"Επιστολές στον Λόρδο Βύρωνα": Σκέψεις για την Ελλάδα του χθες, του σήμερα, του αύριο

Από τις εκδόσεις “Λοράνδου” κυκλοφορεί το βιβλίο “Επιστολές στον Λόρδο Βύρωνα” του Jimmy Jamar, σε μετάφραση – πρόλογο του Αναπληρωτή Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Μιχάλη Πολίτη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Ο Jimmy Jamar ερωτεύτηκε την Ελλάδα σε ηλικία δεκαέξι ετών. Ανώτατο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνεχώς αγωνίζεται για την προσέγγιση των πολιτών στην Ευρώπη, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να ενδιαφέρεται για τη δεύτερη πατρίδα του.
Στο βιβλίο του, μέσω ρομαντικών επιστολών που απευθύνει στον Λόρδο Βύρωνα, τον αγωνιστή για την Ελληνική Ανεξαρτησία, αναλύει το παρελθόν της Ελλάδας και την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μετά την εκδήλωση της κρίσης του 2008.
Ταξιδεύουμε μαζί του από την ακτινοβολούσα Αθήνα μέχρι τα νησιά του Αιγαίου, σταματάμε να πιούμε έναν καφέ σ’ ένα λιμάνι κάτω από τον καυτό ήλιο και ξυπνάμε την επομένη στους διαδρόμους των γραφείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, συζητώντας τις τελευταίες διαπραγματεύσεις με την Τρόικα.
Με δικαιοσύνη και αγάπη, αυστηρός και τρυφερός συνάμα, ο Jimmy Jamar αποκρυπτογραφεί με λεπτότητα και ρεαλισμό την κατάσταση του ελληνικού λαού και της Ελλάδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

epistoles_sto_lordo_byrona“Ο Jimmy υιοθετώντας την τεχνική της αποστολής επιστολών σε μια εμβληματική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης, τον Λόρδο Βύρωνα, προσπαθεί με τον τρόπο του να συνεγείρει το αναγνωστικό του κοινό υπέρ της Ελλάδας, της Ελλάδας της κρίσης, της Ελλάδας που θέλει να ελπίζει, της Ελλάδας που λατρεύει. Μέσα από τις επιστολές του αναγνωρίζουμε και ανακαλύπτουμε όχι μόνο τον ιδεολόγο και μαχητή υπέρ των αρχών του, αλλά τον βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο, μπολιασμένο με το αρχαίο αλλά και νεοελληνικό πνεύμα. Η ψυχή του συγκινείται εξ ίσου όταν επισκέπτεται τα μνημεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ή όταν επισκέπτεται την Αθήνα του σήμερα, όταν διαβάζει Ελύτη, Καβάφη, Σεφέρη, Καζαντζάκη, Τσίρκα, Δήμου, Αξελό, όταν ακούει τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και των βάρδων που ανέδειξε ο κόσμος του ρεμπέτικου ή όταν θυμάται, πριν από πολλά χρόνια, την επίσκεψή του στον Άθω.

Συγκινείται επίσης από πράγματα απλά, καθημερινά, αληθινά. Συγκινείται από τη φιλοξενία και την καθημερινότητα των κατοίκων της Φολεγάνδρου, δεν ξεχνά τις πρώτες του εμπειρίες σ’ αυτό το ξεχασμένο νησί των Κυκλάδων. Πριν φύγει για τις Βρυξέλλες, ακόμη και τώρα, θα χαιρετήσει όλους τους φίλους του, τόσο αυτούς που συναντά στο καφενείο του Κάστρου όσο κι αυτούς που αναπαύονται στο κοιμητήριο του νησιού, αυτούς που τον υποδέχθηκαν για πρώτη φορά στο νησί πριν από τριάντα περίπου χρόνια.

Στις επιστολές του διακρίνει κανείς εύκολα την εναλλαγή της ψυχικής κατάστασής του, η οποία αποτυπώνεται στις υφολογικές του επιλογές. Άλλοτε απλώς περιγράφει ή εξιστορεί κι άλλοτε η συγκίνησή του είναι τέτοια ώστε είναι δύσκολο να τον ακολουθήσεις πάντα στους μαιάνδρους της ψυχής του. Είναι από τα πιο δύσκολα σημεία όχι μόνο για τον μεταφραστή, αλλά και για τον απλό αναγνώστη. Όταν μετέφραζα αυτά τα σημεία, θυμήθηκα μια ομιλία, πριν τριάντα περίπου χρόνια, του Γάλλου ακαδημαϊκού Dominique Fernandez, ο οποίος μιλώντας στην Κέρκυρα για τη λογοτεχνική μετάφραση, είχε πει, ότι εάν θέλουμε να αποδώσουμε πιστά ένα λογοτεχνικό έργο, πρέπει να ταυτιστούμε πλήρως με τον συντάκτη του κειμένου αφετηρίας. Μεταφράζοντας αυτά ακριβώς τα σημεία, συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε.”

Απόσπασμα από τον πρόλογο του μεταφραστή.