Τα «Διηγήματα» της Ρέας Γαλανάκη είναι ένας τόμος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη αμέσως μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό, συγκεντρώνοντας το σύνολο της διηγηματογραφικής της παραγωγής. Γιατί, όμως, συγκέντρωσε σε μια ενιαία έκδοση η συγγραφέας τα διηγήματά της και πώς βλέπει τον ρόλο της ίδιας και των συναδέλφων της σε μίαν εξαιρετικά δύσκολη εποχή όπως η δική μας;
Όπως λέει η αγαπημένη συγγραφέας, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν δέχτηκε να γράψει το παραμικρό περί κορωνοϊού, ζητώντας ένα λεπτό σιωπής για τα αμέτρητα θύματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κρίση, όμως, του κορονοϊού, προσθέτει αμέσως, θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλο τον χώρο του βιβλίου: τα βιβλιοπωλεία δεν θα έχουν να επιστρέψουν χρήματα στους εκδότες, οι εκδότες δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις προς το προσωπικό τους και προς άλλους, οι δε συγγραφείς, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, θα δυσκολευτούν να εισπράξουν τα δικαιώματά τους από την όποια πώληση των βιβλίων τους.
Για τα ίδια τα διηγήματά της, που μας δίνουν την ευκαιρία να τα ξαναδιαβάσουμε και να τα επανεκτιμήσουμε, η Γαλανάκη παρατηρεί ότι σκοπός τους είναι να διερευνήσουν «το καθαρτήριο της ανθρώπινης ψυχής, της βασανισμένης είτε από τη γύρω της πραγματικότητα είτε από τις περιπέτειες της Ιστορίας».
Η συνέντευξη της Ρέας Γαλανάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
– Τι ακριβώς εκπροσωπεί η διηγηματογραφία σας, απλωμένη στο διάστημα μιας τριακονταετίας; Ποιες θα λέγατε ότι είναι οι βασικές γραμμές της και τι είναι εκείνο που σας παρακίνησε να την παρουσιάσετε εν συνόλω; Κι ακόμα, πώς θα τα συσχετίζατε τα διηγήματα με τα ιστορικά σας μυθιστορήματα;
Δεν βλέπω τα διηγήματα σαν γέφυρα ανάμεσα στην ποίηση και το πεζό, νομίζω ότι έχει μεγάλη αυτοτέλεια το κάθε είδος. Για παράδειγμα, αντιμετωπίζω τα διηγήματά μου σαν ταινία μικρού μήκους ενώ τα μυθιστορήματά μου σαν ταινία μεγάλου μήκους. Και στις δυο περιπτώσεις είναι το θέμα το οποίο θα πρέπει να μας αγγίζει βαθιά και να μας οδηγεί σε κάποιες σκέψεις, εκείνο που με πλάγιο τρόπο μας υποβάλλει και τη φόρμα που θα του επιλέξουμε: διήγημα, νουβέλα ή μυθιστόρημα, σημειώνω επίσης ότι καμιά φορά τα διηγήματα πρέπει να έχουν ορισμένο αριθμό λέξεων, κάτι που δεν ισχύει για τα άλλα δύο. Έχω ασχοληθεί και με τα τρία είδη, πιο πολύ όμως με το μυθιστόρημα. Μπορώ να πω ότι ανιχνεύονται κάποια κοινά θέματα ή τεχνικές, κάτι τελείως φυσικό αφού ο συγγραφέας τους είναι το ίδιο πρόσωπο, το παρατηρεί κανείς σε όλους τους συγγραφείς. Αλλά και διαφορές υπάρχουν φυσικά, και πολύ μεγάλες μάλιστα. Τελικά όλα διαθλώνται το ένα μέσα στο άλλο, δημιουργώντας την ξεχωριστή ταυτότητα κάθε ανεπανάληπτου έργου. Παρακινήθηκα, τέλος, να εκδώσω όλα μου τα διηγήματα σε έναν τόμο επειδή δεν υπήρχαν πια στην αγορά, και μερικά τους από δεκαετίες. Ίσως και διότι βρίσκομαι πια στην ηλικία των απολογισμών.
