Της Αγγελικής Μπουρσινού
Η χώρα μας βάλλεται πανταχόθεν και παντοιοτρόπως. Πρόκειται για πραγματικότητα την οποία κανείς δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει. Οι εξελίξεις στο μέτωπο τις πανδημίας του κορωνοϊού είναι καταιγιστικές, με την κυβέρνηση να παλεύει με νύχια και με δόντια προκειμένου να στήσει ένα αδιαπέραστο φράγμα που θα να ανακόψει την μανιώδη ορμή του δεύτερου κύματος της νόσου. Λόγω της γεωμετρικής αύξησης που παρατηρείται στον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων, θανάτων και νοσηλευομένων σε ΜΕΘ, το Εθνικό Σύστημα Υγείας υφίσταται σφοδρότατες πιέσεις και φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μια ανάσα πριν το μακάβριο και οδυνηρό δίλημμα επιλογής: Ποιος περιθάλπεται με τον ενδεδειγμένο τρόπο και ποιος αφήνεται στη μοίρα του.
Δεδομένης μάλιστα της ισχυρής επιδημιολογικής επιβάρυνσης που εντοπίζεται στη Βόρεια Ελλάδα, το υπουργείο Υγείας αποφάσισε το βράδυ της Πέμπτης να προχωρήσει στην επίταξη 200 κλινών ιδιωτικών νοσοκομείων για ασθενείς με COVID-19. Το σχετικό τελεσίγραφο που είχε απευθύνει προς τους ιδιοκτήτες εξέπνευσε δίχως κάποια ανταπόκριση, οπότε από την επομένη τίθεται σε εφαρμογή η κυβερνητική αυτή επιταγή. Η λέξη επίταξη παραπέμπει σε συνθήκες επιστράτευσης. Φρονώ ότι καθίσταται κάτι παραπάνω από σαφές ότι η χώρα αποτελεί πλέον εμπόλεμη ζώνη. Ενόψει της πραγματικότητας αυτής, στο βωμό της δημόσιας ωφέλειας «θυσιάζονται» στοιχεία ιδιωτικής περιουσίας και προσωπικές υπηρεσίες. Είναι κάτι που θα γίνει και επιβάλλεται να γίνει.
Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πολυτιμότερο από το έννομο αγαθό της ζωής και της δημόσιας υγείας. Οποιαδήποτε ένσταση επί του εν λόγω ζητήματος περιττεύει. Δεν θα πρέπει φυσικά να λησμονούμε και μια άλλη σημαντική παράμετρο που δυσχεραίνει έτι περαιτέρω τη διαχείριση της πολυεπίπεδης κρίσης που διέρχεται η χώρα μας. Και αυτή δεν είναι άλλη από την επιδείνωση που έχει προκληθεί στην πορεία της οικονομίας λόγω του δεύτερου lockdown. Τη στιγμή που η παρτίδα ήταν ήδη χαμένη, αφού τα προσδοκώμενα κέρδη από τον τουρισμό πήγαν περίπατο, ήρθε και η δεύτερη πανεθνική καθολική απαγόρευση και παρέσυρε στο διάβα της ότι είχε απομείνει. Το «πάγωμα» στη λειτουργία των επιχειρήσεων όχι μόνο αποτελεί τροχοπέδη για την μελλοντική ανάπτυξη, αλλά οδηγεί στον γκρεμό τους κόπους και την ελπίδα των αγανακτισμένων πλέον ιδιοκτητών. Η ζημία είναι υπέρμετρη και τα έκτακτα επιδόματα δεν μπορούν να χρυσώσουν το χάπι κανενός.
Κι ενώ η χώρα μας βρίσκεται στη «δίνη του κυκλώνα», με την κυβέρνηση να προσπαθεί να μοιράσει σωσίβια σωτηρίας, στην αντίπερα όχθη σύσσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση εξαπολύει βολές εναντίον της, απόδιδοντάς της μομφές για προχειρότητα και απουσία οργανωμένου σχεδιασμού. Ενδεικτικά το ΚΙΝΑΛ επεσήμανε ότι η κυβέρνηση κινείται με γνώμονα τη λογική «βλέποντας και κάνοντας» και το ΚΚΕ υπογράμμισε ότι «τα μπαλώματα στο σύστημα υγείας βαπτίστηκαν ως θωράκιση».
Και έρχομαι στον ΣΥΡΙΖΑ που καθόλου τυχαία δεν άφησα τελευταίο. Τελευταίος αλλά όχι καταϊδρωμένος και θα εξηγήσω εν συνεχεία το λόγο. Ο αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, στρεφόμενος ευθέως κατά του πρωθυπουργού ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «αυτή η χώρα έχει 11 εκατομμύρια ατομικές ευθύνες, πλην μιας..αυτής του Κυριάκου Μητσοτάκη». Κατηγόρησε παράλληλα το σύνολο της κυβέρνησης για « πολιτική κερδοσκοπία πάνω στην κρίση και τον ανθρώπινο πόνο», προσθέτοντας ότι θα επιθυμούσε πολύ να έχει απέναντι του μια αντιπολίτευση σαν αυτή που έχουν αυτοί σήμερα.
Και από το σημείο αυτό άρχισε η καθημερινή ανταλλαγή πυρών μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως μέσω έκδοσης ανακοινώσεων από τα γραφεία Τύπου των δύο κομμάτων.
