«Σαν φύγω η Ακρόπολη θα μου λείψει περισσότερο...»

Δέκα ιστορίες από τη ζωή του, αλλά και τις εκτιμήσεις του για τα πολιτικά πράγματα και την οικονομική κρίση κατέθετε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που παραχώρησε στη ζωή του, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ηταν 2017 και στη συνέντευξη που είχε δώσει στην εημερίδα «Το Πρώτο Θέμα», ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης.

 

Οποιος έχει το προνόμιο να μπει έστω και μια φορά στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη, παθαίνει ένα διπλό σοκ. Το πρώτο έρχεται από τη θέα του σαλονιού του. Το Ηρώδειο και η Ακρόπολη γεμίζουν σαν ζωντανός πίνακας τον έναν τοίχο από άκρη σε άκρη και αλλάζουν χρώματα ώρα με την ώρα -ανάλογα με το φως του ήλιου και το βάρος της συννεφιάς. Χαζεύοντας τη θέα αυτή με τις ώρες, περνά τα απογεύματά του ο Μίκης, ακούγοντας παράλληλα μουσική και ανακατεύοντας μνήμες από μια πορεία 92 χρόνων, στην οποία χωρούν… είκοσι ζωές κοινών θνητών.

«Αυτή η εικόνα θα μου λείψει περισσότερο απ’ όλα όταν θα “φύγω”», μου λέει καλωσορίζοντάς με με ένα πλατύ και φιλόξενο χαμόγελο.

«Θα σας λείψει πιο πολύ κι από την μπαγκέτα;» τον ρωτάω.

 

Ο Μίκης στις πρώτες του προεκλογικές εκστρατείες, λίγο πριν εκλεγεί βουλευτής της ΕΔΑ. Δραπετσώνα, 1964

Νομίζεις ότι μιλάς με έναν μουσικοσυνθέτη παγκοσμίου φήμης, ο οποίος στα 92 του χρόνια θα επαναλαμβάνει αργά και μονότονα τις επιτυχίες της ταραχώδους ζωής του. Και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι μιλάς με έναν άνθρωπο που παραμένει ενεργός και πολύστροφος, του οποίου η κάθε κουβέντα αποτελεί απόσταγμα σοφίας και συσσωρευμένης εμπειρίας. Μετρημένη, ζυγισμένη και συχνά… θανατηφόρα!

Ζήτησα να τον συναντήσω όταν διάβασα τον επίλογο στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Μονόλογοι στο λυκαυγές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός.

«Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Οτι είναι ένας μικρός Θεός; Οχι! Θα πω μονάχα ότι είναι ευλογημένος… Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη», γράφει ο Μίκης για τον Μίκη.

Ο εκδότης του Ιανού Νίκος Καρατζάς είχε την καλοσύνη να μεσολαβήσει και η συνάντηση κλείστηκε αμέσως!

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ορκίζεται βουλευτής το 1981 με το ΚΚΕ. Εκλέγεται στη Β’ Πειραιά, αφού προηγουμένως έχει αποτύχει να εκλεγεί βουλευτής της Ενωμένης Αριστεράς το 1974, αλλά και δήμαρχος Αθηναίων το 1978

Περάσαμε ένα ολόκληρο απόγευμα κουβεντιάζοντας με θέα την Ακρόπολη. Τι κουβεντιάζοντας δηλαδή, που ο Μίκης μίλαγε κι εμείς ακούγαμε, αφού συχνά άλλαζε μόνος του θέματα συζήτησης σαν να έκανε μόνος του τις ερωτήσεις και δίνοντας στη συνέχεια τις απαντήσεις.

Επί τρεις ώρες ένιωσα κι εγώ ευλογημένος…

Μιλήσαμε για το χθες και για το σήμερα. Για μουσική και για πολιτική. Για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για γυναίκες και για γάτες. Για την Τρίπολη και τη Μυτιλήνη. Και όταν κάποια στιγμή του είπαμε ότι θα πρέπει να τον αφήσουμε γιατί τον κουράσαμε, μας απάντησε: «Μα καθίστε, βρε παιδιά. Από τώρα θα φύγετε;».