-Ο ρεμβασμός και το όνειρο ως απόδραση από τη μέγγενη της Ιστορίας μοιάζει να διατρέχουν τα «Ομόκεντρα διηγήματα», που συζητήθηκαν πολύ στον καιρό τους. Πείτε μου αν ισχύει κάτι τέτοιο, όπως και πώς βλέπετε σήμερα, με την απόσταση του χρόνου που έχει μεσολαβήσει, αυτό το βιβλίο.
Δεν θα συμφωνούσα ότι ο «ρεμβασμός και το όνειρο» υπάρχουν ως «απόδραση από τη μέγγενη της Ιστορίας». Δεν υπάρχει, δυστυχώς, απόδραση από την Ιστορία, και το είχα βέβαια καταλάβει για τους γνωστούς λόγους ήδη από τα είκοσί μου συμμετέχοντας, όχι δραπετεύοντας. Και υπογραμμίζω πως αυτό έχει ένα τεράστιο ειδικό κίνδυνο, καθώς φιλοδοξεί να ξεγυμνώσει την ανθρώπινη ψυχή, όποια και να είναι αυτή. Αυτός, λοιπόν, είναι ο τρόπος που εγώ γράφω, καλώς ή κακώς, το προσωπικό μου στίγμα που ξεκινά από τα «Ομόκεντρα διηγήματα», και πολλαπλασιάζεται στα μυθιστορήματά μου. Με ενδιαφέρει, με άλλα λόγια, το καθαρτήριο της ανθρώπινης ψυχής, της βασανισμένης είτε από τη γύρω της πραγματικότητα, είτε από τις περιπέτειες της Ιστορίας – και ξέρω ασφαλώς ότι δεν καινοτομώ, απλώς προσπάθησα να βρω τον δικό μου τρόπο. Και, ναι, χρειάστηκα «συγγραφικό θάρρος» για να προχωρήσω.
Αγαπώ πάντα τα τρία μακρινά πρώτα διηγήματα από τα Ομόκεντρα: η πραγματική «Ιστορία της Όλγας» έχει γίνει κάτι σαν σκιά μου. Το «Μαυρόασπρο» και «Τα αόρατα και τα ορατά» τα ξανάγραψα σε ηλεκτρονική μορφή και μονοτονικό γι’ αυτή την έκδοση, και δεν απέφυγα λίγες διορθώσεις, χωρίς να αλλοιώσω στο παραμικρό τον χαρακτήρα τους. Η κριτική στην εποχή τους υπήρξε διθυραμβική, με ελάχιστες επιφυλάξεις που στηρίζονταν, νομίζω, σε μια δήθεν αριστερή αντίληψη τής εποχής εκείνης, ότι η λογοτεχνία πρέπει να σφίγγεται στον κορσέ ενός ακραιφνούς ρεαλισμού όσο και μιας στεγνής, αποχυμωμένης ελληνικής γλώσσας – άλλωστε αυτά προέρχονταν από πολύ νεαρά άτομα, σχεδόν απαίδευτα ακόμη στη λογοτεχνία (κρατώ όλες τις κριτικές στο αρχείο μου). Μπορώ να πω εκ των υστέρων ότι τα τρία πρώτα μου διηγήματα προοιωνίζονταν το προσωπικό μου ύφος, όπως ακριβώς θα το ανέπτυσσα στον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά που ακολούθησε -και θεωρείται σήμερα από πολλούς ως μια εμβληματική «στροφή» της σύγχρονης λογοτεχνίας- αλλά και σε όλα τα μέχρι σήμερα μυθιστορήματά μου.
-Προστατευτική στέγη θα προσφέρουν ο ρεμβασμός ή η αρχετυπική απαντοχή του μύθου και στα διηγήματα της συλλογής «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι», όπου οι πρωταγωνιστές, όποτε ζουν σε ιστορικό (ή σε οιονεί ιστορικό) χρόνο, αγωνίζονται να διεκδικήσουν ένα ελάχιστο ποσοστό προσωπικής ανεξαρτησίας. Σας προλαβαίνω, πιθανολογώντας ότι θα διαφωνήσετε και πάλι.
