Διαπραγματεύσεις και πολιτική αλληλεγγύη

Δε θα ήταν υπερβολή, να υποστηρίξει κανείς, ότι η ελληνική κυβέρνηση προωθεί μία στρατηγική «θέλησης για την αλήθεια», όπως λέει  ο γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην εξαγγελία του πρωθυπουργού, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεώς του, να συγκροτήσει εξεταστική επιτροπή, η οποία θα διερευνήσει τις αιτίες και τις συνθήκες ένταξης της ελληνικής κοινωνίας στο καθεστώς των μνημονίων, αλλά πρωτίστως στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η κυβέρνηση με τους εταίρους – δανειστές με αντικείμενο την εξεύρεση μίας από κοινού λύσης στο μείζον πολιτικό πρόβλημα του χρέους.

Τον Απρίλιο του 2010 η τότε ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την ένταξη της ελληνικής κοινωνίας στο καθεστώς των μνημονίων χωρίς να προηγηθεί καμία διαπραγμάτευση έστω σε κάποιο στοιχειώδες πολιτικό επίπεδο. Το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα ήταν αμιγώς δημιούργημα τεχνοκρατικής λογικής και η αποτυχία του είχε εξ’ αρχής προδιαγραφεί επειδή ακριβώς επεδίωκε να επιλύσει ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα όπως είναι το ζήτημα του χρέους με τεχνοκρατικές μεθόδους. Ύστερα από πέντε χρόνια και μετά από την ετυμηγορία του ελληνικού λαού την 25η Ιανουαρίου του 2015 τα πράγματα άλλαξαν ριζικά και συγκροτήθηκε επιτέλους η νέα ελληνική κυβέρνηση ως πολιτικό υποκείμενο, το οποίο αναλαμβάνει να διεξάγει διαπραγματεύσεις με τους εταίρους – δανειστές σε πολιτικό πλαίσιο.

Οι διαπραγματεύσεις έχουν ξεκινήσει και όπως λέγεται στη γλώσσα της πολιτικής δημοσιότητας οι δύο πλευρές αρχίζουν σιγά-σιγά να ανοίγουν τα χαρτιά τους. Εξ αρχής όμως θα πρέπει να τονισθούν δύο πραγματολογικά δεδομένα, τα οποία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν ενδιαφερόμενο. Το ένα αναφέρεται στο χρέος του ελληνικού κράτους και στις αιτίες που το δημιούργησαν. Σ’ αυτό το σημείο κανείς δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι οι οικονομικές δραστηριότητες της ελληνικής συλλογικότητας διόγκωσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και οδήγησαν στη συνέχεια στην υπερχρέωση. Το άλλο δεδομένο αναφέρεται στο «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης. Πρώτος ο γερμανός φιλόσοφος Jürgen Habermas πολύ νωρίς, κατά τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις για την εισαγωγή του κοινού νομίσματος στην Ευρώπη (ήδη από το 1998) είχε επισημάνει, ότι στο βαθμό που προηγείται η νομισματική ένωση έναντι της οικονομικής, αυτό συνιστά πηγή ευρύτερου οικονομικού και πολιτικού ανορθολογισμού. Με άλλα λόγια ο Habermas ήδη από το 1998 επεσήμανε αυτό που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο όλα τα κράτη της Ευρωζώνης ζούνε και οι ηγετικές πολιτικές ομάδες, επειδή σκέπτονται τεχνοκρατικά, δε θέλουν να το αντιληφθούν: όσο δεν προχωρούμε ως ευρωζώνη προς την οικονομική ένωση τόσο η ίδια η Ευρώπη θα υπονομεύει τον εαυτό της.

Με βάση αυτά τα δύο πραγματολογικά δεδομένα είναι απαραίτητο η ελληνική κυβέρνηση να προσανατολισθεί προς δύο κατευθύνσεις: πρώτον, προς την εκπόνηση ενός προγράμματος πολιτικών διαβουλεύσεων και δεύτερον ενός σχεδίου πρακτικής εφαρμογής της ευρωπαϊκής ιδέας της πολιτικής αλληλεγγύης. Όσον αφορά στις πολιτικές διαβουλεύσεις θα πρέπει να τονισθεί, ότι το τεχνοκρατικό συλλογικό όργανο που ονομάζεται «τρόικα» ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται με πολιτικούς όρους εντός πολιτικών πλαισίων και με πολιτικούς στόχους. Από την πρόσφατη συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου που ονομάζεται: Eurogroup (στην οποία συμμετείχαν εκτός των υπουργών οικονομικών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και οι επικεφαλής του ΔΝΤ και της ΕΚΤ) προκύπτει ότι έχει γίνει ένα αποφασιστικό πολιτικό βήμα.