«Οταν ο Ελληνας ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο, τότε γίνεται ήρωας ή ραγιάς. Εκείνο λοιπόν που με στενοχωρεί είναι μήπως μπούμε στο σκοτάδι ενός εθνικού ραγιαδισμού από τον οποίο δεν ξέρω πώς και πότε θα βγούμε στο φως»

1. «Με πίεζαν να αναλάβω την ΕΔΑ, προτίμησα τον Σούμπερτ»

Το μοναδικό ψέμα που νομίζω ότι μου είπε είναι ότι βάζει την Ακρόπολη πάνω από τη μουσική. Οταν τον ρωτάς για τη μουσική, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια του και περιγράφοντας το μεγαλείο της, κουνάει τα χέρια του σαν μωρό παιδί.

«Η μουσική είναι σαν να μοιράζεις εξουσία στην ορχήστρα. Σαν να κάνεις ανασχηματισμό. Παίρνεις εξουσία από τα βιολιά και τη χαρίζεις στα χάλκινα. Κι εκεί που στέκουν παραπονεμένα τα κρουστά, τους δίνεις πρώτο ρόλο»…

Ζει και αναπνέει για την πρεμιέρα της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντίσελντορφ που στις 26 Μαΐου θα ερμηνεύσει την 2η συμφωνία του.

«Μακάρι να είμαι καλά να την ακούσω», λέει και κουνάει τα χέρια του σαν να ξαναπιάνει την μπαγκέτα. Μία από τις διασημότερες συμφωνικές του πλανήτη, που συνήθως ερμηνεύει Γερμανούς συνθέτες, θα ερμηνεύσει Μίκη Θεοδωράκη. Και ο Μίκης θέλει να είναι εκεί…

Κάποια στιγμή κλήθηκε να αποφασίσει αν θα διαλέξει τη μουσική ή την πολιτική. Ως βουλευτής της ΕΔΑ, το 1964, ο τότε επικεφαλής της Ιωάννης Πασαλίδης τον πίεζε να αναλάβει παραπάνω καθήκοντα.

«Πάνω που το σκεφτόμουν έτυχε να ακούσω μια σονάτα για πιάνο του Σούμπερτ. “Γιάννη, εγώ εκεί ανήκω”, του είπα, και ακολούθησα τον Σούμπερτ», θυμάται.

 

«Αυτή η εικόνα θα μου λείψει περισσότερο απ’ όλα όταν θα “φύγω”. Χρόνια την κοιτάω και δεν την έχω χορτάσει ακόμα. Η εικόνα της Ακρόπολης είναι σαν συμφωνία. Σαν μια συμφωνία ψυχρής μουσικής».

 

2. «Η τελική καταστροφή πλησιάζει γοργά»

Αν η αγάπη του Μίκη είναι η μουσική, το πάθος του είναι η Ρωμιοσύνη. Τον ρωτώ αν εξακολουθεί να τραγουδά «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» ή πιστεύει ότι οι ελπίδες εκλείπουν…

«Η Ρωμιοσύνη είναι μια ιδέα που αγκαλιάζει την ιστορία της ελληνικότητας όπως την διέπλασαν οι Ελληνες μέσα από τους αιώνες. Αν πάρουμε ως βάση την ιστορία του Θουκυδίδη και ειδικά την περιγραφή του εμφύλιου (Πελοποννησιακού) πολέμου με τις απίστευτες θηριωδίες που έγιναν και από τις δύο πλευρές, θα καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα απογοητευτικό για τη μια πλευρά των Ελλήνων, την αρνητική. Ομως υπάρχει και η άλλη, η θετική, με τα πνευματικά, επιστημονικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί, παρότι η ανθρωπότητα από τότε έως σήμερα έχει εξελιχθεί στον βαθμό που όλοι γνωρίζουμε. Επομένως δεν με εντυπωσιάζουν αυτές οι δραματικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία στη σύγχρονη εποχή. Κι αυτό γιατί για μένα η Ρωμιοσύνη υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, αδιάφορο αν στην επιφάνεια της ζωής μας επικρατούν δυνάμεις που ανήκουν στο χάος. Κι αυτό γιατί η αρμονία υπάρχει στα βάθη του λαού μας, έτοιμη να μας λούσει με το φως της στην κατάλληλη ιστορική στιγμή. Και δεν κατοικεί μόνο στα βάθη του λαού μας, αλλά βρίσκεται και ανάμεσά μας. Φτάνει κανείς να θελήσει να τη δει. Δηλαδή να δει όλα τα επιτεύγματα των σύγχρονων Ελλήνων που με τη ζωή και το έργο τους έμειναν πιστοί στη Ρωμιοσύνη», απαντά.