Ανέφερα και πιο πριν ότι αρνούμαι την «προστατευτική στέγη» του ρεμβασμού, του ονείρου, ακόμα και του μύθου στα γραπτά μου. Δεν προστατεύουν αυτά, αντίθετα νομίζω ότι εκθέτουν σε τεράστιο κίνδυνο τους ήρωες της πεζογραφίας, σχεδόν σε μια παγίδα, αφού τα απογυμνώνουν από όλες τους τις πανοπλίες, αγγίζοντας τον θάνατό τους. Στη συλλογή διηγημάτων «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι», θέματα ιστορικά και θέματα επικαιρότητας (περισσότερα αυτά) συνυπάρχουν τα περισσότερα ωστόσο διηγήματα ανεξαρτητοποιούνται από τις δυο παραπάνω κατηγορίες, και ανοίγονται σε άλλες θάλασσες.
Η υποδοχή τους υπήρξε επίσης εξαιρετική, κι επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι το «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι» μού χάρισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2005, μια υψηλή διάκριση που μου απονεμήθηκε τότε για δεύτερη φορά. Η παρατήρηση, όμως, ότι οι ήρωες αγωνίζονται να διεκδικήσουν ένα ελάχιστο ποσοστό προσωπικής ανεξαρτησίας, είναι απολύτως σωστή. Φτάνει να πούμε ότι αυτή η ανεξαρτησία είναι για μένα πολλαπλή, κάτι σαν κοφτερό κρυστάλλινο πρίσμα με πολλές πλευρές, που διαλύει και ανασυνθέτει τα πάντα στο εσωτερικό του. Αν το καλοσκεφτούμε, αν δεν κάνω λάθος, αυτό συμβαίνει και στη ζωή του καθενός, ιδιαίτερα στη χωρίς συλλογικά οράματα, τη σχεδόν υπαγορευμένη από το διαδίκτυο εποχή μας.
-Τι κάνει ο συγγραφέας σε μιαν εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, όπως η παρούσα, που καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον κορονοϊό, αλλά και μια νέα οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία θα αποδειχθεί ενδεχομένως οδυνηρότερη από την αμέσως προηγούμενη;
Πρέπει να πω ότι ενώ από τις πρώτες κιόλας μέρες του εγκλεισμού μας κάποιες έγκυρες εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και φεστιβάλ (της ΛΕΑ, του Ελληνο-αμερικαναοηβηρικού Φεστιβάλ Λογοτεχνίας, που αναβλήθηκε φέτος) μου ζητούν να γράψω κάτι για την πανδημία, για τη νέα οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, γενικά για τούτο το πρωτόγνωρο κακό, και πώς το ζούμε. Αρνήθηκα κατηγορηματικά. Δεν διάβασα επίσης, ούτε πρόκειται να διαβάσω, όσα έγραψαν άλλοι συγγραφείς (που από την πλευρά τους καλά έκαναν).
Προσωπικά ουδόλως με απασχολεί να γράψω για την πανδημία τώρα, μέσα σ’ αυτή την εκκωφαντική φλυαρία για θέμα που μας περικυκλώνει από παντού, ανακυκλώνοντας λίγο- πολύ τα ίδια και τα ίδια. Δεν μοιράζω τον εαυτό μου σε άνθρωπο και σε συγγραφέα, ούτε στα άλλα διάφορα που με συγκροτούν, γι’ αυτό και λέω ότι συνολικά, ως άνθρωπος, ένιωσα την ανάγκη μιας πολύ βαθιάς, σεβαστικής σιωπής ενώπιον τόσων πολλών εικόνων αρρώστιας, ανημποριάς, εξουθένωσης, «φτυσίματος» κάθε ανθρώπινης αξίας και ζωής.
Ενώπιον εκείνου του κομβόι καμιονιών με φέρετρα, ή των ομαδικών τάφων σε ένα έρημο αμερικάνικο νησάκι, των πολλών χιλιάδων μοναχικών κι άκλαφτων νεκρών (δεν μετρά ξένος ή δικός εδώ), ενώπιον της πιθανότητας του δικού μου θανάτου ή αγαπημένων μου προσώπων, ζητώ ένα λεπτό απόλυτης σιωπής. Για να πενθήσω, να συμπάσχω, να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ. Να σκεφτώ – αλλά χωρίς βιασύνες, χωρίς τη διάθεση του παντογνώστη. Έχω άλλωστε κι ένα χαρακτήρα τόσο μοναχικό, απαιτητικό κι εσωστρεφή… Αυτά έχω να πω, κι αυτά πολλά είναι.
