Με 233 ψήφους υπέρ ο Προκόπης Παυλόπουλος εξελέγη Πρόεδρος Δημοκρατίας.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος έλαβε τις ψήφους των Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από τον οποίο προτάθηκε, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Νέας Δημοκρατίας.
Απουσίαζαν πέντε Βουλευτές. Από τους απόντες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη ΝΔ και η Ιωάννα Γαϊτάνη από τον ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασαν με την απουσία τους τη διαφωνία τους για την επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου. Ο Γιάννης Μιχελογιαννάκης από τον ΣΥΡΙΖΑ απουσίαζε λόγω ασθένειας, ενώ οι Αλέξανδρος Κοντός και Σάββας Αναστασιάδης από τη ΝΔ που απουσίαζαν στο εξωτερικό δήλωσαν με επιστολή τους ότι θα ψήφιζαν τον Προκόπη Παυλόπουλο.
Ο Συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος που προτάθηκε απ’ Το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ έλαβε 30 ψήφους, ενώ 30 βουλευτές ψήφισαν “παρών”.
Ο νέος Πρόεδρος Δημοκρατίας, είναι ένας άνθρωπος που πολλές φορές, τόσο με δηλώσεις του, όσο και με άρθρα του έχει κατακεραυνώσει τον Σόιμπλε αλλά και τη γερμανική οικονομική φιλοσοφία εντός της Ευρωζώνης. Είναι ο άνθρωπος, που όταν προηγούμενες Κυβερνήσεις αποσιωπούσαν όλη την αλήθεια για τις γερμανικές αποζημιώσεις, εκείνος υπενθύμιζε τόσο εντός Ελλάδας, όσο και εκτός πως δεν τίθεται θέμα παραγραφής τους.
Παρά την σκληρή κριτική που του έχει γίνει πολλές φορές κατά την θητεία του, σε κρίσιμα πολιτικά πόστα, ο Προκόπης Παυλόπουλος, πάντα απευθυνόταν στους επικριτές του με ευγένεια, ψυχραιμία και πάνω από όλα με επιχειρήματα, που δυσκόλευαν τους συνομιλητές του. Σαν πολιτικός, υπήρξε ίσως, από τους πιο “ήρεμους” πολιτικούς που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από το Κοινοβούλιο.
Ο πρώην Υπουργός της Κυβέρνησης Καραμανλή, γνωρίζει πολύ καλά πως λειτουργεί η Ευρώπη, αλλά και η Ελλάδα, τόσο εξαιτίας των σημαντικών σπουδών του, όσο και διότι είναι ένας πολιτικός, που βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση γνώσεων.
Άλλωστε η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα, δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του, τόνισε ό,τι η Ελλάδα χρειάζεται για Πρόεδρο Δημοκρατίας, ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής, που να εμπνέει, να ενώνει και να μη διχάζει τον ελληνικό λαό. Με την τοποθέτησή του αυτή κατέστησε σαφές πως ο Προκόπης Παυλόπουλος διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Βιογραφικό
Ο Προκόπης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1950 στην Καλαμάτα. Στην πόλη αυτή τελείωσε το Λύκειο και ως πρωτοετής της Νομικής ήρθε στην Αθήνα το 1968.
Είναι παντρεμένος με τη Βλασία Παυλοπούλου – Πελτσεμή. Έχει αποκτήσει τρία παιδιά, το Βασίλη δικηγόρο, τη Μαρία πτυχιούχο γαλλικής φιλολογίας και τη Ζωή νηπιαγωγό.
Το 1974 διετέλεσε Γραμματέας του πρώτου Προέδρου της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχάλη Στασινόπουλου, με τον οποίο είχε συνδεθεί, όταν ο τελευταίος στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης σπούδασε στο Παρίσι, όπου στο Πανεπιστήμιου Paris II (πρώην Σορβόννη) το 1975 παίρνει τον μεταπτυχιακό τίτλο DEA και το 1977 ανακηρύσσεται διδάκτορας στο Δημόσιο Δίκαιο (με βαθμό «Άριστα»).
Κατά τη περίοδο 1978-79 υπηρέτησε τη θητεία του ως οπλίτης των Διαβιβάσεων. Ακολουθώντας ακαδημαϊκή καριέρα έγινε σταδιακά, Επιμελητής (1981), Υφηγητής (1982), Επίκουρος Καθηγητής (1983), Αναπληρωτής Καθηγητής (1986) και Καθηγητής (1989) της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1986 εξελέγη Επισκέπτης Καθηγητής στο γαλλικό Πανεπιστήμιο Paris II. Στο επιστημονικό του έργο περιλαμβάνονται βιβλία και άρθρα με ευρεία αναγνώριση από την επιστημονική κοινότητα.
Εργάστηκε ως δικηγόρος, νομικός σύμβουλος επιχειρήσεων και έχει συμμετάσχει σε πολλές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές.
