Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις “Πόλις” το μυθιστόρημα του Tristan Garcia «Φαμπέρ. Ο καταστροφέας» , σε μετάφραση Αλεξάνδρας Κωσταράκου.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Όταν επιστρέφει στο Μορναί, τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε, είναι τριάντα χρονών και ξοφλημένος. Είναι ο Φαμπέρ, «εκείνος που υπήρξε το καλύτερο παιδί, ο καλύτερος έφηβος που είδε το φως σ’ αυτή την πόλη. Ο βασιλιάς της! Εκείνος που το όνομά του ήταν η υπόσχεση για κάτι μεγάλο».
Οι αχώριστοι φίλοι του των παιδικών και των πρώτων εφηβικών χρόνων, η Μαντλέν και ο Μπαζίλ, έχουν αποδεχτεί την «απόλυτη ουσία της επαρχίας. Το “μέτριο” σε όλα τα πράγματα. Αυτό που είναι καθησυχαστικό και καταπιεστικό συγχρόνως». Ο Φαμπέρ, όμως, όχι. Ευφυΐα που παραδέρνει αρνούμενη κάθε όριο, εκπεσών άγγελος, ενσαρκώνει με συναρπαστικό τρόπο τα χαμένα όνειρα των εικοσάρηδων της δεκαετίας του 2000, οι οποίοι, στην εποχή της κρίσης, υπέκυψαν στον πειρασμό του δαίμονα της ριζοσπαστικότητας.
Αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν πολύ αργά για την Ιστορία. Ωστόσο, ο συγγραφέας δηλώνει: «Αν το μυθιστόρημα είναι πετυχημένο, στο τέλος ο αναγνώστης θα θέλει να σώσει κάτι από τον Φαμπέρ».
«Ήμαστε παιδιά της μεσαίας τάξης μιας μεσαίας χώρας της Δύσης, δυο γενιές μετά από έναν πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά μετά από μια επανάσταση χαμένη. Δεν ήμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, δεν νοσταλγούσαμε την αριστοκρατία, δεν ονειρευόμαστε καμιά ουτοπία και η δημοκρατία μάς ήταν αδιάφορη. Μας μόρφωσαν και μας διαμόρφωσαν τα βιβλία, οι ταινίες, τα τραγούδια – η υπόσχεση ότι θα γίνουμε αυτόνομα άτομα. Νομίζω ότι είχαμε το δικαίωμα να περιμένουμε μια ζωή διαφορετική. Όμως για να επιβιώσουμε όπως όλος ο κόσμος, όταν ενηλικιωθήκαμε, καταλάβαμε ότι επρόκειτο απλώς να δουλέψουμε κι εμείς, όπως οι προηγούμενοι».
Οξυδερκής περιγραφή του τόπου και του τρόπου ζωής, παρόν και παρελθόν που συμπλέκονται, αφηγητές που εναλλάσσονται, δεξιοτεχνία στη σύνθεση, σε ένα μυθιστόρημα που καταγράφει τις χαμένες ψευδαισθήσεις, αναδεικνύει τα αδιέξοδα και θέτει καίρια ερωτήματα για την ένταξη των νέων στην κοινωνία και στην εποχή τους.
Έγραψαν για το βιβλίο:
“Ο Φαμπέρ δεν εντυπωσιάζει μόνο με την ευφυή σύλληψη του θέματος, την ευστοχία και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που υπονοούνται, αλλά και με τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα που, εμπνεόμενος από τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Στήβεν Κινγκ, δίνει ένα μάθημα συνθετικής και αφηγηματικής αποτελεσματικότητας, μια λαμπρή εκτροπή των κωδίκων του μυθιστορήματος μαθητείας προς το είδος των τηλεοπτικών σειρών, με κάθε κεφάλαιο να διαβάζεται σαν εθιστικό επεισόδιο. Θαυμάσιο!” Technikart
“Συνδυάζοντας το πνεύμα της παιδικής ηλικίας και την αφηγηματική λεπτότητα, αυτό το πορτρέτο του ήρωα/δαίμονα διηγείται πώς μια εποχή συντρίβει τα όνειρα των παιδιών της, που η ίδια δημιούργησε.” Le Monde
“Μυθιστόρημα που αναμειγνύει το αστυνομικό, το φανταστικό και τη νεανική λογοτεχνία, ο Φαμπέρ θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί βιβλίο της αδύνατης Επανάστασης.” Les Inrockuptibles
“Τοιχογραφία μιας γενιάς και συγχρόνως στοχασμός πάνω στην παραίτηση, με σασπένς που οικοδομείται έξοχα, ο Φαμπέρ επιβεβαιώνει το ταλέντο του συγγραφέα-φιλοσόφου να συλλαμβάνει το πνεύμα των καιρών.
