Το 10-20% του γενικού πληθυσμού πάσχει από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, το οποίο παρατηρείται πιο συχνά στις γυναίκες, ενώ ανάλογο είναι και το ποσοστό των ανθρώπων που πλήττονται από τροφική δυσανεξία.
Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια λειτουργική διαταραχή που χαρακτηρίζεται κυρίως από πόνο στην κοιλιά, διαταραχές των κενώσεων, αυξημένα αέρια, τυμπανισμό, παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις και επηρεάζει την καθημερινότητα του πάσχοντα, χωρίς όμως να απειλεί τη ζωή του, ανέφερε ο γαστρεντερολόγος- ηπατολόγος Αλέξανδρος Μυροφορίδης, σε ημερίδα με θέμα “Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου- Σύγχρονη νόσος του Δυτικού Πολιτισμού”, που διοργάνωσε ο Τομέας Διαιτολογίας και Διατροφής του ΙΕΚ ΞΥΝΗ Μακεδονίας.
Δευτερεύοντα συμπτώματα του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου είναι οι διαταραχές του ύπνου και της σεξουαλικής δραστηριότητας, η ανορεξία, ο πονοκέφαλος, οι κρίσεις πανικού, το άγχος, η κατάθλιψη, οι ινομυαλγίες και η συχνουρία. Σε περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα, όπως αίμα στα κόπρανα, αναιμία, απώλεια βάρους, ψηλαφητή διόγκωση στο ορθό και η ηλικία είναι μεγαλύτερη των 50 ετών, ο ασθενής θα πρέπει να απευθυνθεί σε γιατρό για θεραπεία και να κάνει κολονοσκόπηση, πρόσθεσε ο κ. Μυροφορίδης.
Σύμφωνα με την ίδιο, η θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να αρχίσει με την ενημέρωση και εκπαίδευση του ασθενή, με την αλλαγή του τρόπου διατροφής και ζωής, με ψυχολογική υποστήριξη και φαρμακευτική αγωγή, ενώ το άτομο που πάσχει από το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου χρειάζεται εξατομικευμένη διατροφή.
Η διαιτητική παρέμβαση που συνιστά, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η διαιτολόγος διατροφολόγος Κική Γούτα για τις περιπτώσεις ατόμων με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, είναι μείωση κοινών αλλεργιογόνων συστατικών (γάλα, σιτάρι, αυγά, καλαμπόκι, σόγια, φιστίκια κ.ά.), αποφυγή κατανάλωσης τρανς λιπαρών οξέων, κορεσμένων λιπαρών, επεξεργασμένων ραφιναρισμένων λιπαρών προϊόντων, αλκοόλ, καφεϊνούχων ροφημάτων και ζάχαρης, αύξηση των φυτικών ινών (όχι από στάρι), κατανάλωση φρούτων και λαχανικών με προσοχή στις ποσότητες, μείωση της κατανάλωσης τροφίμων που προκαλούν αέρα και σακχάρων που απορροφώνται δυσκολότερα και προκαλούν διάταση στο στομάχι και τα έντερα, κατανάλωση άφθονων υγρών, κατανάλωση λιπαρών ψαριών, ξηρών καρπών και σπόρων στην νωπή και ακατέργαστη μορφή τους, προϊόντων ζύμωσης (π.χ. γιαούρτι, ξινόγαλο, κεφίρ, άπαχο τυρί.
Επίσης, συνιστά ένα πρόγραμμα τακτικής σωματικής άσκησης, διαχείριση των καταστάσεων στρες, ανησυχία, κατάθλιψη, κόπωση, παρατήρηση των αντιδράσεων του σώματος σε σχέση με τις τροφές που καταναλώνονται ώστε να διαπιστώσετε εάν ενοχλεί κάποια και τήρηση ημερολογίου διατροφής.
“Πάνω από όλα, όμως, εμπιστευτείτε το πρόβλημά σας ή τους φόβους σας στον γιατρό ή το διαιτολόγο, ώστε να σας βοηθήσουν στη λύση του. Είμαστε διαφορετικοί οργανισμοί, με διαφορετικές αντιδράσεις, γι’ αυτό και χρειάζεται εξατομικευμένη παρακολούθηση και αντιμετώπιση. Οι παραπάνω γενικές συστάσεις μπορεί να μην απευθύνονται στο δικό σας πρόβλημα, γι’ αυτό ζητήστε τη βοήθεια του ειδικού γαστρεντερολόγου και διαιτολόγου” τονίζει η κ. Γούτα.
Η τροφική δυσανεξία
Η τροφική δυσανεξία, που παρατηρείται στο 15-20% του γενικού πληθυσμού και στο 50-84% των ατόμων που πάσχουν από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, συνήθως συγχέεται με την τροφική αλλεργία. Όπως εξήγησε ο κ. Μυροφορίδης, η τροφική δυσανεξία είναι διαταραχή της πέψης και ανοσιακή απάντηση στην επίδραση ορισμένων τροφίμων, ενώ η τροφική αλλεργία είναι οξεία αντίδραση στην τροφή. Τα συμπτώματά της είναι πόνος στη κοιλιά, τυμπανισμός, διάρροια ή δυσκοιλιότητα.
Οι παράγοντες που ευθύνονται για την τροφική δυσανεξία θα πρέπει να αναζητηθούν στο περιβάλλον (τρόπος ζωής, καινούργιες ή εξωτικές τροφές, πρόσθετες χημικές ουσίες, νέες τεχνολογίες επεξεργασίας τροφίμων, μόλυνση του περιβάλλοντος και των υπογείων υδάτων, υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, εντομοκτόνων, αντιβιοτικών και ορμονών), αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο (έλλειψη ενζύμων, παθήσεις του πεπτικού, αντιδράσεις σε χημικά συστατικά τροφίμων, όπως τα συντηρητικά και οι χρωστικές, και στη μονοδιάστατη διατροφή).
Η αντιμετώπιση γίνεται με δίαιτες αποκλεισμού και σταδιακή επαναφορά των τροφών και ο ασθενής θα πρέπει να απευθυνθεί σε γαστρεντερολόγο, αλλεργιολόγο και διατροφολόγο. Οι συνηθέστεροι τύποι της είναι η υπολακτασία (δυσανεξία στη λακτόζη), η οποία, στην περιοχή της Μεσογείου, παρατηρείται στο 40% του γενικού πληθυσμού και αντιμετωπίζεται με αποκλεισμό των γαλακτοκομικών και των αιτίων που την προκαλούν, και η κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη), η οποία αντιμετωπίζεται με τον αποκλεισμό της γλουτένης από τη διατροφή και κατανάλωση ειδικών τροφίμων.