Σαν σήμερα, το 1982, έπαψε να χτυπά η καρδιά ενός από τους σημαντικότερους Ελληνες συνθέτες, η μουσική και τα τραγούδια του οποίου σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή. Ο Μάνος Λοϊζος πάλεψε αλλά δεν τα κατάφερε σε νοσοκομείο της Μόσχας, βυθίζοντας στη θλίψη τον ελληνικό λαό, ο οποίος έχασε έναν από τους λυρικότερους, αλλά και πλέον ευαισθητοποιημένους κοινωνικά, δημιουργούς.
Ποιος, άραγε, δεν έχει τραγουδήσει κομμάτια, όπως το «Αχ, χελιδόνι μου», «Άλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γερο-νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ’ ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος», «Τίποτε δεν πάει χαμένο» και τόσα άλλα;
Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.
Τελευταίος δίσκος του ήταν τα “Γράμματα στην Αγαπημένη” σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτήριζε τον Λοϊζο και τα τραγούδια του ως «μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν, καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος.
Ο Μάνος Λοϊζος υπερασπιζόταν τις ιδεολογικές και πολιτικές του αναφορές, ήταν άλλωστε μέλος του ΚΚΕ, έχοντας σαφή θέση για το ρόλο της τέχνης: «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».