Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχειας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, πέθανε στα 89 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια ζωή γεμάτη που τού χάρισε την αίσθηση της πληρότητας. Ο ίδιος έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, αγαπήθηκε όσο λίγοι και όταν ήρθε η ώρα, αποσύρθηκε για ζήσει όπως εκείνος επιθυμούσε, μακριά από τα αδιάκριτα φώτα, σε ένα κτήμα στην ανατολική Αττική, μαζί με την οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Πριν από λίγες ημέρες και μετά από έναν ολόκληρο μήνα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων, ο αγαπημένος ηθοποιός έδειξε σημάδια βελτίωσης και μεταφέρθηκε σε απλή κλίνη συνεχίζοντας τη θεραπεία του. Ωστόσο, φάνηκε πως η καρδιά του δεν άντεξε και σήμερα, 22 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή.
Νωρίτερα νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω επί έναν μήνα.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια των γιορτών βρισκόταν στην κλινική, έχοντας διαρκώς στο πλευρό του τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος αγαπήθηκε τόσο ως ηθοποιός όσο και ως τραγουδιστής. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός, δημοφιλής και αγαπητός τη δεκαετία του ’60, ερμηνεύοντας κυρίως το ρόλο του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται, στις δραματικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934. Παιδί Ποντίων προσφύγων μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ψαράς και αντιστασιακός, ανάμεσα σε όλα τα άλλα. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Πέραν του αθλητισμού, λάτρευε το διάβασμα. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αν και ηθοποιός της θεατρικής σκηνής από το 1957 έως το 1963, αφοσιώθηκε τελικά στον κινηματογράφο.
Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.
Η τελευταία του παρουσία στον κινηματογράφο, μετά από απουσία 24 ετών, ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου Με τον Ορφέα τον Αύγουστο.
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ‘μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ‘μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».