Εχετε πει στο παρελθόν ότι οι Ελληνες δεν είναι ώριμοι και έτοιμοι να δεχθούν τα πάντα. Για κάποια πράγματα χρειάζονται χρόνο. Κάποτε δεν ήταν έτοιμοι για να υποδεχθούν το «Αξιον εστί». Σήμερα τι δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν; Τις συνέπειες της πολιτικής της υποτέλειας από το μνημόνιο και μετά. Την απόλυτη φτώχεια και την τελική καταστροφή του λαού και της χώρας που πλησιάζει με γοργά βήματα.

Τι σας τρομάζει περισσότερο σήμερα για το μέλλον αυτού του τόπου; Είπα κάποτε ότι ο Ελληνας υποχωρεί μπροστά στην πίεση – επίθεση ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάποιος τρόπος διαφυγής. Οταν όμως ακουμπήσει η πλάτη του στον τοίχο, τότε γίνεται ήρωας ή ραγιάς. Εκείνο λοιπόν που με στενοχωρεί είναι μήπως μπούμε στο σκοτάδι ενός εθνικού ραγιαδισμού από τον οποίο δεν ξέρω πώς και πότε θα βγούμε στο φως.

– Αυτό είναι το παράπονό σας; Το παράπονο του Μίκη; Μετά τα τόσα και τόσα φριχτά και απαίσια που με εξανάγκασαν να ζήσω, δεν μου άξιζε να δω τον λαό μας σε αυτή την κατάντια. Η «τιμωρία» αυτή που υφίσταμαι σήμερα είναι ασήκωτη.

– Μα εσείς έχετε περάσει και χειρότερα. Πείνα, Κατοχή. Νομίζω ότι έχετε ζήσει και χειρότερα… Στην Αθήνα ίσως να έζησαν και χειρότερα. Εγώ έζησα στην επαρχία την Κατοχή και δεν ήταν χειρότερα. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί ανθρώπους να ψάχνουν για τροφή στα σκουπίδια. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί ηλικιωμένους να περιμένουν στην ουρά για να πάρουν ένα λάχανο. Εγώ θυμάμαι τότε που ήμασταν στον ΕΛΑΣ ότι τους πεινασμένους και τους αρρώστους δεν τους αφήναμε έτσι. Τους φροντίζαμε παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες μας…

 

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τους γονείς και τον αδελφό του στο πατρικό τους στον Γαλατά Χανίων. Χάρη στο πατέρα του Γιώργη, ανώτερο δημόσιο υπάλληλο, γνώρισε όλη την Ελλάδα καθώς έπαιρνε μετάθεση κάθε τρεις και λίγο…

3. «Ακόμη περιμένω τον Λαφαζάνη και τον Κοτζιά»
Τον ρωτώ αν μετάνιωσε που αναμείχθηκε στην πολιτική.

-Εχω ακούσει πολίτες να λένε ότι εθνικά σύμβολα, όπως ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος, δεν θα έπρεπε ποτέ να πολιτευτούν. Δεν διαφωνούν επειδή αναμειχθήκατε με την πολιτική, αλλά που μπλέξατε με τα κόμματα… Τότε, με βάση τη λογική αυτή δεν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την ΕΔΑ, αλλά να καθίσουμε στα σπίτια μας. Πονηρή άποψη! Γιατί, τι εννοεί στο βάθος; Οτι καλά κάναμε και «αναμειχθήκαμε» τότε, στα χρόνια της φωτιάς, ένα βήμα πριν τον θάνατο, ενώ τώρα, που η πολιτική έγινε για κάποιους προσοδοφόρο επάγγελμα, πρέπει να αφήσουμε να μας κυβερνούν οι «δόκιμοι» πολιτικοί… Ε όχι, δεν θα τους κάνουμε το χατίρι!

