«Είναι προτιμότερο να μιλάμε ο ένας με τον άλλον παρά να μιλάμε ο ένας για τον άλλον». Αυτή η φράση που χρησιμοποίησε ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και όπως είπε είναι αυτό που του είπε και η Γερμανίδα Καγκελάριος όταν τον προσκάλεσε στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα, είναι αυτή στην οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί το αποτέλεσμα της συνάντησης Τσίπρα-Μέρκελ.
Τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος όσο και ο Έλληνας Πρωθυπουργός προσπάθησαν, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, να διαμορφώσουν ένα «ζεστό κλίμα», μια ατμόσφαιρα συμφιλίωσης και διαλόγου. Και, κατά γενική ομολογία, το πέτυχαν. Η εικόνα και η αίσθηση που μένει, σε επίπεδο πρώτης εντύπωσης, από την συνάντηση, και η οποία αποτυπώνεται σχεδόν σε όλα τα γερμανικά ΜΜΕ, είναι μια εικόνα «θετική» και συμφιλιωτική, στην οποία κυριαρχεί η διάθεση των δύο πλευρών να συνεργαστούν, να συζητήσουν και σε κλίμα «θερμό», όπως ειπώθηκε, να θίξουν ακόμη και τα ζητήματα στα οποία διαφωνούν.
Η αποκλιμάκωση των τόνων και η επανατοποθέτηση των διμερών σχέσεων σε ένα «φυσιολογικό» πλαίσιο, μακριά από τις λεκτικές ακρότητες των τελευταίων εβδομάδων, είναι κάτι που επιτεύχθηκε στο Βερολίνο πέραν κάθε αμφιβολίας. Επί της ουσίας, βέβαια, το τι αποτελέσματα επιτεύχθηκαν είναι κάτι που μένει ν’ αποδειχθεί.
Ο Αλέξης Τσίπρας φέρεται να παρουσίασε στην Καγκελάριο, κυρίως κατά την διάρκεια του πολύωρου δείπνου εργασίας, το οποίο κράτησε περισσότερο από τέσσερις ώρες (κάτι που σχολιάστηκε με ένταση από τα ΜΜΕ, αφού πρόκειται για πρωτοφανούς διάρκειας, δείπνο), το μεγαλύτερο μέρος του καταλόγου των μεταρρυθμίσεων που η Αθήνα, έχοντας κάνει έναν αγώνα δρόμου τις τελευταίες ημέρες, ετοιμάζεται να καταθέσει στους πιστωτές τα επόμενα 24ωρα. Τα σχόλια και οι αντιδράσεις της κ. Μέρκελ δεν γνωστοποιήθηκαν. Στη συνέντευξη Τύπου αρκέστηκε να πει ότι «άκουσε με ενδιαφέρον» τα όσα είπε ο Έλληνας Πρωθυπουργός, κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί και θετικό και αρνητικό.
Το βέβαιο, όμως, είναι, όπως φάνηκε και από την συνέντευξη Τύπου, ότι η Άνγκελα Μέρκελ παρέπεμψε τις αποφάσεις για τον κατάλογο μεταρρυθμίσεων στους θεσμούς και ξεκαθάρισε ότι δεν είναι η Γερμανία που θα παράσχει ρευστότητα στην Ελλάδα, με τον Αλέξη Τσίπρα να σπεύδει να συμπληρώσει ότι δεν ζήτησε από την κ. Μέρκελ χρήματα για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Στις αλλεπάλληλες αναφορές της Μέρκελ στην αναγκαιότητα υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, ο Αλέξης Τσίπρας υπογράμμισε ότι η Αθήνα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της, μια φράση που αναπαράχθηκε ιδιαιτέρως από τα γερμανικά ΜΜΕ.
Αμήχανη ελαφρώς εμφανίστηκε η Γερμανίδα Καγκελάριος στις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα για «βοήθεια της γερμανικής δικαιοσύνης» στο ζήτημα της οριστικής διαλεύκανσης του σκανδάλου Siemens στην Ελλάδα ενώ κάπως πιο «κοφτή» εμφανίστηκε στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, χρησιμοποιώντας όμως έντονα διπλωματική γλώσσα και πρακτικά «πιάνοντας το νήμα» από εκεί που της άφησε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας για «πρωτίστως ηθικό ζήτημα». Αξίζει να σημειωθεί ότι, ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες, στην γερμανική πολιτική σκηνή και στα ΜΜΕ καταγράφεται έντονη κινητικότητα ως προς αυτό το θέμα και πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που υποστηρίζουν ότι το Βερολίνο θα πρέπει να επανεξετάσει την στάση του και να συζητήσει το ζήτημα των αποζημιώσεων, αν όχι στο σύνολό του, τουλάχιστον εν μέρει.
Το ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έφευγε από το Βερολίνο με κάποιο είδος συμφωνίας, μικρής ή μεγάλης, για το ελληνικό ζήτημα ήταν γνωστό πολύ πριν γίνει αυτό το ταξίδι. Όμως, όπως επισημαίνουν αρκετοί αναλυτές, το κλίμα στο οποίο έγινε η συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ, κλίμα το οποίο καλλιέργησαν μεθοδικά και προσεκτικά, και οι δύο πλευρές, καθώς και το ίδιο το γεγονός της συνάντησης που έδωσε την ευκαιρία στην Αθήνα να μιλήσει απευθείας με το Βερολίνο για τις προτάσεις της, και το θέμα ν’ απασχολήσει με θετική χροιά τα γερμανικά και διεθνή ΜΜΕ, αποτελεί βήμα προόδου. Μικρό, αλλά υπαρκτό.