«Ενδείξεις σύγκλισης» επιτεύχθηκαν, όπως φαίνεται, τις πρώτες πρωινές ώρες την Παρασκευή, στην «μίνι» Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε που είχε ζητήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός με την συμμετοχή της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ, του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, του Προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, του Διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ (ο οποίος συνοδευόταν και από τον στενό συνεργάτη του, Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου Ούβε Κορσέπιους).
Στην σύντομη κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε γύρω στις 4 το πρωί της Παρασκευής αναφέρεται:
«Αποδεχόμαστε απόλυτα τη συμφωνία του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2015. Σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δεσμευόμαστε να επιταχύνουμε το έργο μας και να το ολοκληρώσουμε το ταχύτερο δυνατόν.
»Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2015, οι ελληνικές αρχές θα έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και θα παρουσιάσουν έναν πλήρη κατάλογο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων τις επόμενες ημέρες.
»Επιβεβαιώσαμε εκ νέου την πρακτική συμφωνία επί της διαδικασίας: Οι συνομιλίες για θέματα πολιτικής λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες. Οι αποστολές για τη συγκέντρωση πληροφοριών λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα. Το Eurogroup είναι έτοιμο να συγκληθεί εκ νέου το συντομότερο δυνατόν».
Όπως ανέφεραν και πληροφορίες που είχαν διαρρεύσει πριν το πέρας της «μίνι» συνόδου, η συζήτηση που διήρκεσε περίπου τρεις ώρες κρίνεται από τους συμμετέχοντες «ειλικρινής» και κατά τη διάρκειά της οι μεν δανειστές φέρονται ν’ ανέλαβαν την πολιτική δέσμευση ότι δεν τίθεται κανένα θέμα Grexit ενώ ο Αλέξης Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι εντός μίας εβδομάδας θα παρουσιάσει συγκεκριμένο και σαφές σχέδιο προώθησης μεταρρυθμίσεων που θα εντάσσεται σε αυστηρά χρονοδιαγράμματα. Εφόσον κάτι τέτοιο συμβεί, τότε πιθανότατα θα δρομολογηθεί η πραγματοποίηση ενός νέου έκτακτου Eurogroup για «να σφραγιστεί» η συμφωνία εντός της επόμενης εβδομάδας, όπως αναφέρεται και στο ανακοινωθέν.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός φέρεται, επίσης πάντα με τις ίδιες πληροφορίες, να ενημέρωσε τους συνομιλητές του ότι η Αθήνα δεν αντιμετωπίζει θέμα ρευστότητας μέχρι τα μέσα Απριλίου οπότε θα πρέπει να καταβληθεί η δόση στο ΔΝΤ. Κατά τις πληροφορίες αυτές, όλες οι πλευρές συμφώνησαν ως προς το ποιο είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου επιδιώκοντας να δώσουν ένα τέλος στις «ερμηνείες» και στις «ασάφειες».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι με βάση τις πρώτες αυτές πληροφορίες οι κ.κ. Μέρκελ και Ολάντ επεσήμαναν στον Αλέξη Τσίπρα ότι είναι απαραίτητο οι μεταρρυθμίσεις να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό, και τον προέτρεψαν να ξεκινήσει από μέτρα που δεν θα έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος για την νέα ελληνική κυβέρνηση. Συμπλήρωσαν ότι, με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται καταρχήν η εκταμίευση του 1,9 δισεκατομμυρίου ευρώ που προέρχεται από κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα και το οποίο, μέχρι σήμερα, είναι «συνδεδεμένο» με την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ο Πρόεδρος της Κομισιόν, κ. Γιούνκερ, φέρεται επίσης να εξέφρασε ανοιχτά τη δυσφορία του προς τον Αλέξη Τσίπρα για την στάση της Αθήνας απέναντι στους τεχνικούς συμβούλους, ζητώντας να υπάρχει καλύτερη συνεργασία και να μπορούν να εργαστούν απρόσκοπτα.
Tο θέμα της Ελλάδας δεν αποκλείεται να απασχολήσει τη δεύτερη μέρα της Συνόδου Κορυφής, παρά το ότι δεν είναι στην επίσημη ατζέντα, καθώς Αυστρία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο έχουν ζητήσει -σύμφωνα με τον EUObserver- ενημέρωση της ολομέλειας της Συνόδου για τα αποτελέσματα της «επταμερούς».