Θυμάται τη συνάντηση που είχε με τον Αλέξη Τσίπρα, λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού: «Ηρθα να χαιρετήσω έναν πολεμιστή», του είχε πει τότε ο κ. Τσίπρας. Ο Μίκης Θεοδωράκης αποκαλύπτει για πρώτη φορά τον διάλογο που είχαν οι δυο τους όταν έφυγαν οι κάμερες:

«Οταν με επισκέφθηκε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας με τον Μανώλη Γλέζο και μου πρότεινε να συνεργαστούμε, του είπα τα εξής: “Τα κόμματα στην Ελλάδα είναι σαν βαγόνια ενός τρένου που κινείται πάνω στις ράγες που έχει τοποθετήσει η ΕΟΚ και το ΔΝΤ. Εσείς τώρα αγωνίζεστε από τρίτο κόμμα να γίνετε δεύτερο, πρώτο. Αλλά και στη θέση της μηχανής να μπείτε, τι νόημα θα έχει αν δεν μπορείτε να αλλάξετε τις ράγες; Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο ερώτημα: Εχετε βρει τρόπο να αλλάξετε τις ράγες;

Επίσης, αν πάρετε τις εκλογές διακηρύσσοντας, όπως διακηρύσσετε, ότι θα καταργήσετε τα μνημόνια, το επόμενο δευτερόλεπτο η βρύση των όποιων παροχών από τους δανειστές θα κλείσει. Επομένως από το επόμενο δευτερόλεπτο κιόλας θα πρέπει εσείς να είστε σε θέση να εξασφαλίσετε στον ελληνικό λαό μισθούς, συντάξεις, Υγεία, Παιδεία και γενικά τα πάντα. Αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα: Εχετε βρει τον τρόπο;”.

“Γιατί”, κατέληξα, “αν επιδιώκετε να πάρετε την εξουσία χωρίς να έχετε ήδη από πριν βρει τον τρόπο να αλλάξετε τις ράγες και να εξασφαλίσετε με άλλους τρόπους στον ελληνικό λαό αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, αυτό που κάνετε είναι τυχοδιωκτισμός που μόνο αποτέλεσμα θα έχει την καταστροφή της χώρας και τον εξευτελισμό της Ελληνικής Αριστεράς”».

– Τι άλλον τρόπο είχε να αλλάξει ο Τσίπρας τις ράγες; Του είπα τότε να προχωρήσει στην ΑΟΖ. Είδα τον δισταγμό στο βλέμμα του. «Δεν είναι εύκολο αυτό», μου είπε. Του εξήγησα ότι το έκανε η Κύπρος και έθεσε άλλα δεδομένα στην οικονομία της. Του ανέλυσα τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να το τολμήσει. Για μένα, προϋπόθεση όλων ήταν πάντα ο ενωμένος λαός.

 

Αγκαλιά με τον Γιάννη Ρίτσο τραγουδά «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις». «Η Ρωμιοσύνη θα υπάρχει για πάντα, ακόμη κι αν στην επιφάνεια της ζωής μας επικρατούν δυνάμεις που ανήκουν στο χάος», υποστηρίζει

Να κατορθώναμε να συνενώσουμε τον λαό γύρω από ένα πρόγραμμα απεξάρτησης της χώρας από τα νύχια όλων αυτών που μας εξουσιάζουν (ξένων και ντόπιων) από το παρασκήνιο της εθνικής μας ζωής. Ενα πρόγραμμα τόσο τεκμηριωμένο και ρεαλιστικό που θα έκανε τουλάχιστον κατά το 70% τον λαό μας να το ενστερνιστεί και που θα μπορούσε να τον εμπνεύσει, να τον γεμίσει με αισιοδοξία και θάρρος και να τον κάνει να σταθεί όρθιος, ώστε να το διεκδικήσει και να παλέψει γι’ αυτό.

Για να γίνει αυτό, όμως θα έπρεπε καταρχήν να προβάλουμε επιχειρήματα και αποδείξεις μπροστά στα μάτια του λαού και να τον πείσουμε ότι οι πηγές του εθνικού μας πλούτου είναι τόσο μεγάλες ώστε μπορεί όχι μόνο να γίνει αυτάρκης και αυτοδύναμος αλλά και να εξασφαλίσει μια πρωτοφανή ανάπτυξη και άνοδο σε όλους τους κλάδους της εθνικής μας ζωής.

