Υστερα από έξι εβδομάδες εργασιών, ολοκληρώθηκαν στις 24 Ιουλίου η ανασκαφική και η επιφανειακή έρευνα που εκτελέστηκαν στη χερσόνησο της Μολυβωτής νομού Ροδόπης με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ροδόπης και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Εκ μέρους της ελληνικής πλευράς στο πρόγραμμα συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι Δόμνα Τερζοπούλου και Μαρίνα Τασακλάκη.
Επικεφαλής της αμερικανικής επιστημονικής ομάδας ήταν ο Nathan Arrington, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Princeton. Ο Thomas Tartaron, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, ήταν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή της επιφανειακής έρευνας. Φέτος στις εργασίες συμμετείχαν προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες αμερικανικών πανεπιστημίων καθώς και φοιτητές του τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Με τη μελέτη επιμέρους ευρημάτων ασχολήθηκαν εξειδικευμένοι επιστήμονες από ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Στο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα που σχεδιάστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα για τη Χερσόνησο της Μολυβωτής νομού Ροδόπης περιλαμβάνονται: ανασκαφή εντός των τειχών της πόλης, συστηματική επιφανειακή έρευνα εντός και εκτός της πόλης, γεωφυσική διασκόπηση και γεωμορφολογική μελέτη της ευρύτερης περιοχής. Η δημοσίευση των αποτελεσμάτων πρόκειται να ολοκληρωθεί το 2017.
Τα ερείπια της τειχισμένης πόλης που εντοπίστηκαν στη χερσόνησο της Μολυβωτής, 25 περίπου χιλιόμετρα ΝΔ της Κομοτηνής, συνδέθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 από τον καθηγητή Γεώργιο Μπακαλάκη με τη Στρύμη, μια αποικία των Θασίων, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος όταν περιγράφει την πορεία του Ξέρξη στη θρακική ακτή. Ωστόσο η ταύτιση της πόλης δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί επιγραφικά.
Κατά τη φετινή χρονιά η ανασκαφική έρευνα εστίασε το ενδιαφέρον της στην πλήρη αποκάλυψη μιας οικίας των κλασικών χρόνων (5ος-4ος αι. π.Χ.) με εξωτερικές διαστάσεις 18,5 Χ 18,5 μ., που αποτελούσε το ένα από τα κτίσματα μιας οικοδομικής νησίδας. Η πρωιμότερη φάση κατοίκησης τοποθετείται, σύμφωνα με τις ενδείξεις της κεραμικής, στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. Η οικία εγκαταλείφθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Τα οικοδομικά της κατάλοιπα επαναχρησιμοποιήθηκαν, μετά τις απαραίτητες μετασκευές και προσθήκες από τα μέσα του 4ου έως τα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. Η τελευταία φάση κατοίκησης στον ίδιο χώρο τοποθετείται χρονολογικά από το β΄ μισό του 5ου έως τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ.
Εκτός από τη μεγάλη ποσότητα κεραμικής και αμφορέων, στα κινητά ευρήματα της ανασκαφής συγκαταλέγονται πολυάριθμα χάλκινα και αργυρά νομίσματα, ακροκέραμα, πήλινα υφαντικά βάρη, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και μεταλλικοί σύνδεσμοι. Σημαντικός αριθμός ευρημάτων προήλθε από τον καθαρισμό του ενός από τα δύο πηγάδια που εντοπίστηκαν στον χώρο της οικίας.
Η συστηματική επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε έκταση 5000 στρεμμάτων εκτός των τειχών της πόλης, μας έδωσε τη δυνατότητα να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την οργάνωση της χώρας και των νεκροταφείων της πόλης.