Σε μεγάλο πονοκέφαλο εξελίσσονται για την κυβέρνηση οι διαφωνίες βουλευτών και στελεχών ως προς το πλαίσιο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε την περασμένη Παρασκευή στο Eurogroup για τετράμηνη παράταση της δανειακής σύμβασης, καθώς συνδυάζονται και με το, κοινώς παραδεκτό, υπαρκτό πρόβλημα χρηματοδότησης της χώρας κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Οι συνεδριάσεις εντός ΣΥΡΙΖΑ είναι αλλεπάλληλες και οι διαφωνίες έρχονται και επανέρχονται αν και καμία από τις πλευρές δεν εμφανίζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, διατεθειμένη να «τραβήξει το σχοινί».
Σύμφωνα με πληροφορίες η συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, την Πέμπτη, κινήθηκε σε χαμηλότερους τόνους επικρίσεων σε σχέση με την ΚΟ της Τετάρτης. Ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επιταχύνει την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να «ξηλωθεί το μνημόνιο και οι εκπρόσωποί του» στην δημόσια διοίκηση καθώς και ότι η μάχη δίνεται μέρα την ημέρα αυτό το τετράμηνο. Επεσήμανε, επίσης, ότι πρέπει να προχωρήσει άμεσα η κυβέρνηση στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της για ανακούφιση των πλέον αδύναμων και επέστησε την προσοχή του στα επόμενα βήματα της κυβέρνησης και απέφυγε να αφιερώσει ιδιαίτερο χρόνο στα της συμφωνίας στο Eurogroup.
Παρά τους χαμηλότερους τόνους και την προσπάθεια Τσίπρα η συζήτηση να εστιαστεί στο έργο της κυβέρνησης καθώς και στα θέματα που θα κληθεί να συζητήσει η Κεντρική Επιτροπή στη συνεδρίασή της το Σαββατοκύριακο, οι επικρίσεις δεν έλειψαν. Ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του κόμματος Γιάννης Μηλιός φέρεται να τοποθετήθηκε στη βάση των αξόνων του επικριτικού άρθρου που ανήρτησε ώρες νωρίτερα την Πέμπτη για την συμφωνία.
Υπενθυμίζεται ότι στο άρθρο αυτό, το οποίο συνυπογράφουν επίσης οι κ.κ. Σπ. Λαπατσιώρας και Δ. Σωτηρόπουλος, ο Γιάννης Μηλιός κάνει λόγο για «ελλιπή προετοιμασία της κυβέρνησης» ενόψει της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και για «αντιφατικές τακτικές του υπουργείου Οικονομικών». Μιλά επίσης για «απουσία σοβαρού σχεδίου που να στηρίζεται σε αριθμούς και ανάλυση», σημειώνει ότι «ακόμη και στο Παράρτημα που δημοσίευσε το ΥΠΟΙΚ ως τεχνική σύνοψη φαίνεται το επιφανειακό επίπεδο» και ότι «και σε αυτό γίνεται η κρίσιμη παραδοχή ότι η βιωσιμότητα του χρέους συνδέεται με τα πρωτογενή πλεονάσματα (θέση που συνιστά σημαντική στρατηγική υποχώρηση)».
Ο κ. Μηλιός φέρεται να επανέλαβε αυτό που αναφέρει και στο άρθρο του, ότι η κυβέρνηση «έδωσε πολύ μεγάλο βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, σε σχέση με άλλες διαστάσεις», γεγονός που όπως εκτιμά «αποτελεί αρνητικό σημάδι και για το εσωτερικό και για το εξωτερικό». Συνεχίζοντας τη σκληρή κριτική μιλά για «κακά στημένη διαπραγμάτευση», η οποία «παρά τις εργατοώρες που αφιέρωσαν οι πρωταγωνιστές της, είχε τα χαρακτηριστικά άλματος με δεμένα μάτια. Επίσης, οι διαφορές και οι κακοί χειρισμοί και οι μετατοπίσεις έδειξαν στους εταίρους ότι η ελληνική πλευρά είναι επιδεκτική χειρισμών».