«Σου στέλνω αύριο εδώ τον Λαφαζάνη και τον Κοτζιά να τους τα πεις», μου είπε…

– Και ήρθαν; Ακόμη τους περιμένω…

4. Το ραντεβού στο Σύνταγμα που δεν έγινε

«Μονάχα τότε μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, να αντιμετωπίσει από θέση ισχύος τους δανειστές και να προχωρήσει στη σύναψη κοινοπραξιών με διεθνείς εταιρείες για την εκμετάλλευση όλων των πηγών πλούτου με αποτελέσματα θετικά που θα αυξάνουν από χρόνο σε χρόνο. Εχοντας υπ’ όψιν μου αυτό το πρόγραμμα, συμφώνησα με τον ΣΥΡΙΖΑ να σχηματίσουμε το Μέτωπο Ε.ΛΑ.Δ.Α. (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) ως πρώτο βήμα για τη δημιουργία του Παλλαϊκού Μετώπου. Και μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον Γιώργο Κασιμάτη καλέσαμε τον λαό σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα, στις 12 Φεβρουαρίου του 2012. Επίσης συμφωνήσαμε ότι μόλις θα φτάναμε στον Αγνωστο Στρατιώτη, θα έβγαινε από τη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας επικεφαλής των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που θα ενώνονταν μαζί μας.

Η ανταπόκριση του λαού ξεπέρασε κάθε όριο. Από το Σύνταγμα ως το Μοναστηράκι και τα Χαυτεία οι Ελληνες έδωσαν το μεγάλο “παρών” για τη δημιουργία του πρώτου βήματος του Παλλαϊκού Μετώπου».

– Και τι απέγινε; Ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη τη στιγμή, που βρέθηκε στο σταυροδρόμι να επιλέξει τον λαό ή την κυβέρνηση, έκανε την επιλογή του. Και προχώρησε προς την κατάκτηση της εξουσίας, έναν στόχο μεγάλο που θα έκρινε το παρόν και το μέλλον του λαού φοβάμαι χωρίς να έχει υπολογίσει σωστά τον συσχετισμό των δυνάμεων. Με πολύ μεγάλη θλίψη πιστεύω ότι η σημερινή κατάντια της χώρας μας επιβεβαιώνει απόλυτα τα όσα είπα στον Αλέξη Τσίπρα εδώ στο σπίτι μου, στη συνάντηση που προανέφερα.

 

«Με τη μουσική μοιράζεις την εξουσία στην ορχήστρα. Την παίρνεις από τα βιολιά και τη χαρίζεις στα χάλκινα. Κι εκεί που κάθονται παραπονεμένα τα κρουστά, τους δίνεις τον πρώτο ρόλο»…

«Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε μανία με την εξουσία», μονολογεί ο Μίκης, ενώ το σκοτάδι αρχίζει να αγκαλιάζει την Ακρόπολη.

«Υπερβάλλετε λιγάκι», παρατηρώ.

«Καθόλου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής δυο φίλοι μου κι εγώ είχαμε βαλθεί να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή του Μαίναλου. Φαίνεται όλη η Πελοπόννησος από κει… Οσο ανεβαίναμε οι δύο, άλλοι τσακώνονταν για το ποιος είναι ο αρχηγός της ομάδας και της αποστολής. “Εγώ έχασα αδελφό στην Αλβανία”, έλεγε ο ένας. “Εγώ είμαι γιος συνταγματάρχη”, έλεγε ο άλλος. Εγώ τι να έλεγα. Οτι είμαι γιος ανωτέρου δημοσίου υπαλλήλου. Παραιτήθηκα από τη διεκδίκηση της αρχηγίας. Θα τσακωνόμασταν άσχημα αν δεν μας διέκοπταν πυροβολισμοί. Κάποιοι από πιο χαμηλά μας πυροβολούσαν νομίζοντας ότι είμαστε Γερμανοί…
Αυτό συμβαίνει στους Ελληνες. Μόλις μαζευτούν τρεις, αρχίζουν να συζητούν ποιος θα είναι ο αρχηγός».

Το λέτε γιατί υπάρχουν πολλά κόμματα; Υπάρχουν πολλά κόμματα, αλλά μόνο ένα αντέχει. Το ΠΑΣΟΚ!

