Τα «μηνύματα» που έφερε ο Σουλτς στον Τσίπρα - Τι του είπε πίσω από τις κάμερες

Το καλό κλίμα μπροστά στις κάμερες ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και στον Μάρτιν Σουλτς αντανακλά και την ατμόσφαιρα πίσω από αυτές υποστηρίζουν κύκλοι του Μαξίμου, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι ήταν γενικά μια θετική πρώτη αναγνωριστική συνάντηση.

Εντούτοις, πληροφορίες που διαρρέονταν από κύκλους προσκείμενους στον κ. Σουλτς στις Βρυξέλλες υποστήριζαν ότι εκτός όλων των άλλων, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κόμισε και ορισμένα «μηνύματα» προς τον Αλέξη Τσίπρα, εκ των οποίων ένα από τα βασικότερα εμπλέκει και τον κ. Αβραμόπουλο.

Σύμφωνα με πηγές, οι οποίες πρόσκεινται στις Βρυξέλλες, ο κ. Σουλτς μετέφερε στον Αλέξη Τσίπρα ένα πρώτο σαφές μήνυμα: ότι τα περιθώρια ελιγμών τα οποία διαθέτει δεν είναι πολλά, ούτε από άποψη χρόνου, ούτε από άποψη χώρου. Για την ακρίβεια είναι μάλλον ελάχιστα και ότι καλό θα ήταν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό με τους δανειστές. Από την άλλη, πηγές του Μαξίμου υποστήριζαν ότι κατά τη συνάντηση διαπιστώθηκε σύγκλιση απόψεων σε αρκετά θέματα, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να βγει από την κρίση και την ύφεση μέσω της λιτότητας. Ο κ. Σουλτς, φέρεται να συμφώνησε ότι υπάρχει ανάγκη να δοθεί χρόνος στη διαβούλευση, προκειμένου να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση.

Κατά το Μαξίμου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός παρουσίασε στον κ. Σουλτς τους άξονες επί των οποίων η Αθήνα σκοπεύει να προχωρήσει τη διαπραγμάτευση και οι οποίοι είναι ουσιαστικά αυτοί που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας κατά την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.

Ο πρώτος εξ αυτών είναι το σχέδιο ευρύτατων μεταρρυθμίσεων, που απεργάζεται η ελληνική Κυβέρνηση, και έχει τέσσερα βασικά σημεία: την καταπολέμηση της διαφθοράς, την αποκατάσταση της διαφάνειας, τις σαρωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και την υιοθέτηση απλού, σταθερού και δίκαιου φορολογικού συστήματος με βάση το περιουσιολόγιο.

Ο δεύτερος είναι η πρόθεση της κυβέρνησης να έχει πρωτογενώς ισοσκελισμένους ισολογισμούς, σε συνδυασμό με αναθεώρηση προς τα κάτω των εξωπραγματικών στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2020.

Ο τρίτος είναι να χρηματοδοτηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αξιοποιώντας, καταρχάς, ένα νέο ευρωπαϊκό επενδυτικό new deal που θα συμπληρώνει το πακέτο επενδύσεων που εξήγγειλε ήδη ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά δεύτερο τον συναινετικό αποπροσανατολισμό των κονδυλίων ΕΣΠΑ 2014 – 2010 και η κατεύθυνσή τους σε άλλους τομείς της οικονομίας και κατά τρίτον την εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από το στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος που μπαίνει από το σύμφωνο σταθερότητας.

Κυβερνητικές πηγές υποστήριξαν ότι ο κ. Σουλτς εκτίμησε ως «ιδιαίτερα θετικό» το τρίτο αυτό σημείο.

Τέλος ο τέταρτος άξονας επί του οποίου η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει και παρουσιάστηκε στον κ. Σουλτς είναι η λήψη μέτρων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, στο πλαίσιο μια ευρωπαϊκής λύσης με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων και αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης.

Κατά το Μαξίμου, ο Μάρτιν Σουλτς απέφυγε να κάνει τον οποιοδήποτε σχολιασμό επί του θέματος του χρέους.