Η επιλογή της πολιτικής διαδικασίας για τη διαβούλευση έχει μέγιστες συνέπειες και για τις δύο πλευρές, οι οποίες δεν προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις ως τεχνικά κλιμάκια, αλλά πολιτικές οντότητες, οι οποίες γνωρίζουν και έχουν επίγνωση πώς να χειρίζονται όλα τα επιμέρους και όλα και καθολικά και αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα. Εκεί στις διαπραγματεύσεις που θα γίνονται, ως πολιτικές διαβουλεύσεις δε θα εμφανισθούν φαινόμενα οριζόντιων περικοπών μισθών και συντάξεων που θα έχουν ως συνέπεια την αποδυνάμωση εάν όχι την καταστροφή του κοινωνικού κράτους. Ο τεχνοκράτης – λογιστής για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρεται για το πολιτικό κατασκεύασμα της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας που ονομάζεται κοινωνικό κράτος. Ο καθολικός νους όμως του πολιτικού μπορεί να διαβλέπει μπροστά στον μακρινό ορίζοντα. Μία άλλη παράμετρος στις πολιτικές διαβουλεύσεις έχει να κάνει με την ισοτιμία στην ανταλλαγή επιχειρημάτων και στη θεμελίωση των θέσεων. Σύμφωνα με την επικρατούσα «θεωρία του επικοινωνιακώς πράττειν» του Habermas, δεν μπορεί να υπάρξει διαβούλευση (επομένως και διαπραγμάτευση) εάν τα δύο μέρη δεν αποδεχθούν το ένα το άλλο ως ισότιμα σ’ έναν ανεξουσίαστο και ελεύθερο διάλογο. Η συνθήκη της «ιδεώδους επικοινωνίας» είναι με απλά λόγια και το ευρωπαϊκό στοίχημα της ελληνικής κυβέρνησης κατά τις πολιτικές διαβουλεύσεις της με τους εταίρους της.

Τέλος ως προς το περιεχόμενο και τις ιδέες των διαπραγματεύσεων, αυτές δεν προέρχονται παρά από το πνευματικό θησαυροφυλάκιο που όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί από κοινού δημιουργήσαμε. Όταν ξέσπασε η γαλλική επανάσταση όλοι φωνάξαμε: αδελφοσύνη. Απ’ αυτή τη λέξη – μήτρα, απ’ αυτή την ιστορική εμπειρία γεννηθήκαμε όλοι οι πολίτες της Ευρώπης και όλοι μας σήμερα στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ευρωπαίοι πολίτες. Η ιδέα της πολιτικής αλληλεγγύης είναι μία κατεξοχήν πολιτική ιδέα, μέσω της οποίας μπορούμε να ανακατασκευάσουμε την Ευρώπη σε συνολικότερο επίπεδο. Σε πρώτη φάση μπορούμε να διορθώσουμε το «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης για το οποίο μιλάει ο Habermas. Ο ίδιος ο Habermas στο τελευταίο βιβλίο του με τον τίτλο: «Στο στρόβιλο της τεχνοκρατίας» (Σημείωση: αποσπάσματά του έχουν δημοσιευθεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών») γράφει επιλέξει: «Για να διασωθεί η νομισματική ένωση δεν είναι αρκετό – μπροστά στις δομικές διαφορές των εθνικών οικονομιών – να χορηγούνται πιστώσεις στα χρεωμένα κράτη» (βλ. Ελλάδα). Θα σημειώσω, ότι το μείζον δεν είναι η διάσωση της νομισματικής ένωσης όπως δηλώνει ο δάσκαλός μου Habermas, αλλά ο διασυρμός της ίδιας της Ευρώπης παγκοσμίως, εάν τελικώς η πλευρά των εταίρων – δανειστών παραμείνει καθηλωμένη στην όχθη της τεχνοκρατίας. Η ελληνική πολιτική επιτέλους μετά από πέντε χρόνια περιμένει να συναντήσει απέναντί της την ευρωπαϊκή πολιτική. Η λύση δεν μπορεί στη διαπραγμάτευση παρά να είναι πολιτική.