– Το ΠΑΣΟΚ; (Περίμενα ότι θα μου πει το ΚΚΕ…) Μα το ΠΑΣΟΚ έφτασε να έχει μονοψήφιο ποσοστό και τώρα προσπαθεί να ανακάμψει… Το κόμμα προσπαθεί να ανακάμψει. Η νοοτροπία του ΠΑΣΟΚ, όμως, ζει και βασιλεύει. Ζει και βασιλεύει στον ΣΥΡΙΖΑ. Και ο Τσίπρας ΠΑΣΟΚ είναι κατά βάθος… Η ίδια νοοτροπία ζει και βασιλεύει ακόμα και στο ΠΑΣΟΚ. Φοβάμαι ότι ζει και βασιλεύει και στη Ν.Δ.

– Τι; ΠΑΣΟΚ και ο Κυριάκος; Ο Κυριάκος είναι τεχνοκράτης, αλλά το κόμμα του είναι ΠΑΣΟΚ. Φοβάμαι ότι θα τα βρει δύσκολα…

– Μια και μιλάμε για τον Μητσοτάκη, μετανιώσατε που συμμετείχατε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη; Μπήκα για να βοηθήσω σε συγκεκριμένα θέματα. Για την Τουρκία, για τα Βαλκάνια, για τα εθνικά θέματα. Στα υπόλοιπα θέματα δεν συμμετείχα. Θυμάμαι μια φορά τσακώνονταν οι υπουργοί στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Μητσοτάκης τους άκουγε χωρίς να μιλάει. Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης φώναζε… Εγώ πήρα ένα χαρτί, σχεδίασα ένα πεντάγραμμο και άρχισα να γράφω μουσική. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι δεν τους άκουγα. Και αισθάνθηκα, επίσης, σαν εγώ να ψηλώνω κι εκείνοι να κονταίνουν…

6. «Αντί για το Κολούμπια διάλεξα την ΕΠΟΝ»

«Αν ήσαστε σήμερα 18 χρονών, θα φεύγατε από την Ελλάδα;» τον ρωτάω και μου απαντά αυστηρά και σχεδόν θυμωμένα:

«Οχι, για κανέναν λόγο. Πρέπει να δίνουμε τον αγώνα μας στον τόπο μας. Καταλαβαίνω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι. Αλλά εκεί υπήρξαν και χειρότερα. Εδωσα εξετάσεις για να μπω στη Νομική το 1941 ή το 1942.

Τρία χρόνια αργότερα, ένας καθηγητής που με είχε συμπαθήσει μου πρόσφερε μια πλήρη υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ηξερα ότι αν έφευγα, δεν θα επέστρεφα. Την ίδια εποχή η ΕΠΟΝ με είχε χρίσει διαφωτιστή για 70.000 Επονίτες. Επρεπε να διαλέξω. Και διάλεξα την Αθήνα της φτώχειας και του Εμφυλίου και τους Επονίτες. Για να ζήσω δούλευα ως γραμματέας στην Ενωση Καπνοβιομηχάνων. Καθαρόγραφα τα πρακτικά των συνεδριάσεων και πήγαινα να τα υπογράψουν ο Καρέλιας, ο Παπαστράτος, ο Κεράνης και ο Ματσάγγος. Οι νέοι πρέπει να το παλεύουν και να μην απογοητεύονται. Πιο πολύ χαίρομαι, δε, τα Ελληνόπουλα που φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό και παρότι θα μπορούσαν να ζήσουν έξω, επιστρέφουν στο τόπο τους. Θυμάμαι ένα απόγευμα πριν από πολλά χρόνια, καθόμουν εδώ κι έγραφα μουσική. Μου λένε λοιπόν “σας ζητά ένας νεαρός φοιτητής που σπούδαζε στο Λονδίνο. Επέστρεψε και θέλει να σας γνωρίσει”. Τους λέω, “δεν έχω χρόνο, ούτε διάθεση για συναντήσεις. Πείτε του να έρθει άλλη μέρα”».