Τέλος, όσον αφορά στο θέμα που προέκυψε με τη διαμαρτυρία της Αθήνας για το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη της για την έκδοση της πρόσφατης ανακοίνωσης της ΕΕ για την Ουκρανία, καθώς και στην έντονα επικριτική παρέμβαση του κ. Σουλτς, πηγές του Μαξίμου υποστήριζαν ότι το ζήτημα θίχτηκε ακροθιγώς και δεν υπήρξε σε βάθος συζήτηση, καθώς βρίσκεται και σε εξέλιξη η συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ.

Κατά τα άλλα, σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, ο κ. Σουλτς φαίνεται ότι κόμισε και ένα ακόμη μήνυμα προς τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα: Την αρνητική άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης του Δημήτρη Αβραμόπουλου από την θέση του Επιτρόπου για την Μετανάστευση, προκειμένου να είναι υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.  Το όνομα του κ. Αβραμόπουλου ακούγεται κάθε μέρα και περισσότερο στα διάφορα σενάρια και τα ρεπορτάζ ως προς το ποιο πρόσωπο θα επιλέξει η νέα Κυβέρνηση να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες και ώρες, και παρά το γεγονός ότι το Μαξίμου διέψευσε ότι έχει επέλθει η οποιαδήποτε συμφωνία με τον οποιονδήποτε για το πρόσωπο του Προέδρου, η υποψηφιότητα του Δημήτρη Αβραμόπουλου φαίνεται ότι «κερδίζει πόντους» ολοένα περισσότερο, καθώς μοιάζει να απομακρύνεται και το ενδεχόμενο να προτείνει η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή. Μάλιστα, τα ρεπορτάζ αναφέρουν ότι και ο ίδιος ο κ. Αβραμόπουλος βλέπει «θετικά» την προοπτική να είναι υποψήφιος.

Δεν φαίνεται να έχει όμως την ίδια άποψη ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κ. Γιούνκερ θα ήθελε να παραμείνε ο κ. Αβραμόπουλος στη θέση του, καθώς δεν του αρέσει καθόλου η προοπτική αντικατάστασής του από κάποιο πρόσωπο προερχόμενο από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, ο οποίος θα κληθεί να αναλάβει και το κρίσιμο, όπως έχει αναδειχθεί λόγω των πολιτικών εξελίξεων εντός ΕΕ αλλά και των γεωπολιτικών στα σύνορά της, χαρτοφυλάκιο της μετανάστευσης. Υπενθυμίζεται ότι ο Γιούνκερ έχει το δικαίωμα να μην δεχτεί αντικαταστάτη του κ. Αβραμόπουλου, κάτι που δεν φαίνεται ν’ αρέσει πολύ στην ελληνική Κυβέρνηση.

Αν όντως ισχύουν οι πληροφορίες αυτές και τα αλλεπάλληλα μηνύματα του κ. Γιούνκερ ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί ο Δ. Αβραμόπουλος, τότε είναι προφανές ότι ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποκτά έναν ακόμη πονοκέφαλο, καθώς θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιδίωξή του, όπως τουλάχιστον φαίνεται, να προτείνει υποψήφιο Πρόεδρο από την κεντροδεξιά, έτσι ώστε να επιτύχει την εκλογή του, να δώσει ένα μήνυμα «ενότητας»και ταυτόχρονα να μην χάσει η Ελλάδα την θέση του Επιτρόπου και μάλιστα σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα όπως η μετανάστευση. Απο την άλλη, η Κυβέρνηση δεν θα ήθελε να ξεκινήσεις τις επαφές της με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δια μέσου τριβών γι αυτό το θέμα, ενώ επίκεινται πολύ σημαντικότερα. Όπως εκτιμούσαν πολλοί διπλωμάτες, το ζήτημα πιθανότατα θα λήξει κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Αλέξη Τσίπρα με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ πριν την σύνοδο Κορυφής του Φεβρουαρίου.