Μια πληγή της Αθήνας που παραμένει ανοικτή για περισσότερα από 11 χρόνια ξεκινά να κλείνει καθώς το οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλει τους ιστορικούς κινηματογράφους Αττικόν-Απόλλων, το οποίο πυρπολήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 οδεύει προς ανάπλαση και αξιοποίηση.
Τούτο έκανε γνωστό ο πρόεδρος του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία κ. Αντώνιος Γ. Βογιατζής σε πρόσφατο χαιρετισμό του στην έκθεση της κα Ντίνας Αναστασιάδου.
Η ανάπλαση αυτή συμπίπτει με τον εορτασμό των 50 ετών από την ίδρυση (5 Οκτωβρίου 1973) του συγκεκριμένου Μουσείου. Για να φθάσουμε όμως στο σημείο αυτό, όπως αναφέρει ο κ. Βογιατζής, χρειάστηκε να ξεπεραστούν μια σειρά χρονοβόρων και δύσκολων σε χειρισμούς διαδικαστικών, νομικών, γραφειοκρατικών, εσωτερικών ζητημάτων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και ιδρυμάτων προκειμένου να γίνει εφικτή συμφωνία με τον επενδυτή, που θα αναλάβει την ανάπλαση του συγκροτήματος, το οποίο διαχειρίζεται το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία.
Ειδικότερα, μόλις πριν 4 εβδομάδες περίπου, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ/ΜΠΕ και τον δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη ο κ. Βογιατζής, νομικός στο επάγγελμα, που έχει αφιερώσει κι εξακολουθεί ν’ αφιερώνει περισσότερες από 3 δεκαετίες της ζωής του στην υπηρεσία του Μουσείου, αφιλοκερδώς, κατέχοντας την θέση του προέδρου από το 2002, υπεγράφη συμφωνία μεταξύ του Μουσείου και εταιρείας του ΟμίλΒου επιχειρήσεων του κ. Γιάννη Περρωτή για την ανάπλαση της έκτασης, υπενθυμίζοντας μας ότι οι δύο ιστορικοί κινηματογράφοι εσωτερικά δεν έχουν υποστεί καμία ζημία και θεωρητικά είναι έτοιμοι προς λειτουργία.
Ποια όμως είναι τα σενάρια για την ανάπλαση του όλου συγκροτήματος;
Το πρώτο (ελάχιστο) είναι να διαμορφωθούν τα κτίρια, όπως ακριβώς ήταν πριν την πυρκαγιά της 12ης Φεβρουαρίου 2012. Το δεύτερο είναι να ανεγερθούν και άλλα κτίρια με άλλες χρήσεις, χωρίς να θιγεί στο ελάχιστο η επί της οδού Σταδίου πρόσοψη των κτιρίων, αλλά στο βάθος. Όπως τονίζει ο κ.Βογιατζής η πρόσοψη των υπαρχόντων κτιρίων είναι διατηρητέα, όπως και οι κινηματογράφοι κατά την χρήση τους. Το τρίτο, σεβόμενο και αυτό τα διατηρητέα, θα προβλέπει τη δημιουργία ακόμη περισσοτέρων χώρων. Η έναρξη των εργασιών θα γίνει όπως έχει συμφωνηθεί. Πάντως όχι άμεσα.
Ο κ. Βογιατζής στην αναλυτική και τεκμηριωμένη ιστορική αναδρομή που οδήγησε όχι μόνον στην συμφωνία αυτή, αλλά και γενικότερα στην διατήρηση στη ζωή του Μουσείου, στέκεται περισσότερο στην καθοριστική συμβολή των εργαζομένων του Μουσείου, οι οποίοι, πλην ενός, στις δύσκολες εποχές στήριξαν τις προσπάθειες, βάζοντας πλάτη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Επίσης κάνει ιδιαίτερη μνεία στα μέλη του ΔΣ του Μουσείου, που απο την αρχή είναι έγκριτες προσωπικότητες, που δρουν πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες του ιδρυτή του Μουσείου, αειμνήστου Λάμπρου Ι. Ευταξία..
Για την ιστορία αναφέρεται ότι στην σημερινή νέα αρχή για το «τετράγωνο» αυτό του Κέντρου της Αθήνας δεν θα είχαμε φθάσει χωρίς τη νομοθετική ρύμθιση (των παρ. 2-5 του άρθρου 94 του ν. 4714/2020) για την περιέλευση στο Ίδρυμα του Μουσείου του «Ιδρύματος Σταματίου Δεκόζη Βούρου (ΙΣΔΒ)», ως «κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης». Το ΙΣΔΒ ιδρύθηκε το 1959 από τον πρέσβη Αλέξανδρο Βούρο (1871-1959) και τον δισέγγονό του Σταματίου Δεκόζη Βούρου, Λάμπρο Ι. Ευταξία (1905-1996). Το «Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία», ιδρύθηκε το 1973 από τον Λάμπρο Ευταξία και απο το ΙΣΔΒ. Η ρύθμιση του 2020 οδήγησε στο να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να είμαστε τώρα στην ανάπλαση της καρδιάς του κέντρου της Αθήνας.
Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών
Από την ιστοσελίδα του Μουσείου μεταφέρουμε κάποιες πληροφορίες για την διαδρομή του, τα κτήρια του, προτρέποντας του κατοίκους της πόλης και τους επισκέπτες της, με την πρώτη ευκαιρία να το επισκεφτούν ταξιδεύοντας όχι μόνο στην ιστορική πορεία της Αθήνας, αλλά και της σημερινής πόλης (άϋλο περιεχόμενο του Μουσείου).
Το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών-Ίδρυμα Βούρου Ευταξία είναι ένα μουσείο αφιερωμένο στην εξέλιξη της πόλης της Αθήνας ουσιαστικά κατά τους νεότερους χρόνους. Στεγάζεται σε δύο από τα παλαιότερα κτίρια της ελληνικής πρωτεύουσας επί της οδού Ι. Παπαρρηγοπούλου στον αριθμό 5 και 7. Το νεοκλασικό του Χιώτη, καταγομένου απο την Κωνσταντινούπολη, τραπεζίτη Σταμάτη Δεκόζη Βούρου (1792-1881) στον αριθμό 5, το «Παλαιό Παλάτι», όπως συχνά το αποκαλούσαν οι παλαιοί Αθηναίοι, αποτελεί ορόσημο για την ιστορία του ελληνικού κράτους καθώς αποτέλεσε τον πρώτο χώρο άσκησης της εξουσίας του βασιλικού ζεύγους, Όθωνος και Αμαλίας. Στη συνέχεια, μαζί με το δεύτερο κτίριο στην Ι. Παπαρρηγοπούλου 7, φιλοξένησε τα μέλη της οικογένειας Κωνσταντίνου Σταματίου Βούρου, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ιδρυτής του Μουσείου, Λάμπρος Ι. Ευταξίας, πολιτικός και μέγας ευεργέτης της Αθήνας. Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1973 και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1981.
Το «παλαιό» παλάτι
Το 1833, ξεκινά η ανέγερση νεοκλασικής οικίας στις βόρειες παρυφές της τότε πόλης των Αθηνών σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Gustav-Adolph Lueders (1805-1880) και Joseph Hoffer. Η οικία Σταματίου Δεκόζη Βούρου ολοκληρώνεται το 1834. Είναι διώροφο κτίριο πρώιμου νεοκλασσικού ρυθμού με πρόσοψη σε τριμερή διάταξη. Η τριμερής διάταξη της πρόσοψης γίνεται διακριτή από τους πεσούς του ορόφου με τα ευθύγραμμα επίκρανα, οι οποίοι μαζί με το μπαλκόνι στο κέντρο τονίζουν τον κάθετο άξονα του κτηρίου. Στον αντίποδα ο οριζόντιος άξονας αποδίδεται με την οριζόντια κορνίζα που διατρέχει την πρόσοψη στο ύψος του προβόλου, χαρακτηριστική του νεοκλασικού ρυθμού. Ωστόσο, το νεοκλασικό του Σταμάτη Δεκόζη Βούρου, πέρα από την υψηλή του αισθητική, ευνοείται σημαντικά και από την συγκυρία.
Ο Όθων μετά την άφιξή του στην Αθήνα το 1834 αρχικά διαμένει στην οικία του επίσης Χιώτη τραπεζίτη Αλέξανδρου Κοντόσταυλου μεταξύ των οδών Σταδίου και Κολοκοτρώνη. Η οικία, στο μεγαλύτερο μέρος της ξύλινη, αν και αγορασμένη από το ελληνικό κράτος δεν ήταν κατάλληλη για να φιλοξενήσει το βασιλικό ζεύγος κι έτσι το 1836, μετά το γάμο του με την δούκισσα του Όλντενμπουρκ Αμαλία (1818-1875) στη Βαυαρία, ο Όθων νοικιάζει την οικία Βούρου και τις διπλανές οικίες Αφθονίδη και Μαστρονικόλα (δεν σώζονται σήμερα), προκειμένου να στεγάσει τις ανάγκες του παλατιού.
Τα κτήρια συνενώνονται από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Hoch με την κατασκευή γέφυρας, ενώ ο χώρος μπροστά από τα κτήρια διαμορφώνεται από την Αμαλία σε κήπο, που αργότερα εξελίσσεται στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος. Την ίδια χρονιά στο κτίριο του «παλαιού παλατιού» ιδρύεται το βασιλικό νομισματοκοπείοκαι σφραγιστήριο.
Το «νέο» κτίριο
Το κτίριο της Ι. Παπαρρηγοπούλου 7, το οποίο κτίζεται σε σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Γεράσιμου Μεταξά, είναι ένα διώροφο κτίριο με την αρχική πρόσοψη να έχει αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Ειδικότερα το 1916 έγινε ριζική αναμόρφωση με σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Χέλμη, σύμφωνα με τις τάσεις του εκλεκτικισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, ενώ αργότερα τόσο το αρχοντικό Σταματίου Δεκόζη Βούρου, όσο και η οικία του γιού του Κωνσταντίνου ανακαινίστηκαν από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό. Αυτό το δεύτερο κτίριο (στον αριθμό 7), σήμερα, ως τμήμα του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, φιλοξενεί τις αναμνήσεις της οικογένειας Κωνσταντίνου Σταματίου Βούρου και αποτελεί ένα δείγμα του αστικού τρόπου ζωής στην Αθήνα του 19ου και μέχρι των μέσων του 20ού αιώνα.