“Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς που δεν είχε άλλη ασχολία από το να επιλέγει τα πιο ακριβά υφάσματα για να ράψει ωραία ρούχα -και φυσικά, με τα λεφτά του λαού του. Δύο πονηροί νέοι, λοιπόν, που κατάλαβαν τη ματαιοδοξία του, ζήτησαν να τον συναντήσουν. Έτσι, υποδύθηκαν τους ράφτες και υποσχέθηκαν στο βασιλιά, να του ράψουν ένα ύφασμα τόσο λεπτό και φίνο, που ίσα-ίσα θα το αντιλαμβανόταν το ανθρώπινο μάτι. Ο εύπιστος βασιλιάς πλήρωσε αδρά τους δύο ράφτες κι εκείνοι με τη σειρά τους έκαναν πως εργάζονται μέρα νύχτα στους αργαλειούς τους, ενώ με βελόνες κεντούσαν στον… αέρα το καινούριο αραχνοΰφαντο ρούχο. Μάλιστα, όταν εστάλη ένας υπουργός για να επιβλέψει τις εργασίες, σάστισε, αφού δεν είδε τίποτα. Όμως, δήλωσε ενθουσιασμένος ότι το ρούχο είναι υπέροχο, από το φόβο του μήπως φανεί ανίκανος για τη θέση του και ανάξιος των προσδοκιών του βασιλιά. Η ημέρα της μεγάλης παρέλασης έφτασε και ο βασιλιάς εμφανίστηκε μπροστά σε όλο του το λαό, γυμνός! Φυσικά, όλοι χειροκροτούσαν και σχολίαζαν μεταξύ τους πως κατάφεραν οι ράφτες να δημιουργήσουν αυτό το αριστούργημα. Μόνο ένα παιδάκι, φώναξε: “Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός! Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός!”, επειδή η μαμά του δεν πρόλαβε να το συγκρατήσει!”
Σαν σήμερα, το 1805, γεννήθηκε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, συγγραφέας παραμυθιών, συμπεριλαμβανομένου και του παραπάνω: “Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα”. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Άντερσεν έγραφε παραμύθια για παιδιά και άλλοι πως έλεγε ιστορίες για ενήλικες που είχαν πλέον θάψει βαθιά μέσα τους την παιδική τους ψυχή.
Το συγκεκριμένο παραμύθι ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, αφού ο συγγραφές σκιαγραφεί τη μικροαστική τάξη και στηλιτεύει το φαινόμενο της εθελοτυφλίας που τη διακατέχει. Εξάλλου και ο ίδιος είχε πει πως “οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις”.
Αν μπορέσουμε και απομακρυνθούμε για να εξετάσουμε το μοτίβο που ακολουθούμε, φαντάζει σχεδόν παρανοϊκό: πιστεύουμε ό,τι πιστεύει ο διπλανός μας, ο οποίος με τη σειρά του πιστεύει όσα νομίζει πως οι υπόλοιποι θεωρούν αποδεκτά. Αγνοούμε τις προσωπικές μας σκέψεις και δεν εμπιστευόμαστε τις δικές μας αισθήσεις. Πιθανώς, να είναι κάποιο είδος αυτοπροστασίας, αφού είμαστε φτιαγμένοι για να αποφεύγουμε το δυσάρεστο. Κάπως έτσι δημιουργούνται παγιωμένες αντιλήψεις και κοινότυπες, μαζικές πεποιθήσεις. Όποιος τολμήσει να ξεστομίσει κάτι που προσεγγίζει τη θλιβερή πραγματικότητα, αυτομάτως θεωρείται αφελής. Από την άλλη, οι κόλακες και οι γραφειοκράτες που καταφεύγουν σε συνεχείς επαίνους με ιδιοτελείς σκοπούς, θεωρούνται ικανοί και άξιοι θαυμασμού. Όπως οι υπουργοί που διαβεβαίωσαν τον βασιλιά ότι τα σχέδια του νέου ρούχου πάνε περίφημα…
Το παραμύθι αποτυπώνει με τον πιο απλοϊκό τρόπο την σημερινή πραγματικότητα, που η ναρκισσιστική θεώρηση των πραγμάτων, έχει μόνη οδό την αναζήτηση μέσων για την ικανοποίηση των αναγκών του υπερτροφικού “εγώ” μας. Ο αλαζόνας βασιλιάς τιμωρήθηκε από τον Άντερσεν στα μάτια των παιδιών, αφού εκτέθηκε ανεπανόρθωτα. Εμείς;
Πάντως, μία -αισιόδοξη- εκδοχή του παραμυθιού, προτείνει το εξής τέλος:
Ο κόσμος ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ο βασιλιάς μονολόγησε ντροπιασμένος:
– Θεέ μου! Το παιδί έχει δίκιο! Είμαι γυμνός! Οι δυο ράφτες με κορόιδεψαν!Έπειτα πήρε στην αγκαλιά του το αγοράκι, ανέβηκε βιαστικά στο άλογο του και κάλπασε προς το παλάτι. Όλοι νόμιζαν ότι ο βασιλιάς θα σκότωνε το καημένο το παιδί που τον έκανε ρεζίλι. Το επόμενο πρωινό, όμως, ο βασιλιάς κάλεσε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του και τους είπε:
– Αυτό το αγοράκι είναι πολύ έξυπνο και ειλικρινές. Δε φοβήθηκε να μου πει την αλήθεια. Γι’ αυτό θέλω να το ανταμείψετε με πολλά δώρα και να στείλετε μερικά σακιά χρυσές λύρες στους φτωχούς γονείς του!
Και από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τα ρούχα του και άρχισε να κυβερνά τη χώρα του δίκαια και σοφά!
Ή, μήπως, είναι αυτό που θα θέλαμε εμείς να πιστέψουμε;