Η «μίνι» Σύνοδος Κορυφής ξεκίνησε σε ατμόσφαιρα ασφυκτικών πιέσεων για την ελληνική πλευρά με Ευρωπαίους αξιωματούχους (πχ ο Γερούν Ντάισελμπλουμ) να δηλώνουν ότι «ο χρόνος τελειώνει» και η «πρόοδος είναι μικρή». Ο Ντόναλντ Τουσκ, εισερχόμενος, έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης λέγοντας ότι «το πιο σημαντικό είναι οι προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα», επιβεβαιώνοντας έτσι τις πληροφορίες ότι οι παριστάμενοι ουσιαστικά περίμεναν ν’ ακούσουν από τον Έλληνα Πρωθυπουργό πώς ακριβώς τοποθετείται απέναντι στην συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και ποια θα είναι τα επόμενα βήματά του καθώς είναι πλέον σχεδόν κοινώς αποδεκτό ότι δανειστές και Αθήνα «ερμηνεύουν» με διαφορετικό τρόπο το περιεχόμενό της.
Νωρίτερα, κατά την διάρκεια της Συνόδου Κορυφής ο Αλέξης Τσίπρας πήρε το λόγο και μεταξύ άλλων είπε ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο πολιτικό επίπεδο, στο οποίο αναζητείται λύση και στους εκπροσώπους των Θεσμών που σηκώνουν κόκκινες κάρτες, σημειώνοντας ότι αυτή η αντίθεση πρέπει να αρθεί. Επεσήμανε, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το πόσο αντιφατικό είναι από τη μια μεριά να δέχεσαι ότι υπάρχει ανθρωπιστική κρίση και από την άλλη όταν προσπαθείς να διασώσεις την κοινωνία και ψηφίζεις στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση να σε κατηγορούν για μονομερή ενέργεια.
Ο Αλέξης Τσίπρας διευκρίνισε ότι αυτή η αντίθεση είναι που δεν αφήνει την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου αν προχωρήσει και ότι αυτός είναι ο λόγος που ζήτησε τη σημερινή συνάντηση. Προσέθεσε ότι ζήτησε τη συνάντηση στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής προκειμένου να υπάρξει ενημέρωση εκτιμώντας ότι η βραδινή συνάντηση έχει και χαρακτήρα προκαταρκτικής συζήτησης προκειμένου να ανιχνευθούν κοινοί τόποι και διαφωνίες. Και συμφώνησε με τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον που νωρίτερα είχε τονίσει ότι το μεγαλύτερο θέμα σήμερα είναι η Ελλάδα καθώς έχει μεγάλες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Στο θέμα του νομοσχεδίου για την ανθρωπιστική κρίση, φέρεται ο Έλληνας Πρωθυπουργός να βρήκε σύμμαχο τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος τόνισε ότι στην Ελλάδα υπάρχει ανθρωπιστική κρίση και πρέπει να εξευρεθούν κονδύλια. Είναι πολύ λογικό, όπως είπε, που η Ελλάδα υιοθέτησε στο Κοινοβούλιό της μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση.
Τα «μηνύματα» πάντως, μέχρι και την ώρα που άρχιζε η επταμερής συνάντηση δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξα. Η ΕΚΤ, κατά πληροφορίες, εμφανιζόταν αποφασισμένη να «σφίξει και άλλο την θηλιά» της ρευστότητας προσανατολιζόμενη ν’ απορρίψει το ελληνικό αίτημα για αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων ή για επαναφορά του waiver που θα επέτρεπε τον απευθείας δανεισμό των ελληνικών τραπεζών από την Φρανκφούρτη. Αρνητικά φαίνεται να διάκειται και απέναντι στο ενδεχόμενο να δεχτεί το άλλο ελληνικό αίτημα για αποδέσμευση του 1,9 δισ. ευρώ που προέρχεται από κέρδη της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα και το οποίο με τα σημερινά δεδομένα για να διατεθεί στην Αθήνα θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.