Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του συντάγματος εντός του έτους 2019 θα διεξαχθούν οι κοινοβουλευτικές εκλογές. Προβλέπεται ότι θα διενεργηθούν με τη λήξη της τετραετίας, δηλαδή μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Για την ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία, σπανίως ισχύουν οι συνταγματικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή των εκλογών. Δεν κρίνω απαραίτητο να αναφέρω όλες ή έστω μερικές περιπτώσεις διακοπής της τετραετίας η οποία έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά! Αλλά θα τονίσω με έμφαση γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο: είναι ιστορικό κατάλοιπο της μεταπολεμικής περιόδου (δηλαδή της ιστορικής φάσης μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου – μετά το έτος 1949) κατά την οποία ο σχηματισμός των κυβερνήσεων δεν προέκυπτε από το θεσμικό «κοινωνικό συμβόλαιο», δηλαδή από την πολιτική συμφωνία ανάμεσα στους εκλέκτορες και τους αντιπροσώπους, αλλά μέσω εξω-θεσμικών μηχανισμών.
Πριν προχωρήσω όμως στην ανάλυσή μου οφείλω να διευκρινίσω ότι δεν είμαι πολιτικός επιστήμων, ούτε και ιστορικός των κοινοβουλευτικών πραγμάτων του τόπου μας. Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας επιχειρώ να ερμηνεύσω πράγματα, τα οποία σε μία ορθολογική πολιτική κοινωνία είναι αδιανόητα. Και ξεκινάμε πάντοτε από τα πραγματικά δεδομένα: από το Σεπτέμβριο του έτους 2015, την κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ (μετά την πρώτη κυβερνητική περίοδο του Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου) για να διεκπεραιώσει το πολιτικό έργο της εφαρμογής των τεχνοκρατικών μνημονίων σε πρώτη φάση και σε δεύτερη φάση να εφαρμόσει το πρόγραμμα της ιδεολογίας της Αριστεράς. Το δεύτερο πραγματικό δεδομένο έχει να κάνει με τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (δηλαδή της Ν.Δ.), η οποία με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση άρχισε να αμφισβητεί την κυβερνητική εξουσία και διαρκώς να θέτει ζητήματα νομιμοποίησης (βλ. π.χ. συγκεντρώσεις με το σύνθημα: «παραιτηθείτε» κ.α.).
Εάν λοιπόν πάνω στο τραπέζι της συζήτησής μας έχουμε αυτά τα δύο πραγματικά δεδομένα, δηλαδή την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση μέσω του θεσμικού «κοινωνικού συμβολαίου», δηλαδή μέσω των εκλογών, από τη μία και από την άλλη το λόγο περί προβληματικής νομιμοποίησης στην άσκηση της εξουσία, όπως ισχυρίζεται η αξιωματική αντιπολίτευση, τότε το πρόβλημα για την ελληνική πολιτική κοινωνία είναι δομικό και τελικά συγκροτησιακό και αναφέρεται στον ίδιο τον πολιτικό πυρήνα της. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, ότι εάν κατά την ιστορική φάση της μεταπολίτευσης (1974 – 2010) είχαν επικρατήσει έστω στοιχειώδεις πραγματολογικές συνθήκες λειτουργίας της πολιτικής κοινωνίας στην κοινωνία μας, στη σημερινή συγκυρία τα ίδια πράγματα που έχουν ορθολογικό χαρακτήρα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Και είναι τραγικό, να διατρέχουμε μία ολόκληρη κοινοβουλευτική τετραετία (2015 – 2019) και η αξιωματική αντιπολίτευση με τον πολιτικό λόγο της να ανατρέχει σε προ-πολιτικές καταστάσεις.
Ποιό είναι λοιπόν το δομικό πρόβλημα της πολιτικής κοινωνίας μας; Θα επιχειρήσω να το περιγράψω αναλυτικά: οι πολιτικές δυνάμεις, οι εκάστοτε κομματικοί σχηματισμοί στις επιμέρους δομές τους και στις διαδικασίες λειτουργίας τους δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και σ’ αυτό που εμείς οι φιλόσοφοι ονομάζουμε: «κοινωνικό βιόκοσμο». Η άσκηση της πολιτικής εξουσίας αποτελεί ξένο σώμα σε σχέση προς τα πράγματα του καθημερινού ανθρώπου. Πολιτική εξουσία και κοινωνικός βιόκοσμος στην ελληνική πολιτική κοινωνία δεν μπορούν να διαμεσολαβηθούν. Ή ορθότερα, ενώ βρέθηκε ένας τρόπος διαμεσολάβησης, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση επινόησε ακόμη και εντός των τεχνοκρατικών μνημονίων, η ίδια η ελληνική κοινωνία δεν το έχει αντιληφθεί. Για να το πω απλά: οι επιδοματικές πράξεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμία σχέση με τις πελατειακές σχέσεις της Δεξιάς. Η Δεξιά μέσω της «μεταμόρφωσης» των πολιτών σε πελάτες, επεδίωκε από τη μεταπολεμική περίοδο την διαιώνισή της στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω των επιδοματικών πολιτικών του στοχεύει στην πρακτική εφαρμογή της αριστοτελικής ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το δομικό λοιπόν πρόβλημα της πολιτικής κοινωνίας στον τόπο μας, ορίζεται ως αναντιστοιχία ανάμεσα στην αντιπροσώπευση και τους αντιπροσωπεύομενους, ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες. Αυτή η «διαφορά» (κατά τον Derrida) ανάμεσα σε δύο ομάδες του πληθυσμού δεν είναι «ουδέτερη». Αντιθέτως οι «διαφορά» ή η αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό επίπεδο και τους εκλέκτορες, τελικά την ίδια την κοινωνία, μπορεί να καλυφθεί μόνον και εάν διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ιδεών, το οποίο θα γεφυρώνει τις δύο όχθες. Διευκρινίζω, ότι σε άλλες πολιτικές κοινωνίες όπως π.χ. στη γερμανική, δεν υφίσταται αυτή η δομική «διαφορά» ως συγκροτησιακό στοιχείο της λειτουργίας τους.
Κλείνοντας αυτές τις σύντομες παρατηρήσεις μου τονίζω δύο σημεία: πρώτον, ότι επί διακυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήθηκε να αμβλυνθεί αυτή η «διαφορά». Ελπίζουμε όλοι, ότι τη δεύτερη κοινοβουλευτική τετραετία θα εφαρμοσθούν πολιτικές και πρακτικές της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεύτερον, η Δεξιά, εξ ορισμού, δεν μπορεί να αντιληφθεί το δομικό πολιτικό πρόβλημα της κοινωνίας μας, επειδή η ίδια ως μηχανισμός εξουσίας από τη μεταπολεμική περίοδο δεν ανέχεται νέα κομματικά σχήματα (όπως π.χ. είναι ο ΣΥΡΙΖΑ) και επιπλέον δεν μπορεί να ενταχθεί στη διαβουλευτική δημοκρατία της σύγχρονης εποχής.