Υπήρξε βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου από το 1996 έως το 2014:
- 1996: Βουλευτής Επικρατείας (τοποθετημένος στη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου)
- 2000: Βουλευτής Α’ Αθηνών (59.810 σταυροί, τρίτη θέση)
- 2004: Βουλευτής Α’ Αθηνών (πέμπτη θέση)
- 2007: Βουλευτής Α’ Αθηνών (43.417 σταυροί, τέταρτη θέση)
- 2009: Βουλευτής Α’ Αθηνών (28.164 σταυροί, τρίτη θέση)
- Μάιος 2012: Βουλευτής Α’ Αθηνών (11.550 σταυροί, έβδομη θέση)
- Ιούνιος 2012: Βουλευτής Α’ Αθηνών (λίστα, έβδομη θέση)
Το 1974 διετέλεσε Γραμματέας του πρώτου Προέδρου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχάλη Στασινόπουλου. Την περίοδο 1989-1990 διετέλεσε Κυβερνητικός Εκπρόσωπος της Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 ανέλαβε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Ν.Δ., Μιλτιάδη Έβερτ. Εκλέγεται Βουλευτής Επικρατείας το 1996 και από το 2000 μέχρι σήμερα στην Α’ εκλογική περιφέρεια Αθηνών.
Το 1996 ανέλαβε Εκπρόσωπος Τύπου και Ενημέρωσης της Ν.Δ. Από τον Μάρτιο του 2004 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007 ήταν Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Από το Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2009 ήταν Υπουργός Εσωτερικών, στο νέο υπουργείο που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Διετέλεσε επίσης μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΡΤ Α.Ε.
Το άρθρο του για τις αποζημιώσεις:
Οι σημερινοί ισχυρισμοί του Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αναφορικά με τις απαιτήσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις, είναι προδήλως –αλλά και προκλητικώς- εσφαλμένοι. Όχι μόνον δεν υφίσταται ζήτημα παραγραφής ή προηγούμενης ρύθμισης, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σόιμπλε, αλλά όλως αντιθέτως οι ως άνω ελληνικές απαιτήσεις είναι πλήρως ενεργές από νομική άποψη, όπως άλλωστε είχα επισημάνει ήδη από το 2013 (π.χ. συνέντευξη στη ΝΕΤ και στην εκπομπή «Συμβαίνει τώρα», στις 15.4.2013). Τότε είχα τονίσει:
«Διευκρινίζω ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:
Ι. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς τη Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής Κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής και όχι αδικοπρακτικής προέλευσης.
Α. Σ’ αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
Β. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί ότι η ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρότερη, όσο ήδη από την κατοχική περίοδο είχε αρχίσει η αποπληρωμή του δανείου, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά κατά καιρούς.
ΙΙ. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
Α. Επισημαίνω πριν απ’ όλα ότι το 1946, στη Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων.
Β. Κυρίως δε τονίζω με έμφαση ότι το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται. Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου) «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων που νίκησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (lato sensu) σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το διεθνές δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
1. Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν μετά την επανένωση της Γερμανίας η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
2. Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στη βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει τη θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, όπως ήδη τόνισα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γ. Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από την γερμανική κατοχή κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
Δ. Η από ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου. Κατά τις διατάξεις αυτές «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τα πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
1. Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε Καγκελάριος Λούτβιχ Έρχαρτ.
2. Ο ίδιος δε, είχε τότε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
ΙΙΙ. Η σχετικώς πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την οποία απορρίφθηκε ιταλικό αίτημα –υπήρχε και παρέμβαση Ελλήνων διαδίκων- για πολεμικές αποζημιώσεις έναντι της Γερμανίας, ουδόλως αλλάζει τα προαναφερόμενα νομικά δεδομένα και επιχειρήματα υπέρ της Ελλάδας. Και τούτο διότι η ως άνω απόφαση εκδόθηκε ύστερα από προσφυγή ιδιωτών. Τώρα γίνεται λόγος για απαιτήσεις του Ελληνικού Κράτους, κατά το Διεθνές Δίκαιο, τόσο για εξόφληση του κατοχικού δανείου όσο και για την καταβολή αποζημιώσεων λόγω των «πεπραγμένων» των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Α. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, το ελάχιστο των κατά τα προαμνημονευόμενα ελληνικών απαιτήσεων έναντι της Γερμανίας είναι σήμερα, περίπου, 60 δισ. ευρώ από το κατοχικό δάνειο και 110 δισ. ευρώ λόγω αποζημιώσεων. Ήτοι σύνολο, περίπου, 170 δισ. ευρώ. Αλλ’ αυτό είναι θέμα ειδικότερου υπολογισμού, ο οποίος θα γίνει με την επιμέλεια των αρμόδιων ελληνικών κρατικών αρχών.
Β. Και κάτι τελευταίο: Η σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται και από την ανάγκη οριοθέτησης των υποχρεώσεων των χωρών της ευρωζώνης ως προς την επίτευξη βασικών δημοσιονομικών στόχων –μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατέχει το δημόσιο χρέος κάθε χώρας-μέλους- επιβάλλει και την επίλυση των μεταξύ των χωρών αυτών κάθε είδους συναφών διαφορών, με βάση το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο.»