Στο στόχαστρο μάλιστα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρέθηκε το εθνικό σχέδιο για τον εμβολιασμό, το οποίο παρουσιάστηκε από τον υπουργό Υγείας το απόγευμα της Τετάρτης. Λίγη ώρα μετά τις σχετικές ανακοινώσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να τονίσει με αιχμηρό τρόπο ότι «η κυβέρνηση αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ, συνεχίζει το εμπόριο ελπίδας με ένα εμβόλιο που ακόμη δεν βρίσκεται καν διαθέσιμο». Οι δηλώσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να μείνουν ασχολίαστες, με την Πειραιώς να απαντά ότι αυτοί «κλείνουν το μάτι στους οπαδούς του αντιεμβολιαστικού κινήματος» διερωτώμενη αν υπάρχει «εμβόλιο για τον λαϊκισμό».
Δύο ερωτήματα προκύπτουν από τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Τόσο παράξενο είναι να ακούγεται η φωνή της αντιπολίτευσης και σε δεύτερο χρόνο γιατί τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρείται καταϊδρωμένος; Ας αρχίσουμε λοιπόν να δομούμε το συλλογισμό μας. Όχι μόνο παράξενο δεν είναι αλλά στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θεωρείται και επιβεβλημένο. Στο πρόσωπο της αντιπολίτευσης αναγνωρίζονται θεμελιώδη δικαιώματα όπως το δικαίωμα λόγου στο Κοινοβούλιο και το δικαίωμα ελέγχου της κυβέρνησης μέσω ερωτήσεων.
Πρόκειται μάλιστα για «προνόμια» που εκπορεύονται από το θεμελιωδέστερο νομοθέτημα της χώρας μας και προβλέπονται από τον Κανονισμό της Βουλής. Ο αντιπολιτευτικός διάλογος αποτελεί αναγκαίο συστατικό για μια υγιή δημοκρατία. Αυτό το «υλικό», ωστόσο, για να οδηγήσει σε μια πετυχημένη «συνταγή» θα πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά. Όταν συχνά καταντά να φτάνει σε σημεία κατώτερα των περιστάσεων ούτε τον σκοπό του επιτελεί ούτε βέβαια δίνει λύση στα φλέγοντα ζητήματα που ταλανίζουν το σύνολο της χώρας.
Δεν έχω πρόθεση να αποδώσω κατηγορίες σε κανέναν. Σαν εξωτερικός παρατηρητής διακρίνω όμως μια ελαφρώς χαιρέκακη και σχεδόν παιδαριώδη κριτική που δεν δίνει λύση στο πρόβλημα. Έχω δηλαδή την αίσθηση ότι η αντιπολίτευση έχει προσδεθεί στο άρμα της και εξαντλεί το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της στην εξακόντιση βελών κατά της κυβέρνησης. Ίσως τώρα να βρήκε και τους λόγους, τους οποίους στο πρώτο κύμα της πανδημίας δεν είχε καθώς η επιτυχημένη κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφισβήτησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δεν έρχεται καταϊδρωμένος διότι η κυβέρνηση υποκύπτει στον «πειρασμό» και απαντά στο σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της Κουμουνδούρου. Παρά το γεγονός ότι στα πλαίσια των προσπαθειών τιθάσευσης του δεύτερου κύματος της πανδημίας έχουν σημειωθεί ορισμένες αστοχίες εκ μέρους της, θα πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένη στο δύσκολο έργο της. Εξάλλου οι δημοσκοπήσεις έως τώρα φαίνεται να τη δικαιώνουν. Τέτοιου είδους έριδες θα πρέπει πάραυτα να παύσουν. Η ιστορία άλλωστε μας έχει διδάξει ότι χειρότεροι πόλεμοι για το έθνος δεν αποτέλεσαν οι παγκόσμιοι αλλά οι εμφύλιοι.
Πέραν τον εμβολίων, κύμα αντιδράσεων ήγειρε και η απόφαση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ να απαγορεύσει τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις άνω των τεσσάρων ατόμων σε όλη την επικράτεια ενόψει του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου. Δεν προτίθεμαι, ωστόσο, παρά την παράλληλη νομική μου ιδιότητα να τοποθετηθώ επί της συνταγματικότητας ή μη του μέτρου. Το έκανε –με ομολογουμένως μεγάλη αποτυχία- μεγάλη μερίδα μη νομικών αλλά και κάποιοι εκπρόσωποι του νομικού κόσμου, οι οποίοι έσπευσαν να εκδώσουν «απόφαση». Κάθε άποψη είναι σεβαστή. Τον τελευταίο όμως λόγο έχει το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, ήτοι το ΣτΕ, το οποίο και απεφάνθη. Το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την ετυμηγορία του είναι άλλο ζήτημα.
Τα καλά νέα της «ημέρας» είναι ότι το εμβόλιο κατά του «αόρατου εχθρού» βρέθηκε, και στο αχαρτογράφητο πεδίο του τρόπου αντιμετώπισής του πέφτει σιγά σιγά λίγο φως. Το μόνο που -προς το παρόν- φαίνεται να απουσιάζει είναι η προσήλωση όλων των κομμάτων και των οπαδών τους στην κοινή προσπάθεια απαλλαγής από τον ιό και σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αδιαπραγμάτευτα αποκλειστικά και μόνο μέσω της σύνθεσης ενός αρραγούς εθνικού μετώπου. Η κυβέρνηση να εστιάσει στο στόχο της και η αντιπολίτευση να τη συνδράμει με ουσιαστικές προτάσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, η χώρα θα συνεχίσει ες αεί να νοσεί όχι πια από κορωνοϊό αλλά από το αιώνιο «αυτοάνοσο νόσημα» της διχόνοιας, που αποτελεί το διαχρονικότερο πάθος της φυλής μας.