Την 1η Ιανουαρίου 2015 πέθανε ο μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Ulrich Beck σε ηλικία 70 ετών από έμφραγμα. Είχα συνδεθεί μαζί του με προσωπική φιλία και συνεργάσθηκα σε επιστημολογικό επίπεδο σε συνέδρια και σε επιστημονικές ημερίδες. Υπήρξε μία λαμπρή επιστημονική προσωπικότητα στη διεθνή κοινότητα του πνεύματος. Γεννήθηκε το 1944 στο Στολπ της Πομερανίας, στη σημερινή πόλη Σλούπσκ της Πολωνίας. Αρχικώς σπούδασε νομικές επιστήμες στο Φράιμπουργκ και στη συνέχει φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το 1972 αναγορεύτηκε διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Ακολούθησε μία παράλληλη επιστημολογική διαδρομή προς εκείνη των εκπροσώπων της τρίτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης (Albrecht Wellmer, Axel Honneth κ.α.) και έθεσε μία σειρά από ριζοσπαστικά ερωτήματα σχετικά με τη δομή και τη συγκρότηση των σύγχρονων κοινωνιών και με τις πραγματολογικές δυνατότητες που οι ίδιες αυτές κοινωνίες μπορούν να επεξεργασθούν για να μετασχηματισθούν. Καθιερώθηκε σε διεθνές επίπεδο το 1986, όταν εκδόθηκε το βιβλίο του με τον τίτλο: «Η κοινωνία της διακινδύνευσης. Καθοδόν προς μίαν άλλη νεωτερικότητα» (Risikogesellschaft. Auf dem weg in eine andere Moderne). Σ’ αυτό το βιβλίο επεξεργάζεται την καινοτόμο θεωρία του για τη διακινδύνευση και τη δεύτερη αναστοχαστική νεωτερικότητα. Ο Beck υποστηρίζει, ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τόσο στο υλικό-τεχνικό επίπεδο όσο και στο συνειδησιακό – πνευματικό επίπεδο συγκροτούνται κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση προς τις κοινωνίες της πρώιμης νεωτερικότητας (τις κοινωνίες του δέκατου ένατου αιώνα και του πρώτου ημίσεως του εικοστού αιώνα). Στους επιμέρους τομείς της κοινωνίας, της οικονομίας, της εργασίας, της τεχνολογίας, του κοινωνικού βιόκοσμου εν γένει πολλαπλασιάζονται οι αβεβαιότητες και αυξάνονται οι κίνδυνοι και όλα όσα δεν μπορούν να προβλεφθούν. Οι τυχαιότητες και οι ενδεχομενικότητες καθίστανται καθημερινά φαινόμενα. Από την άλλη παρατηρείται μέσω της τεχνοκρατίας ένας εκσυγχρονισμός της επιστήμης και το επίπεδο των αποφάσεων αποκτά μία εργαλειακή διάσταση.
Εάν λοιπόν, υποστηρίζει ο Beck, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν ως συγκροτησιακό τους στοιχείο τον εκσυγχρονισμό, ο οποίος διαμορφώνει αφ’ ενός μεν συνθήκες διακινδύνευσης και αφ’ ετέρου πραγματολογικούς όρους εργαλειακού σκέπτεσθαι, τότε επιβάλλεται να αναπτυχθεί αυτό που ονομάζει: «αναστοχαστική νεωτερικότητα». Επιβάλλεται να τεθεί σε εφαρμογή ένας νέου τύπου εκσυγχρονισμός, ο οποίος θα εκσυγχρονίσει τον ίδιο τον εκσυγχρονισμό, για να το πούμε κατά τρόπο παραστατικό. Το αίτημα της αναστοχαστικής νεωτερικότητας είναι για την εποχή μας το πρόσταγμα της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης του ανθρώπου. Και μ’ αυτήν την έννοια ο Ulrich Beck κατατάσσεται στην παράδοση των μεγάλων στοχαστών, που αγωνίζονται για έναν δίκαιο και ανθρώπινο κόσμο.
