Στις μέρες μας υπάρχει ένα «είδος» ψηφοφόρων οι οποίοι σπανίζουν και τελευταία απελπίζονται. Παλαιότερα συνιστούσαν μια μικρή αλλά κρίσιμη μάζα, η οποία καθόριζε τις πολιτικές εξελίξεις. Ηταν οι «κεντρώοι», οι οποίοι μετακινήθηκαν προς τα αριστερά επί Σημίτη και προς τα δεξιά με τον Καραμανλή. Η κρίση τούς έφερε μπροστά σε διλήμματα που δεν περίμεναν ποτέ να αντιμετωπίσουν, όπως π.χ. το αν θα ψηφίσουν Ν.Δ. με επικεφαλής τον Σαμαρά. Το έκαναν υπό την πίεση της πραγματικότητας και του κινδύνου του Grexit, αλλά χάθηκε η ευκαιρία να μεταλλαχθεί μαζί τους και η κεντροδεξιά παράταξη. Επικράτησε ο φόβος των κομματικών αντανακλαστικών και ακολουθήθηκε η πεπατημένη, ειδικά μετά τον μοιραίο ανασχηματισμό ύστερα από τις ευρωεκλογές του 2014.
Η διαδικασία εκλογής ηγέτη στην Κεντροαριστερά προκάλεσε μια νέα χίμαιρα. Αρκετοί, όχι πολλοί, στάθηκαν στην ουρά για να ψηφίσουν πολιτικούς με μεταρρυθμιστικό προφίλ. Απογοητεύθηκαν από το αποτέλεσμα και ένιωσαν σαν να είχαν πάει να ακούσουν λειτουργία σε λάθος ενορία.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια κρίσης και ενός κυνισμού που όσο πάει βαθαίνει. Και αυτό κάνει τους λίγους αυτούς ρομαντικούς πολίτες είτε να μελαγχολούν είτε να πιστεύουν ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Η Ν.Δ. τους φαίνεται παλαιομοδίτικη, η Κεντροαριστερά μια συνέχεια του παλαιού… καλού ΠΑΣΟΚ.
Είναι μάλλον καιρός να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Οι ομάδες που έσπρωξαν τη χώρα για να εκσυγχρονιστεί και να εξευρωπαϊστεί ήταν πάντοτε μειοψηφικές, από την εποχή του Υψηλάντη έως τις μέρες μας. Οι άνθρωποι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο θα μπορούσαν εύκολα να σνομπάρουν τη βαλκανική πραγματικότητα της χώρας αντί να σπρώχνουν μυλόπετρες. Το έκαναν όμως και κατάφεραν να φτιάξουν όραμα για τον τόπο και να συγκινήσουν τη μεσαία τάξη και τους νοικοκύρηδες. Προφανώς έκαναν τους συμβιβασμούς τους και δεν ένιωθαν άνετα με κάθε «συνταξιδιώτη» στην πολιτική τους διαδρομή. Δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος. Όσοι υποφέρουν γιατί το ένα κόμμα τούς μυρίζει και το άλλο τούς φαίνεται μπανάλ καιρός είναι να μεγαλώσουν πολιτικά. Η χώρα έχει πάει πολύ πίσω τα τελευταία χρόνια, θεσμικά, οικονομικά, πολιτισμικά. Για να ξαναβρεί τον δρόμο της, χρειάζεται να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και φιλοδοξίες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι το πόσο χαμηλώνει καθημερινά ο πήχης με τον οποίο μετρούμε τις επιδόσεις των ηγετών μας, της χώρας, των εαυτών μας. Το χειρότερο που μπορούν να κάνουν όσοι συμμερίζονται αυτή την αγωνία είναι να φαντασιώνονται ότι μέσα σε αυτό τον χυλό μπορούν να φτιάξουν μια τεχνητή πολιτική νησίδα πάνω στην οποία θα νιώθουν άνετα και οικεία.
Αλέξης Παπαχελάς
Από την Εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”