Κατά τον Γιάννη Μηλιό, αυτό που έκρινε, όμως, τελικά τη διαπραγμάτευση και την «αναδίπλωση», όπως υποστηρίζει της ελληνικής πλευράς, δεν ήταν οι τακτικές επιλογές αλλά η «στρατηγική πολιτική απόφαση για οικοδόμηση συμπαγών σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν ως αδιανόητη τη διαταραχή της ‘ομαλότητας της αγοράς’, τη στιγμή που όλοι γνώριζαν τη σημασία και το χαρακτήρα της αναμέτρησης. Το συζητημένο σενάριο ενός bankrun οφείλει πάντα να εντάσσεται (και άρα να εξετάζεται, πέρα από τις επιμέρους τεχνικές αντιμετώπισης) στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Παράλληλα είναι αδιανόητο να υιοθετείται το επιχείρημα ότι συνέχεια μιας υποτιθέμενης ‘κατάρρευσης των τραπεζών’ θα ήταν η ‘έξοδος από το ευρώ’, ένα σενάριο μηδενικής πιθανότητας, που αποτέλεσε απλώς ‘επιχείρημα’ των κυβερνήσεων Παπανδρέου – Παπαδήμου – Σαμαρά για να αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία τα Μνημόνια, και αποτελεί πάντα ‘όπλο’ ακραίων νεοφιλελεύθερων, τύπου Σόιμπλε», ανέφερε στην επιστολή του.
Στις αντιρρήσεις του, κατά τη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, επέμεινε και ο Στ. Λεουτσάκος ο οποίος είχε διατυπώσει ανάλογη θέση και στην ΚΟ την Τετάρτη, επιμένοντας ότι η συμφωνία είναι γραμμένη με τρόπο τέτοιο που να μπορεί να ερμηνευτεί κατά το δοκούν τόσο από την Ελλάδα όσο και από τους δανειστές.
Ερώτημα παραμένει αν τελικά η συμφωνία θα έρθει προς έγκριση στην Βουλή κάτι που δεν φαίνεται να ξεκαθαρίστηκε ούτε στην συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας. Πιθανότατα το θέμα θα απασχολήσει και την Κεντρική Επιτροπή το Σαββατοκύριακο. Υπενθυμίζεται ότι τόσο η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία διαφώνησε με την συμφωνία, όσο και ο Αλέξης Μητρόπουλος, ο οποίος επίσης έχει πάρει αποστάσεις, επεσήμαναν ότι αν περάσει από την Βουλή το κείμενο της συμφωνίας υπάρχει κίνδυνος ανάληψης νομικών δεσμεύσεων από την κυβέρνηση που δεν θα ήθελε.
Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης, σε δηλώσεις του, προσπάθησε να υποβαθμίσει το εύρος των διαφωνιών που διατυπώθηκαν στην ΚΟ την Τετάρτη, εκτιμώντας ότι δεν σημαίνει ότι αν το θέμα ερχόταν στην Ολομέλεια τελικά οι βουλευτές αυτοί δεν θα ψήφιζαν και απέφυγε να δεσμευτεί ως προς το τι θα γίνει με την συμφωνία. Είπε ότι η κυβέρνηση περιμένει να ολοκληρωθεί η διαδικασία έγκρισής της από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και ότι θα αποφασίσει στη συνέχεια τι θα πράξει καθώς «είναι μόνο ζήτημα πολιτικής απόφασης και όχι νομικό το αν θα περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο ή όχι».
