Χρόνο. Πρακτικά αυτό ήταν το κοινό βασικό αίτημα επισήμως και ανεπισήμως που ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης έθεσαν σε όλους τους συνομιλητές τους σε αυτόν τον μαραθώνιο αλλεπάλληλων διπλωματικών συναντήσεων που είχαν στην Αθήνα αλλά και εκτός συνόρων τα τελευταία 24ωρα.
Χρόνο, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα συνολικό πρόγραμμα -μεσοπρόθεσμο όπως το ονομάζουν- για μια τετραετία στο οποίο κομβική θέση, με βάση τα όσα μέχρι στιγμής έχουν γίνει γνωστά, θα έχουν οι σαρωτικές μεταρρυθμίσεις ιδιαίτερα με κατεύθυνση στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην τόνωση της ανάπτυξης.
Στόχος, παράλληλα, να απαλυνθούν τα μέτρα λιτότητας και οι επιπτώσεις τους με τρόπο τέτοιο που δεν θα τινάξει στον αέρα τη δέσμευση της Αθήνας για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την οποία διατύπωσαν επανειλημμένως. Μέχρι να γίνει αυτό η Αθήνα προτείνει την υιοθέτηση ενός προγράμματος – «γέφυρας» που θα επιτρέψει να δοθούν οι απαραίτητες ανάσες, χωρίς να βρίσκεται διαρκώς η χώρα στο χείλος του χρηματοδοτικού γκρεμού.
Αν και σε επίπεδο δηλώσεων το αίτημα αυτό έγινε δεκτό, επί του πρακτέου η απόφαση της ΕΚΤ, την Τετάρτη το βράδυ, να μην δέχεται, από τις 11 Φεβρουαρίου και μετά, τα ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο της εξαίρεσης που είχε υιοθετήσει μέχρι σήμερα, αποτελεί σαφώς ένα «μαχαίρι στο λαιμό» της νέας ελληνικής Κυβέρνησης που θα πρέπει να κινηθεί πολύ πιο σύντομα από όσο φανταζόταν και σε πολύ πιο ασφυκτικά περιθώρια από όσο θα επιθυμούσε.
Παρόλα αυτά, αναλυτές εκτιμούσαν ότι η πιεστική αυτή κατάσταση δεν θα πρέπει απαραίτητα να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ενδεχόμενο επίτευξης κάποιου είδους συμφωνίας είναι πιο απομακρυσμένο από ό,τι ήταν την περασμένη εβδομάδα.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, θα ήταν μάλλον αδιανόητο για την λογική των Βρυξελλών να μην προχωρήσει σε πιέσεις και να μην προσπαθήσει να φέρει την ελληνική Κυβέρνηση στο σημείο εκείνο που βρισκόταν η απερχόμενη ως προς το πρόγραμμα που ακολουθούνταν.
Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι η πίεση που ασκείται, ουσιαστικά, είναι να δεχτεί η κυβέρνηση Τσίπρα να ενταχθεί στο ήδη υπάρχον πρόγραμμα έστω και τις 15 εναπομείνασες μέρες, προκειμένου να δοθεί μετά ο χρόνος που αυτή ζητά για να γίνει διαπραγμάτευση.
Υπάρχουν, ήδη, αρκετοί που αναγνωρίζουν ότι μια τέτοια απαίτηση, αν και χαρακτηρίζεται «αναμενόμενη» στο πλαίσιο μιας σκληρής διαπραγμάτευσης στην οποία η πλευρά των πιστωτών δεν θέλει να δώσει την εντύπωση ότι υποχωρεί γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το διαχειριστεί κανείς εύκολα ούτε εντός των συνόρων των χωρών τους ούτε εκτός, είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιηθεί από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης με σαφή νωπή εντολή.
Παρόλα αυτά επειδή, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μείωση του ποσοστού του ΑΕΠ που θα πρέπει να δίνεται για το χρέος σε συνδυασμό με την υιοθέτηση πραγματικά ριζικών μεταρρυθμίσεων, δεν ακούγεται τόσο άσχημα στους πιστωτές από όσο μπορεί να δείχνουν οι δηλώσεις τους, τότε τίποτε δεν πρέπει ν’ αποκλείεται.
Και αυτό είναι και το στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο Αλέξης Τσίπρας στις προγραμματικές του δηλώσεις τις οποίες όλοι, εντός και εκτός, περιμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον.
Να καταφέρει να μην υπαναχωρήσει, λεκτικά έστω, από βασικές θέσεις στις οποίες στήριξε όλη του την προεκλογική εκστρατεία, ενώ ταυτόχρονα να στείλει τα μηνύματα εκείνα που οι πιστωτές περιμένουν, δηλαδή ότι θα σεβαστεί τις υποχρεώσεις της χώρας.
Σε αυτό το δύσκολο έργο δεν αποκλείεται, από ορισμένους, να «συνεισφέρουν» και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι που βρίσκονται, ήδη, στην Αθήνα με διακηρυγμένο ακριβώς αυτόν τον στόχο: να «γεφυρώσουν» τις διαφορές Αθήνας – ΕΕ.