Και τον διώξατε… Δεν έφευγε. Ηταν πολύ επίμονος. Τι να κάνω, αναγκάστηκα να τον δεχθώ. «Ηρθα μόλις από το Λονδίνο και ήθελα να σας γνωρίσω, κύριε Θεοδωράκη. Πιστεύω ότι πρέπει να αναμειχθείτε πιο ενεργά στην πολιτική διότι με τη δική σας προσωπικότητα μπορείτε να πετύχετε πολλά», μου είπε.

– Σας είπε το όνομά του; Ναι, μου είπε «λέγομαι Γιάννης Αλαφούζος»!

 

7. Ο γάτος του Σιάμ

Την ώρα που ο Μίκης άρχισε να μιλά για την πολιτική και τους πολιτικούς, ένας άσπρος εντυπωσιακός γάτος έκανε την εμφάνισή του στη βεράντα και άρχισε να γρατζουνάει το τζάμι για να μπει στο σαλόνι. Ενας πανέμορφος γάτος Σιάμ, από αυτούς που σε κοιτάνε και κάτι σε πιάνει…

«Εφερες μαζί σου και τον γάτο των Ιμαλαΐων;» με ρωτάει.

«Μα δεν είναι δικός σας;» απορώ έχοντας ενημερωθεί ότι ο οικοδεσπότης έχει αδυναμία στους σκύλους και τις γάτες.

«Δεν είναι δικός μου. Δεν ξέρω από πού ήρθε», απαντά με απορία και ο Μίκης.

Ο γάτος, όμως, είναι σίγουρα σπιτίσιος. Είναι πεντακάθαρος και επιβλητικός, με γαλάζια μάτια και κοντό τρίχωμα. Καμία σχέση με τους κεραμιδόγατους που κυκλοφορούν στις παρυφές του «Διόνυσου». Και επιμένει να μπει στο σαλόνι, σαν να μας λέει «Από δω δεν ακούω καλά»… Μισή ώρα αργότερα λύνεται το μυστήριο: ένας ευγενικός κύριος χτυπά την πόρτα, ζητά συγγνώμη και μας ενημερώνει ότι θέλει να πάρει τον γάτο του που αρνείται να επιστρέψει στο διπλανό σπίτι. Τον λένε Μόμπι.

«Περίεργο όνομα», παρατηρεί ο Μίκης.

«Συγγνώμη, το λέτε εσείς που σας έβγαλαν Μίκη το 1925;».

«Α, το Μίκης μου το κόλλησε ο θείος μου μόλις γύρισε από την Αίγυπτο. Εβρισκε το Μιχάλης πολύ μπανάλ για την εποχή! Και Μίκη, Μίκη, μου έμεινε. Μόνο όταν μετακομίσαμε στην Κεφαλονιά οι ντόπιοι με φωνάζανε “Μικιό”. Είπα κι εγώ καλύτερα Μίκης παρά Μικιός».

 

8. «Ο Θεόφιλος μου ζητούσε το κατρουλιό μου για να φτιάχνει τα χρώματα»

Καθώς νύχτωνε, η κουβέντα αντί να ατονεί ζωήρευε…

Εγώ φοβόμουν ότι κάνω κατάχρηση της φιλοξενίας σε έναν ηλικιωμένο που θα ήθελε να ξεκουραστεί. Ο Μίκης πάλι είχε όρεξη για πλάκα και για κουβέντα…

«Λέγεσαι Χιώτης, είσαι και από τη Χίο;» με ρωτάει.

«Οχι. Λέγομαι Χιώτης αλλά είμαι από τη Μυτιλήνη», του απαντώ.

«Α, περίφημα. Γιατί κι εγώ είμαι Χιώτης από τη Μυτιλήνη».

Ενθουσιάστηκα γιατί δεν το γνώριζα. Ακολούθησε μια αφήγηση που μ’ άφησε άναυδο και η οποία τεκμηριώνει ότι ο Μίκης έχει ζήσει 20 ζωές σε μία:

«Γεννήθηκα στη Χίο, αλλά όταν ήμουν 40 ημερών ο πατέρας μου μετατέθηκε στη Μυτιλήνη. Πιάσαμε ένα σπιτάκι στην πόλη, αλλά τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στη Βαρειά (ένα προάστιο της Μυτιλήνης, τρία χιλιόμετρα νοτιότερα, γεμάτο πεύκα, λιόδεντρα, καρυδιές δίπλα στο κύμα)».