Την προσπάθεια Σακελλαρίδη να υποβαθμίσει τις εσωκομματικές διαφωνίες συμπλήρωσε και ο Υπουργός Επικρατείας κ.Αλέκος Φλαμπουράρης ο οποίος είπε ότι μόλις 18 βουλευτές τάχθηκαν κατά της συμφωνίας στην συνεδρίαση της ΚΟ και εκτίμησε ότι σε γενικές γραμμές είναι «κάτι λογικό αφού πρόκειται για ένα κείμενο που δεν είναι σαφές και δεν είναι 100% στην γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ». Και ο ίδιος, πάντως, απέφυγε να απαντήσει για το αν θα πρέπει η συμφωνία να έρθει προς ψήφιση στην Βουλή επιβεβαιώνοντας ότι το θέμα αποτελεί έναν σκόπελο που η κυβέρνηση προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα γίνεται.
Έχει ενδιαφέρον ότι με την προοπτική να μην περάσει από την Βουλή η συμφωνία «φλερτάρει» και η Αριστερή Πλατφόρμα που, σε γενικές γραμμές, διαφώνησε με τη συμφωνία πιθανώς εκτιμώντας ότι η θέση της θα γίνει πολύ πιο δύσκολη ότι θα αναγκαστεί να επιλέξει είτε να ψηφίσει κάτι με το οποίο δεν συμφωνεί είτε ν’ αποχωρήσει αναλαμβάνοντας το βάρος της ευθύνης να προκαλέσει κυβερνητική αλλά και εσωκομματική ρήξη.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που γίνονται σταδιακά ολοένα πιο σαφείς, είναι προφανές ότι θα επηρεάσουν και τη συνεδρίαση της ΚΕ το Σαββατοκύριακο, κατά την οποία δεν αποκλείεται να εκφραστούν και επί οργανωτικών ζητημάτων καθώς εκτός από την εκλογή νέου υπευθύνου οργανωτικού του κόμματος (προτείνεται ο Τ. Κορωνάκης ως αντικαταστάτης του Δ. Βίτσα ο οποίος εξελέγη βουλευτής) ο Αλέξης Τσίπρας επανέφερε στο προσκήνιο παλιότερη πρότασή του για μείωση των μελών της Πολιτικής Γραμματείας από 21 σε 11 μέλη, κάτι που αυτομάτως καθιστά δυσκολότερη την εκπροσώπηση επαρκώς όλων των τάσεων του κόμματος στο όργανο. Πολλοί εκτιμούσαν ότι με την κίνηση αυτή ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να ελέγξει καλύτερα το κόμμα και κατ’ επέκταση τις διαφορετικές φωνές σε κομβικά κομματικά όργανα αντιλαμβανόμενος ότι η συμφωνία για την παράταση της δανειακής σύμβασης είναι μόνο ένα πρώτο σημείο «σύγκρουσης» στο οποίο σύντομα θα προστεθούν πολλά ακόμη όταν θα έρθουν νομοσχέδια με εξειδικευμένες τις προτάσεις μεταρρυθμίσεων στην βουλή.
Από την άλλη, η Αριστερή Πλατφόρμα που ελέγχει το 30% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής δεν εμφανίζεται, κατά πληροφορίες, διατεθειμένη να εγκαταλείψει εύκολα ούτε την εκπροσώπησή της στην Πολιτική Γραμματεία ενώ φέρεται να επιδιώκει να εκλέξει κάποιον «δικό της άνθρωπο» στη θέση του εκπροσώπου του κόμματος και ίσως και του νέου υπεύθυνου οργανωτικού. Οι διαβουλεύσεις για το συγκεκριμένο θέμα αναμένονται μαραθώνιες και έντονες καθώς ο Αλέξης Τσίπρας και οι στενοί του συνεργάτες θέλουν να αποφύγουν με κάθε τρόπο την διαμόρφωση ενός είδους διαρχίας (κόμμα – κυβέρνηση) που θα μπορούσε να λειτουργήσει συγκρουσιακά ενώ ταυτόχρονα θέλουν ν’ αποφύγουν, τουλάχιστον για κάποιο ικανό χρονικό διάστημα, τη δημιουργία σταθερού εσωκομματικού ρήγματος την ώρα που οι πιέσεις από τους πιστωτές εντείνονται και το θέμα του χρηματοδοτικού κενού επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την κυβέρνηση.