Φαμπέρ ή ο πειρασμός της ριζοσπαστικότητας, αυτό είναι το θέμα που ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια το τέταρτο μυθιστόρημα του πολύ προικισμένου Τριστάν Γκαρσιά: τα χαμένα όνειρα μιας γενιάς που ήταν είκοσι χρονών στην αυγή του 21ου αιώνα.” Lire
“Μετά την εντυπωσιακή πραγματεία Traité des choses, το 2011, και μερικά πρωτότυπα έργα μυθοπλασίας, ο Γκαρσιά επανέρχεται με ένα μεγάλο, φιλόδοξο μυθιστόρημα, το Φαμπέρ. Ο καταστροφέας. Αυτό το βιβλίο είχε ήδη προαναγγελθεί ως οι Χαμένες ψευδαισθήσεις της νέας ριζοσπαστικότητας, η οποία γεννήθηκε τη δεκαετία του 2000, και η επανεμφάνισή της έγινε γνωστή στο κοινό με την υπόθεση των «αυτόνομων» του Ταρνάκ στην πενταετία Σαρκοζί και με την έκδοση βιβλίων ακροαριστερών αντιλήψεων, όπως το L’ Insurrection qui vient.
Ο στόχος του Φαμπέρ είναι άλλος. Αν τα Στοιχειώδη σωματίδια του Μισέλ Ουελμπέκ θεωρήθηκαν, το 1998, μυθιστόρημα-εκδικητής των παιδιών του ᾽68, ο Φαμπέρ θα μπορούσε να είναι το απελπισμένο πορτρέτο των, περίπου, εγγονών τους. Γεννημένοι δύο γενιές μετά από έναν πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά μετά από μια επανάσταση χαμένη, γύρω στη δεκαετία του ᾽80, ζουν και αυτοί χωρίς να πιστεύουν σε καμιά ουτοπία, με συμβατικό σεβασμό προς τη δημοκρατία. ” Marianne
“Η Μαντλέν, ο Μπαζίλ και ο Φαμπέρ δεν ελέγχουν το πεπρωμένο τους. Η εποχή τους είναι η μοναδική Μοίρα που τους καθορίζει. Όπως στην Καλύτερη πλευρά των ανθρώπων, το πρώτο του μυθιστόρημα που αναφέρεται στα χρόνια του AIDS, ο Τριστάν Γκαρσιά θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνη την εποχή. Γι’ αυτό αποφεύγει τον μινιμαλισμό και επιλέγει να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το περιβάλλον όπου διαδραματίζεται η αφήγηση. Ο Φαμπέρ δεν είναι πουθενά τόσο εύστοχος όσο στην τάση του να ακτινογραφεί έναν τόπο (και ας είναι φανταστικός) και μια συγκεκριμένη εποχή, το πέρασμα από τη δεκαετία του ᾽80 στη δεκαετία του ᾽90. Ο Τριστάν Γκαρσιά σκανάρει την ανία της εφηβείας, την επίδραση της διεφθαρμένης δεξιάς στις μικρές επαρχιακές πόλεις, τα σκιρτήματα του χιπ-χοπ στους νέους των προαστίων, τις αψιμαχίες μεταξύ τροτσκιστών και αναρχικών…” Libération