Ο Beck με το έργο του θα κάνει δύο ακόμη αποφασιστικά βήματα, με τα οποία θα εξειδικεύσει την καθολική θεωρία του για την αναστοχαστική νεωτερικότητα και τον εκσυγχρονισμό του εκσυγχρονισμού. Με το βιβλίο του: «Η επινόηση του Πολιτικού» (Die Erfindung des Politischen, 1993) θα επιχειρήσει να ανανεώσει σε επιστημολογικό επίπεδο την πολιτική φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία. Σ’ αυτό το βιβλίο υποστηρίζει ότι η αναστοχαστική νεωτερικότητα περιλαμβάνει ως θεμελιώδη μέθοδο την ανασυγκρότηση (την επανακάλυψη) της πολιτικής και του πολιτικού στοιχείου εν γένει. Η πολιτική δεν συνδέεται μόνον με το κράτος και δεν αναφέρεται μόνον στη διανομή του κοινωνικού πλούτου πράγμα που συμβαίνει με την πολιτική της πρώιμης νεωτερικότητας. Στις μέρες μας όλα όσα συμβαίνουν σε κάθε πτυχή του κοινωνικού βιόκοσμου είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική. Όλα τα πράγματα της ζωής μας είναι πολιτικά και κατά συνέπεια η πολιτική επαναπροσδιορίζεται όχι μόνον ως μέθοδος που αναφέρεται στην «κατασκευή» της δίκαιης κοινωνίας και του ελεύθερου πολίτη, αλλά στη δημιουργία του ολοκληρωμένου ανθρώπου, ο οποίος τιμά την αξία του ίδιου του ανθρώπου.
Σε ένα άλλο βιβλίο του με τον τίτλο: “Eigenes Leben. Ausflüge in die unbekannte Gesellschaf, in der wir leben” (Η δική μας ζωή. Περιηγήσεις στην άγνωστη κοινωνία που ζούμε) ο Beck εφαρμόζει το θεωρητικό του πρόγραμμα για την αναστοχαστική νεωτερικότητα στην προσωπική βιογραφία των ατόμων. Η μετάβαση από την πολιτική θεωρία στην ατομική ψυχολογία δεν είναι ένα επιστημολογικό πήδημα στο κενό. Αντιθέτως αποδεικνύεται πως η καθολική φιλοσοφική θεωρία του μπορεί να λειτουργήσει με ερμηνευτική επάρκεια για κάθε ατομική βιογραφία στις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες έχουν απαλλαγεί από τα δεσμά της παράδοσης και έχουν μετατρέψει τις μνήμες σε ιστορία. Εάν τα άτομα ως εξατομικευμένες οντότητες στις σύγχρονες κοινωνίες μπορούν να ορίζουν τους εαυτούς τους χωρίς δεσμεύσεις σε παραδόσεις και σε απηρχαιωμένες συλλογικότητες, τότε μπορούν, εννοείται, να διαμορφώνουν μία άμεση σχέση με το εγώ τους και κατά συνέπεια να δημιουργούν τις συνθήκες για τη «δική τους ζωή». Μπορούν ενδεχομένως να ζήσουν στις κοινωνίες της διακινδύνευσης μία αυθεντική «δική τους ζωή» επιτέλους.
Ο Beck με τη θεωρία του για την αναστοχαστική νεωτερικότητα απάντησε στο ερώτημα που έθεσαν οι Horkheimer και Adorno με το βιβλίο τους: «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» (Dialektik der Aufklärung, 1947), σχετικά με την οπισθοδρόμηση της ανθρώπινης ιστορίας και την επανεμφάνιση της βαρβαρότητας. Ο αναστοχασμός πάνω στα ανθρώπινα πράγματα (π.χ. πάνω στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, του οποίου η δραστηριότητα διαμορφώνει συνθήκες διακινδύνευσης παγκοσμίως) συνιστά κατά τον Beck, τη μέθοδο, μέσω της οποίας δομείται και συγκροτείται η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία και η ίδια αυτή κοινωνία αυτοπροσδιορίζεται ως ελεύθερη και δημοκρατική.