– Στη Βαρειά ζούσε και ο Θεόφιλος… Το ξέρω. Τριγύρναγε με τη φουστανέλα και συχνά ερχόταν σπίτι μας να φάει… Τον τάιζε η μάνα μου. Κι εκείνος όλο γύρω από το σπίτι έφερνε. Τα μεσημέρια που όλα ησύχαζαν τριγύρναγε στους δρόμους σαν χαμένος. Ερχόταν στην αυλή και μου έλεγε: «Μικρέ δώσ’ μου το κατρουλιό σου!». Πρέπει να ήμουν 3-4 χρονών. Κατουρούσαμε σε ένα κιούπι. Κι εκείνος έβαζε μέσα λουλούδια και βότανα και έφτιαχνε τις μπογιές του για να ζωγραφίζει… Ετσι έφτιαχνε τις μπογιές του ο Θεόφιλος… Το 1930 ο Γιώργης Θεοδωράκης ξαναπήρε μετάθεση και οι δρόμοι τους χώρισαν. Σαν σήμερα, ανήμερα του Ευαγγελισμού το 1934, ο Θεόφιλος βρέθηκε από τους γείτονες νεκρός. Από δηλητηρίαση πήγε, είπαν…

 

9. «Ηθελα να πετάω ή να μένω κάτω από το νερό…»

Τα καλοκαίρια που ο μικρός Μίκης παραθέριζε στη Βαρειά της Μυτιλήνης είχε δύο στόχους. Ή να πετάξει ή να μείνει κάτω από το νερό. Στον επίλογο του βιβλίου του μιλά για τη γαλήνη της θάλασσας ακόμη και όταν η επιφάνειά της είναι αφρισμένη:

«Πήγαινα στη θάλασσα και χάζευα τα καβούρια. Αναρωτιόμουν γιατί αυτά μπορούσαν να μείνουν κάτω από το νερό κι εγώ δεν μπορώ. Δέκα φορές πήγα να πνιγώ επειδή ήθελα να μείνω κάτω από το νερό, αλλά με άρπαζε ο παππούς μου. Κι όταν δεν ήθελα να μείνω κάτω από το νερό, ήθελα να πετάξω. Μια φορά ανέβηκα σε έναν ψηλό φράχτη και πήδηξα στο κενό. Ολοι στην οικογένεια τα έβαλαν με τον παππού μου. Τον κατηγόρησαν ότι δεν με πρόσεχε αρκετά. Εκείνος από τη στεναχώρια του σταμάτησε να τρώει. Μετά από λίγο πέθανε. Το πρώτο θύμα μου ήταν ο παππούς μου».

10. «Θα σε κυνηγάει ο Ζορμπάς»

Ο Μίκης δεν φοβάται να μιλήσει και για τον θάνατο. Το κάνει και στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο αποκαλεί «αποχαιρετισμό».

«Μια φορά φοβήθηκα ότι θα πεθάνω. Οταν με οδήγησαν στην Μπουμπουλίνας. Αντί να κάνουν τα βασανιστήρια στο υπόγειο, τα έκαναν στην ταράτσα για να τρομοκρατούν τους γείτονες που άκουγαν τα ουρλιαχτά.
Οδηγήθηκα μπροστά στον βασανιστή Λάμπρου.

Με κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα και μου λέει:

“Το ξέρεις ότι η ζωή σου δεν κοστίζει τίποτα;”.

Φοβήθηκα πολύ, αλλά άρχισα να του τραγουδάω νότες. Παράμ, παράμ, παράμ…

“Τι είναι αυτό ρε;”, με ρωτά ο Λάμπρου.

“Ο Ζορμπάς”, του απαντώ. “Η μουσική του “Ζορμπά’” Αν πεθάνω, κάθε φορά που θα ακούγεται θα σε κυνηγάει ο “Ζορμπάς”. Κι εσένα και τα αφεντικά σου. Ετσι νομίζω τη γλίτωσα. Πρέπει να με γλίτωσε ο “Ζορμπάς”. Αλλιώς ήμουν ξεγραμμένος», καταλήγει.

 

Συνέντευξη στον Βασίλη Χιώτη, στην εφημερίδα «Το Πρώτο Θέμα»