της Έλλης Τριανταφύλλου
Δεν συνηθίζω να γράφω επί προσωπικού. Στην πραγματικότητα, το απεχθάνομαι. Ομως, υπάρχουν στιγμές, όπως η συγκεκριμένη, που ακόμα κι αυτή η ταπεινή αφιέρωση ψυχής, αποκτά νόημα και δίνει στο πνεύμα των Χριστουγέννων την ουσιαστική του σημασία : Την πραγματική, πηγαία, ανεπιτήδευτη αγάπη του ανθρώπου προς τον άλλον άνθρωπο.
Το περασμένο Σάββατο, η 13χρονη κόρη μου ανέβασε εξαιρετικά υψηλό πυρετό. Ακολούθησα τις οδηγίες της γειτόνισσας παιδιάτρου που είχα γνωρίσει μόλις την προηγούμενη μέρα, αλλά εκείνος αντιστεκόταν σε κάθε οδηγία και φαρμακευτική αγωγή. Είχε φωλιάσει στο κόρμί της και επιδείκνυε με θρασύτητα την εξουσία του στο άγουρο εφηβικό της κορμί.
Την επομένη το απόγευμα, την αναζήτησα στο τηλέφωνο έντρομη. Εβρεχε καταρρακτωδώς και φύσαγε μανιωδώς. Εφτασε σε δέκα λεπτά στο σπίτι μου, καλυμένη μόνο με ένα μπουφάν με κουκούλα, λαχανιασμένη από την ανηφόρα, μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο, αλλά χαμογελαστή. Προφανώς όχι χαρούμενη, αλλά αποφασισμένη να με αποτρέψει από την ψυχική κατάρρευση που διέκρινε από την πρώτη στιγμή ότι με απειλούσε ευθέως. Εμεινε στο σπίτι μου πολύ ώρα και συμμετείχε ενεργά στον άνισο αγώνα με τον πυρετό. Εβρεχε πετσέτες και τύλιγε το παιδί μου, σχεδόν με την ίδια στοργή που το έκανα κι εγώ μέχρι η ίδια να χτυπήσει το κουδούνι μου.
Προσπάθησε να με πείσει ότι έπρεπε να παραμείνω ψύχραιμη και να δώσω χρόνο στον πυρετό να υποχωρήσει. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσα να την ακούσω όσο κι αν το λαχταρούσε η ψυχή μου. Συναίνεσε – με βαρειά καρδιά – στην έκκλησή μου να τη μεταφέρω στο νοσοκομείο Παίδων, παρ ότι εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι δεν το θεωρούσε απολύτως αναγκαίο. Και είχε και δίκιο! Η ολονύχτια εμπειρία στο συγκεκριμένο νοσοκομείο έδωσε υλικό, όχι για ένα αλλά για δέκα άρθρα, που όμως, δεν είναι της στιγμής.
Οταν καταρρίφθηκαν το ένα μετά το άλλο τα μαύρα σενάρια που απαριθμούσε το μυαλό μου καθισμένη στο καρεκλάκι του ασθενοφόρου κι επιστρέψαμε στο σπίτι μας, αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη μου ήταν η αντίδραση της παιδιάτρου – γειτόνισσας στην εύλογη ερώτησή μου «τί σας χρωστάω».
«Ντροπή!», μου απάντησε αυθόρμητα η κυρία Σοφία. «Είμαι γιατρός»! Το είπε αυθόρμητα και απλά. Σα να έλεγε, πεινάω ή ζεσταίνομαι. Χωρίς απολύτως κανέναν στόμφο ή επιτήδευση. Φόρεσε την κουκούλα από το μπουφάν της και κατηφόρησε τις σκάλες. Τρεις ώρες αργότερα, στη μέση της νύχτας, μου τηλεφώνησε για να με ρωτήσει τί έδειξαν οι εξετάσεις. Ημασταν ακόμα στο νοσοκομείο και περιμέναμε τις απαντήσεις. «Να με ενημερώσετε, ό,τι ώρα κι αν είναι», μου είπε.
Την επόμενη μέρα, με το παιδί ξαπλωμένο στην ασφάλεια του κρεββατιού του, θυμήθηκα αυτή την περιβόητη συζήτηση για τις αξιολογήσεις γιατρών και λοιπών επιστημόνων. Και σκέφτηκα ότι η απάντηση είναι τόσο, μα τόσο απλή : Ο γιατρός είναι γιατρός και φαίνεται! Φαίνεται όταν είναι, φαίνεται κι όταν δεν είναι! Αν μπορούσε να μετρηθεί η ανθρωπιά και η αγάπη για τον πλησίον, το θέμα της αξιολόγησης θα λυνόταν αυτομάτως!
Καλή της ώρα! Τυχερά τα παιδιά που φτάνουν στο γιατρικό της κατώφλι.
πηγή: economico.gr