Το Σχέδιο Μάρσαλ και η Διεθνής Συνθήκη του Λονδίνου πιο επίκαιρα από ποτέ

Μπορεί οι συνθήκες να έχουν αλλάξει, μπορεί ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος να έχει τελειώσει, πριν από 70 χρόνια, ωστόσο, το “Σχέδιο Μάρσαλ” και “Η Διεθνής Συνθήκη του Λονδίνου, (1953)”, είναι πιο επίκαιρα από ποτέ για την Ελλάδα και για την Ευρώπη.

Κατά τη λήξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, η ΗΠΑ, θέλοντας να ενισχύσουν τα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, (με τον όρο, να μην “γίνουν” κουμουνιστικές – σοβιετικές, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντά της, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο), δημιούργησε το “σχέδιο Μάρσαλ”.

Στις 12 Μαρτίου του 1947 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, αγορεύοντας στο Κογκρέσο, δεσμεύθηκε ότι η χώρα του θα παρείχε γενναία οικονομική ενίσχυση στα κράτη που θα επιθυμούσαν και θα αντιστέκονταν σε απόπειρες καθυπόταξης από οπλισμένες μειοψηφίες ή από ξένες πιέσεις.

Οι θέσεις, αυτές, της αμερικανικής εξουσίας εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη δια μέσου του Σχεδίου Μάρσαλ. Επρόκειτο για οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκε σε χώρες της Ευρώπης.
Αποσκοπούσε αφενός στην τόνωση των οικονομιών τους, (που με σημαντικά δάνεια χρηματοδότησαν έτσι τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο αγορές τους) και αφετέρου, εξυπηρετούσε άμεσα την αμερικανική εξωτερική πολιτική, που επιθυμούσε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να περιέλθουν οι χώρες αυτές, εξαιτίας ανέχειας, στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

Τον Ιούλιο του 1947 ιδρύθηκε η “Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία” (OEEC), που αποσκοπούσε στη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ το 1949 ακολούθησε η ίδρυση από τους Σοβιετικούς του ‘Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας” (COMECON)3.

Η οικονομική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ διαιρέθηκε ανάμεσα στις συμμετέχουσες χώρες, βασισμένη στο “κατά κεφαλήν” εισόδημα. Περισσότερη ενίσχυση δόθηκε στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι η αποκατάστασή τους ήταν στοιχειώδης για τη γενική αναβίωση της Ευρώπης.

Ακόμη, περισσότερη “κατά κεφαλήν” βοήθεια δόθηκε στους Συμμάχους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ λιγότερη δόθηκε σε αυτούς που αποτελούσαν τις Δυνάμεις του Άξονα, ή σε αυτούς που απλώς παρέμειναν ουδέτεροι.

Η Διεθνής Συνθήκη του Λονδίνου 1953

Τον Οκτώβριο του 1950 η ανησυχία των “δυτικών συμμάχων” (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία) για την ισχυροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης εντεινόταν όλο και περισσότερο, καθώς έβλεπαν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης να προσχωρούν στο σοβιετικό άρμα η μία μετά την άλλη.

Άρχισαν να εξετάζουν την περίπτωση “ενδυνάμωσης” της Γερμανίας, η οποία θα έπαιζε τον ρόλο τού αναχώματος, σε περίπτωση που ο Στάλιν αποφάσιζε να εξαπλωθεί δυτικότερα.

Οι “δυτικοί σύμμαχοι” συγκροτούν μια τετραμερής επιτροπή, με τη συμμετοχή και της Γερμανίας και τον Ιούνιο του 1951, προσδιορίζει το προπολεμικό χρέος τής Γερμανίας σε 22,6 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε 16,2 δισ., ήτοι συνολικά 38,8 δισ. μάρκα.

Τα ποσά αυτά ήταν αδύνατο να αποπληρωθούν, με τη Γερμανία να παραμένει χωρισμένοι σε Ανατολική και Δυτική, όποτε και η επιτροπή έπρεπε να βρει άλλο τρόπο διευθέτησης του χρέους.

Κατά τη σύσκεψή που έλαβε χώρα στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου το 1953, “οι τρεις χώρες δηλώνουν πεπεισμένες ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμμερίζεται την θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους, η οποία εξασφαλίζει σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας”.

Η λύση δόθηκε, με τον πιο “απλό” και “εύκολο” τρόπο, που η σημερινή Γερμανία, αρνείται στην Ελλάδα. Το κούρεμα του χρέους της. Η επιτροπή προσδιόρισε την προπολεμική οφειλή τής Γερμανίας σε 7,5 δισ. μάρκα και την μεταπολεμική σε 7 δισ., ήτοι συνολικά σε 14,5 δισ μάρκα, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 37,4% του αρχικά προσδιορισθέντος.

Η Γερμανία θα έπρεπε να αποπληρώνει τα χρέη της δίχως να κάνει παραχωρήσεις στο επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού της. Δηλαδή, η συνθήκη εξασφάλιζε ότι η Γερμανία θα ξεπλήρωνε τα χρέη της δίχως να πτωχεύσει.

Οι όροι τής συμφωνίας:

1. Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ’ επιλογή του οφειλέτη. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.

2. Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς την Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες, ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς την Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μετατροπή τού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.

3. Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στην Γερμανία την δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή.

Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτούσε να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:

1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,

2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,

3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και

4. τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές.

Παράλληλα, στη Διεθνή Συνθήκη ορίζεται πως σε περίπτωση διαφορών των πιστωτών, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια.

Αν, λοιπόν, ήταν τόσο “εύκολο” να διευθετηθεί το οικονομικό πρόβλημα της Γερμανίας, με τα χρέη της να είναι τριπλάσια του Ελληνικού, γιατί δεν είναι εξίσου εύκολο να υπάρξει μια παρόμοια Διεθνή Συνθήκη για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της Ευρώπης, που έχουν αντίστοιχα οικονομικά προβλήματα;

Μήπως οι δηλώσεις και οι τοποθετήσεις των ξένων οικονομολόγων και αναλυτών, σχετικά με μια εκ νέου Διεθνή Συνθήκη, δεν είναι και τόσο άκαιρες, όπως τις αποκαλούν οι Γερμανοί;

Είναι σίγουρο πως τα οικονομικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρειάζονται αναδιοργάνωση άμεσα, επιβάλλεται πλέον να υπάρξει ένας νέος Ευρωπαϊκός Οικονομικός Σχεδιασμός, γιατί μπορεί ένας Γ’ Παγκόσμιος πόλεμος να μην έρθει ποτέ, ωστόσο οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι στα όρια τους, οικονομικά τουλάχιστον.

Πηγές:
1. European Justice
2. Pachter, Henry. M., 1975, The Fall and Rise of Europe
3. Harry S.Truman {Library & Museum)