναρωτιούνται επιτέλους: τι ακριβώς συμβαίνει;

Η απάντηση έχει ως εξής: η ελληνική κοινωνική ως πολιτική κοινωνία δεν μπορεί να αποκτήσει έναν μηχανισμό, μέσω του οποίου να επιτελούνται οι τρεις πολιτικές εργασίες, στις οποίες αναφερθήκαμε. Οι τρείς αυτές εργασίες εκτελούνται σε κάθε νεωτερική και σύγχρονη αστική (καπιταλιστική) κοινωνία. Προφανώς η ελληνική κοινωνία για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους (οι πρόσφατοι λόγοι έχουν να κάνουν με τη χούντα και με τις άδειες για την ιδιωτική ραδιοφωνία – τηλεόραση κατά τα έτη 1989 – 1990) δεν επωμίσθηκε αυτές τις πολιτικές εργασίες και έμεινε καθυστερημένη ως πολιτική οντότητα.

Το συμπέρασμά μας είναι: Η κατάργηση της ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2013 και η πρόσφατη κρίση στη ΝΕΡΙΤ είναι συμβάντα που έχουν έναν κοινό πραγματολογικό και ερμηνευτικό παρανομαστή: η ελληνική πολιτική κοινωνία δεν μπορεί να αποκτήσει δημόσια σφαίρα η οποία να επιτελεί πολιτική εργασία, αλλά θα είναι μόνο διοικητικός μηχανισμός, ο οποίος εκτελεί έργο προπαγάνδας και ακόμη χειρότερα εργασία ολοκληρωτισμού.