-Με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό αυτές τις ημέρες η Σύμπραξη Εκδοτών επισημαίνει ότι το βιβλίο έμεινε εκτός του κρατικού προγραμματισμού για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των οικονομικών δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τον πολιτισμό. Τι νομίζετε πως πρέπει να γίνει για το βιβλίο προς αυτή τη κατεύθυνση;
Το ότι το βιβλίο είναι από τα πρώτα που υφίστανται αρνητικές συνέπειες σε τέτοιες καταστάσεις, είναι γνωστό. Είναι παρήγορο (αλλά μοιάζει και τόσο ψεύτικο ταυτόχρονα) που άνοιξαν από την πρώτη κιόλας μέρα τα βιβλιοπωλεία, τα οποία όμως θα αργήσουν πολύ να ξαναβρούν τους παλιούς ρυθμούς, χωρίς πελάτες, χωρίς παρουσιάσεις κλπ. Αυτό θα έχει αλυσιδωτές, όσο μπορώ να ξέρω, αντιδράσεις, που θα τις αναφέρω πολύ σχηματικά: τα βιβλιοπωλεία δεν θα έχουν να επιστρέψουν χρήματα στους εκδότες, οι εκδότες δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις προς το προσωπικό τους και προς άλλους, οι δε συγγραφείς, ο τελευταίος τροχός της αμάξης, θα δυσκολευτούν να εισπράξουν τα δικαιώματά τους από την όποια πώληση των βιβλίων τους. Στον εκδοτικό χώρο όλα είναι ρευστά, περίπου αναπόδεικτα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι εκδότες μόλις είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν από τη δεκαετή περίπου μάστιγα της κρίσης, που απείλησε πολλούς με πτώχευση, ακολουθώντας τη γενικότερη οικονομική ανάκαμψη.
Το καινούριο πλήγμα θα προκαλέσει νέο σεισμό στον χώρο. Με εντυπωσιάζει, επίσης, πάρα πολύ το γεγονός ότι οι συγγραφείς, της λογοτεχνίας έστω, δεν συμπεριλαμβάνονται στους λεγόμενους «ανθρώπους του πολιτισμού», όχι για το υπεσχημένο επίδομα, αλλά γενικότερα. Με ποιους, δηλαδή, κατατάσσονται οι συγγραφείς αν όχι με τους «ανθρώπους του πολιτισμού»; «Κάτι είναι σάπιο» σ’ αυτή την κατάταξη, που ενδεχομένως περιλαμβάνει και ορισμένους σοβαρούς εκδότες.
Όσο για τους τελευταίους, είναι αυτονόητο ότι, αν όχι όλοι, αρκετοί πάντως σοβαροί και ζωντανοί εκδοτικοί οίκοι θα πρέπει να ζητήσουν οπωσδήποτε ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή από οπουδήποτε αλλού – καθόλου δεν γνωρίζω, όμως, τα της οικονομίας. Να κινηθούν, να προσπαθήσουν, να απαιτήσουν προς πάσα κατεύθυνση, και να βιαστούν επίσης – οι συγγραφείς θα είμαστε κοντά τους, όπως πάντα. Τελειώνοντας να πω και τούτο, ήδη τα πράγματα στον κύκλο του βιβλίου είχαν δυσκολέψει, εκτός από τη δεκαετή κρίση, και με την εισβολή, την όλο και πιο μεγάλη επικράτηση τούτης της άυλης, επιφανειακής, διαδικτυακής εποχής που ζούμε.
Το «ενώπιος ενωπίω», αυτό το βασικό συστατικό της τέχνης, της παιδείας, της δημοκρατίας, φθίνει. Αναγνωρίζω φυσικά τα οφέλη της τεχνολογίας σε πάρα πολλούς τομείς, ας μην παραβλέψουμε ωστόσο και την καταστροφή που δυνητικά προκαλεί σε άλλους τόσους, έστω κι αν κάθε νέα τεχνολογία λειτουργεί έτσι. Γι’ αυτό και ξαναλέω πως το βιβλίο πρέπει να υποστηριχθεί σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή.