Θερινό σχολείο

Όταν ο μεγάλος Σααντί πέθαινε την τρίτη ημέρα του μήνα Ντζεμαζί-ελ-Έβελ το 1292 μεγάλη λύπη έπεσε στους συμπολίτες του στο Σιράζ. Ο όγκος της πόλης, που καθημερινά στηνόταν από τους ήχους της, κατάρρευσε μεμιάς και η αρπακτική ερημιά στους δρόμους έδιωχνε την ελπίδα για ένα θαύμα. Εκείνες τις ύστατες ώρες ανοιγμένη η ψυχή του ποιητή όδευε αργά προς το διάπυρο καλοκαίρι της· κοντοστάθηκε στην εικόνα ενός κοριτσιού, που κρατούσε ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο τυχαία κομμένο.  Ήταν σαν τη Ναζιάντ και ο Σααντί ξαναέζησε με το παράπονο του προδoμένου εκείνο τον παλιό έρωτά του.

Τότε μίλησε για τελευταία φορά στους συμπολίτες του: Ο θάνατος έχει χρώμα χρυσαφί, όπως η ρόγα από το τελευταίο τσαμπί της χρονιάς ή όπως ο ώμος της σελήνης ξεγυμνώνεται μέσα στο φθινοπωρινό μούχρωμα. Η αγάπη είναι το είδωλο του θεού μέσα στον καθρέφτη και τον ομορφότερο κήπο δεν μπορείς να τον χαρείς, όταν ο διπλανός σου στενάζει χωμένος στο μπουντρούμι. Ο δικαστής σώζει την τιμή της δικαιοσύνης, όταν αποφασίζει να στερήσει απ᾽ ό,τι αγαπά  τη δυνατότητα εκείνο να υπάρχει ανάμεσα σε άλλα όμορφα πράγματα και αυτός να το απολαμβάνει.

Αναρωτιέμαι γιατί αυτά όλα δεν είναι Ευρώπη, γιατί δεν είναι απαντήσεις δικές μας, αλλά μνήσκουν εκεί, σαν ξόανα που φύτρωσαν σε νησιά απρόσβλεπτα έξω από την ιστορία μας, έξω από τη σκέψη μας. Αυτοί οι εξωτικοί γόητες μας σαγηνεύουν, όπως μια απρόσμενη συνάντηση, ένα τυχαίο συναπάντημα στις ολοφώτιστες λεωφόρους των μητροπόλεων ή στις σκοτεινές κόγχες των αρσενικών πόλεων· μια βιαστική ανάλωση της τόλμης μας και μια ακόμη πιο αμέτοχη απόλαυση για το έρμαιο που έπεσε μπροστά στα πόδια μας.

Αυτές τις φθίνουσες μέρες το ελληνικό καλοκαίρι σταθμίζει ξανά την ιδέα της Ευρώπης. Ο τρόπος είναι όπως στις παλιές ψυχοστασίες: χάνει η ψυχή βαρύτερη  από ένα πούπουλο. Κι εμείς αφήσαμε την ψυχή μας να την βαραίνει μια μονοτονία από τρόπους, από συλλογισμούς, σαν και αυτούς που διαβάσαμε στους πρώτους ρομαντικούς, ας πούμε στον Νοβάλις ή στον Φρίντριχ Σλέγγελ. Επανέρχονται από τότε σταθερά ως σχήμα σκέψης δείχνοντάς μας ότι η ενότητα είναι μοναδικότητα. Μια ευκολία, που τρομάζει, εξορίζει κάθε πολυχρωμία, κάθετι μη κανονικό: η εξέγερση, η στάση, ο πόλεμος, η καταστροφή γίνονται ένα με τη διαφορά· Λες δεν υπήρξε Ρουσώ, δεν υπήρξε Καντ, δεν υπήρξε Χέγκελ.

Η ιστορία των κανονικοτήτων δεν είναι παρά η άλλη όψη από το θεωρητικό παιδισμό: μαστορεύουμε τις πολιτικές κοινωνίες μας, όπως τα παιδιά τις έννοιες, τις λέξεις, τα πραξιακά σχήματά τους. Η αδιακρισία του κανόνα μετατρέπεται ως η ύψιστη κοινωνική ηθική μέσα στις τάξεις της δημόσιας εκπαίδευσης και οι ερμηνείες ή οι αδόκιμες συμμορφώσεις στις επιταγές του είναι η μέγιστη έκφραση του εγωκεντρισμού και της “ατέλειας” των παιδιών. Η συνείδηση για την κοινωνία των Ευρωπαίων πολιτών διανύει την παιδοκεντρική της φάση και εμείς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ενηλικίωσή της, καθώς δοκιμαζόμαστε στα Καυδιανά δίκρανα της αυθαίρετης ηγεμονίας, που ήθελε ο Σλέγγελ. Θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο, γιατί αυτό ήδη ετοιμάζεται στη συνείδησή μας και οδηγοί μας θα είναι όσοι μας δείξουν πώς καλύτερα θα φτάσουμε εκεί.