Παπαδημούλης: «Η επίσκεψη Μακρόν έχει οικονομικό και επενδυτικό ενδιαφέρον»

«Η επίσκεψη Μακρόν είναι αναμφισβήτητα θετική για την Ελλάδα κι έχει σημαντικό οικονομικό και επενδυτικό ενδιαφέρον» δήλωσε, σε συνέντευξή του στην ενημερωτική ιστοσελίδα Reader.gr, ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, αναφερόμενος στην επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου στην Αθήνα και τα οφέλη αυτής για τη χώρα.

Ο Έλληνας ευρωβουλευτής, στη συνέντευξή του, χαρακτήρισε την επίσκεψη Μακρόν «ψήφο εμπιστοσύνης» στη χώρα μας και στην ελληνική κυβέρνηση και πρόσθεσε ότι αναμένει ώθηση στις επενδύσεις, αλλά και στην κατά παράδοση καλή ελληνογαλλική συνεργασία.

«Εκτιμώ ότι τα αποτελέσματα της επίσκεψης Μακρόν θα είναι θετικά σε μια σειρά τομέων. Είναι συμφέρον για την Ελλάδα να διευρύνει τα ερείσματα και τις συμμαχίες της, προκειμένου να μπορέσουμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω την εποχή των μνημονίων και της επιτροπείας και να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Παρότι δεν ανήκει στην αριστερή οικογένεια στην Ευρώπη, ο Μακρόν στηρίζει με την επίσκεψή του την ελληνική κυβέρνηση» τόνισε.

Σχετικά με την ανάγκη ολοκλήρωσης της 3ης αξιολόγησης χωρίς καθυστερήσεις, ο κ. Παπαδημούλης τόνισε ότι «η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια είναι μονόδρομος» ενώ αναφέρθηκε και στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για μια Ευρωζώνη με περισσότερη συνοχή και δημοκρατία, αλλά και στις πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.

Ειδικότερα, για την τρίτη αξιολόγηση υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατόν, γιατί αυτό συμφέρει τη χώρα» και ξεκαθάρισε ότι «στην τρίτη αξιολόγηση δεν περιλαμβάνονται νέα δημοσιονομικά μέτρα. Τα προαπαιτούμενα αφορούν σε εφαρμογή συμφωνημένων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον, ο κ. Παπαδημούλης υποστήριξε ότι «αν συγκρίνουμε τα μέτρα, που έχουν εφαρμοστεί επί κυβέρνησης Τσίπρα ύψους 6 δισ. ευρώ σε δυόμιση χρόνια με τα μέτρα ύψους 62 δισ. ευρώ, που εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις μεταξύ 2010 και 2015 διαπιστώνουμε ότι είναι δέκα φορές λιγότερα».

ΠΗΓΗ ΑΠΕ-ΜΠΕ