Η προστασία του περιβάλλοντος και η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελούν αντιθετικά μεγέθη. Αντιθέτως, υπάρχει αλληλεξάρτηση και υφίστανται συνέργειες μεταξύ τους. Η αντίληψη αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες στην έννοια της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης. Η ΕυρωπαΪκή Επιτροπή (Επιτροπή) αναγνώρισε ήδη από το 1990, με την Ανακοίνωση της COM(1999)263 , ότι το διαρκές άνοιγμα των αγορών δημιουργεί ένα πεδίο έντασης μεταξύ της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και της περιβαλλοντικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό και προς επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία θα εξυπηρετεί εξίσου περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ευνοούν τη σύναψη Πράσινων Δημόσιων Συμβάσεων (ΠΔΣ).
Οι ΠΔΣ είναι οι δημόσιες συμβάσεις που αφορούν την κατασκευή δημόσιων έργων, την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, οι οποίες συνάπτονται μεταξύ κρατικών αρχών και ιδιωτών και οι οποίες έχουν ενσωματώσει περιβαλλοντικά κριτήρια. Αποτελούν επί του παρόντος ένα προαιρετικό, εθελοντικό εργαλείο για τις κρατικές αρχές, ενώ συγχρόνως διαρκώς μεγαλώνει ο αριθμός των καταναλωτών, οι οποίοι τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο επιλέγουν την αγορά φιλικών προς το περιβάλλον προμηθειών.
Οι τρόποι ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών κριτηρίων στις δημόσιες συμβάσεις περιλαμβάνονται στην Ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2001)274, όπου διατυπώνονται όλες οι βασικές συνιστώσες για την ένταξη τους στις τεχνικές προδιαγραφές των προκηρύξεων, στα κριτήρια ανάθεσης και στους λόγους αποκλεισμού των δημόσιων διαγωνισμών καθώς και στις ρήτρες εκτέλεσης των συμβάσεων.
Τα περιβαλλοντικά κριτήρια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες : α) στα στοιχειώδη κριτήρια (core criteria), τα οποία επικεντρώνονται στα βασικά πεδία των περιβαλλοντικών επιδόσεων ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας ή ενός έργου και τα οποία συντελούν και στην ελαχιστοποίηση του διοικητικού κόστους για τις επιχειρήσεις και β) στα αναλυτικά κριτήρια (comprehensive criteria), τα οποία είναι πιο φιλόδοξα και αφορούν περισσότερα και υψηλότερα επίπεδα περιβαλλοντικών επιδόσεων. Τα αναλυτικά κριτήρια αποσκοπούν επίσης στη στήριξη της καινοτομίας και την επίτευξη υψηλότερων περιβαλλοντικών στόχων. Έχουν εκπονηθεί ήδη δέσμες περιβαλλοντικών κριτηρίων για 19 ομάδες προϊόντων και υπηρεσιών, που διαρκώς επανελέγχονται, ενημερώνονται βάσει των επιστημονικών δεδομένων και των νέων τεχνολογιών αλλά και των εξελίξεων της αγοράς και των νομοθετικών ρυθμίσεων. Αφορούν τους τομείς των τροφίμων των μεταφορών, της ενέργειας, των υπολογιστών, των υφασμάτων, των επίπλων, των προϊόντων καθαρισμού κ.α. Στις αρχές του 2012, η Επιτροπή δημοσίευσε μία αναφορά, σύμφωνα με την οποία στοιχειώδη περιβαλλοντικά κριτήρια είχαν ενσωματωθεί στο 26% των δημόσιων συμβάσεων που είχαν πρόσφατα υπογραφεί σε κράτη μέλη της ΕΕ, κατά μέσο όρο.
Στην πρόσφατη Ανακοίνωση της Επιτροπής «Ευρώπη 2020» ,COM (2010) 2020 “Στρατηγική για έξυπνη, πράσινη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», μπαίνουν τρεις προτεραιότητες για την ανάπτυξη. Αυτή πρέπει να είναι α) έξυπνη, δηλ. να βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, β) βιώσιμη και πράσινη, δηλ. να προωθεί την πιο αποτελεσματική χρήση των φυσικών πόρων, ώστε να είναι πιο φιλική στο περιβάλλον αλλά και πιο ανταγωνιστική από οικονομική άποψη και γ) χωρίς αποκλεισμούς, δηλ. να αποσκοπεί σε ένα υψηλό ποσοστό απασχόλησης, ώστε να εξασφαλίζεται η οικονομική, η κοινωνική και η εδαφική συνοχή. Αυτό είναι το όραμα για την Ευρώπη του 21ου αιώνα και σε αυτό το πλαίσιο οριοθετούνται 7 εμβληματικές πρωτοβουλίες (Flagship Initiatives). Μία από αυτές φέρει τον τίτλο «Μία Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποδοτικά τους πόρους της» και στοχεύει στο να αποσυνδεθεί η οικονομική ανάπτυξη από την αλόγιστη χρήση φυσικών πόρων και ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζεται ρητώς και η ανάγκη ενθάρρυνσης εκ μέρους των κρατών μελών της ευρύτερης χρησιμοποίησης των ΠΔΣ.
Στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, προβλέπεται η δυνατότητα ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών κριτηρίων στη διαδικασία ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων, στις ισχύουσες Οδηγίες 2004/17, 2004/18, που έχουν ενσωματωθεί και στην ελληνική έννομη τάξη και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις καινούργιες Οδηγίες 2014/24 και 2004/25, που θα αρχίσουν να ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον Απρίλιο του 2016, οπότε και θα καταργηθούν οι παλαιότερες. Στο νομικό αυτό πλαίσιο, ενθαρρύνεται η χρήση οικολογικών σημάτων στα προϊόντα και συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης στις επιχειρήσεις και προωθείται η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών κριτηρίων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ανάθεσης μιας δημόσιας σύμβασης. Οι περιβαλλοντικές πτυχές έργων, αγαθών και υπηρεσιών συνδέονται με την προώθηση της καινοτομίας, με σκοπό ευρύτερα περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Στη σχέση κόστους-οφέλους, κορυφαίο εργαλείο αναδεικνύεται η κοστολόγηση του κύκλου ζωής ενός έργου ή προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Η κοστολόγηση αυτή σημαίνει ότι για την επιλογή της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς θα λαμβάνεται υπόψιν τόσο το οικονομικό κόστος απόκτησης, χρήσης, συντήρησης και τελικής διάθεσης του προϊόντος, του έργου ή της υπηρεσίας, όσο και το κόστος που οφείλεται σε εξωτερικές περιβαλλοντικές παρενέργειες τους, εφόσον βεβαίως αυτές είναι χρηματικά προσδιορίσιμες.
Στην Ελλάδα, είχε συσταθεί τον Αύγουστο του 2010 μία Διϋπουργική Επιτροπή για τις ΠΔΣ, με στόχο να συγκροτήσει ομάδες εργασίας και να συντονίσει τις απαραίτητες δράσεις για τη σύνταξη περιβαλλοντικών κριτηρίων, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Από 28 Ιουνίου 2014, υφίσταται ένα κείμενο εργασίας για το σχέδιο της Εθνικής Στρατηγικής της Ελλάδας για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, στο οποίο περιλαμβάνεται κεφάλαιο για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό όμως ουδεμία μνεία γίνεται για ΠΔΣ.