Γιώργου Γεραπετρίτη,
Αν. Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας συστηματικά τα τελευταία χρόνια ευτελίζει τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας: ομοιόμορφα αλλά όχι ομοιόχρωμα ψηφοδέλτια, καταστρατήγηση δια της επιλογής της αντιπολίτευσης να προκαλέσει εκλογές καταψηφίζοντας υποψηφιότητα πριν τις εκλογές και υπερψηφίζοντάς την μετά, συζήτηση για την εξαιρετικά πρόωρη έναρξη της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου ώστε να ανευρεθεί ο κατάλληλος πολιτικά χρόνος, υφέρπουσα ερμηνεία περί μείωσης του απαιτούμενου αριθμού όταν δεν παρίστανται στις κρίσιμες συνεδριάσεις όλοι οι βουλευτές.
Οι συνέπειες των θεσμικών αυτών ατοπημάτων είναι εξαιρετικά σημαντικές για τον θεσμό. Πρώτον, το προφίλ του υποψηφίου φαίνεται να επικεντρώνεται ιδίως στα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν κοινής αποδοχής, όχι όμως λόγω της προσωπικότητάς του αλλά επειδή μπορεί να εγκλωβίσει την αντίπαλη παράταξη σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό, ώστε τελικά να επιλέγεται πρόσωπο χωρίς ισχυρή ενεργό πολιτική παρουσία, συνήθως δε από τον αντίθετο ιδεολογικά πολιτικό χώρο.
Δεύτερον, όταν ο υποψήφιος καταστεί αρχηγός του κράτους θα έχει τόσο υποβαθμιστεί ως προσωπικότητα από τις διεργασίες πριν την εκλογή του, ώστε ούτε την αναγκαία παράσταση ανεξαρτησίας να διαθέτει ούτε τις, έστω συνταγματικά περιορισμένες, αρμοδιότητές του να μπορεί να ασκήσει με τρόπο πειστικό και δημιουργικό. Τρίτον, με σημείο αναφοράς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας διαφαίνεται μια σοβαρή τάση για την υποταγή του Συντάγματος σε μια λογική εγχειριδίου της πολιτικής πράξης, όπου η χειραγώγηση λογίζεται ως προτέρημα αντί να της αποδίδεται μομφή.
Δυστυχώς η εργαλειακή χρήση του Συντάγματος ανέδειξε την εσφαλμένη μηχανική της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σκοπός της αυξημένης πλειοψηφίας για την εκλογή αυτή είναι να απολαύει η υποψηφιότητά του της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης, ως λανθάνουσα συνταγματική πίεση για να αποφεύγονται οι εκλογές. Αντ’ αυτού, η διαδικασία έχει αναχθεί σε μία οιονεί πολιτική αρνησικυρία της αντιπολίτευσης στη διατήρηση της κυβέρνησης.
Πρόκειται για ένα εκλογικό αντίβαρο της αντιπολίτευσης (αν και όχι τόσο χρονικά ευέλικτο) έναντι της συνταγματικής ευχέρειας της Κυβέρνησης να ζητεί τη διάλυση της Βουλής με προσχηματική επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας, ως ένας πολιτικός συμψηφισμός που όμως δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα και τη λογική του Συντάγματος.
Ο σεβασμός στη δημοκρατία δεν έχει το νόημα της προσφυγής στις κάλπες οποτεδήποτε ανακύψει ζήτημα ενδεχόμενης μεταστροφής του εκλογικού σώματος. Αντιθέτως, ο καθένας οφείλει να σέβεται το αποτέλεσμα των εκλογών από τις οποίες προέκυψε η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία για τον χρόνο και με τον τρόπο που το Σύνταγμα παρέχει την τυπική του νομιμοποίηση. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο με συνταγματική αναθεώρηση να αποσυνδεθεί η διάλυση της Βουλής από πολιτικές σκοπιμότητες.
Μόνο η Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία θα πρέπει, όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, να αποφασίζει την αυτοδιάλυσή της και όχι η Κυβέρνηση επικαλούμενη κρίσιμο εθνικό θέμα ώστε να επιλέγεται ο κατάλληλος πολιτικά χρόνος. Στο ίδιο πλαίσιο, πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο με τρόπο δημιουργικό, προτείνοντας δηλαδή και υποψήφιο Πρωθυπουργό, όπως συμβαίνει στη Γερμανία.
Τέλος, η αδυναμία συναινετικής εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία δεν πρέπει να συνιστά λόγω διάλυσης της Βουλής, αλλά στην περίπτωση αυτή να παρατείνεται η θητεία του για ένα έτος, μετά την παρέλευση του οποίου η εκλογή θα γίνεται με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή σήμερα με 151 βουλευτές, και μόνο αν και αυτό δεν καταστεί δυνατόν θα διαλύεται η Βουλή.
Σε μια περίοδο διάχυτης κρίσης των θεσμών και των μορφών εξουσίας, τουλάχιστον ας διαφυλάξουμε την ακεραιότητα και πειθώ του Συντάγματός μας και το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας.